Φωτογραφίες: Olga K.

Το βράδυ της Κυριακής το περιμέναμε μήνες με ανυπομονησία. Όλη μα όλη η dark/new wave κοινότητα της Αθήνας μαζεύτηκε στο Κύτταρο – άλλοι περίμεναν απ’ έξω από πολύ νωρίς, πριν τις 19:30, για να μη χάσουν τον ειδικό καλεσμένο της βραδιάς (Κan Kan), άλλοι έρχονταν σταδιακά κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ γεμίζοντας στο τέλος και τους δύο ορόφους. Το line-up άλλωστε κάλυπτε όλα τα... σκοτεινά γούστα!

Η αναμονή, λοιπόν, για την πρώτη ζωντανή εμφάνιση του Patrick Dineen ως Κan Kan από το 1982, ειδικά για εμάς στην Αθήνα, ήρθε σε πέρας λίγο μετά τις 20:00. Η χρονοκάψουλα δεν έβγαλε φυσικά επανενωμένη την αρχική μπάντα, αλλά ένα πολύ πετυχημένο one man show. Ο Patrick βγήκε εντελώς απρόσμενα στη σκηνή και ξεκίνησε αμέσως με το “Changing Trains”. Μου πήρε κάποια λεπτά για να συνηθίσω την παρουσία του. Μεγάλος πια σε ηλικία αλλά με το θέατρο να έχει ριζώσει μέσα του, εμφανίστηκε με μαύρα γυαλιά και ένα κοστούμι στα όρια του γκροτέσκο, το οποίο άλλαζε ανάλογα με τα κομμάτια και τους ρόλους που υποδυόταν – άλλοτε παλιάτσος, με την καραμούζα και το χαρτοπόλεμο που έριχνε από πάνω του, άλλοτε άστεγος με ξεσκισμένα ρούχα, άλλοτε με δυο drumsticks τα οποία κρατούσε σαν όπλο, κάνοντας ότι πυροβολεί. Έπαιξε τα κομμάτια του με διαφορετικό τέμπο και πολλές αλλαγές, κάτι αναμενόμενο όταν δεν υπάρχει ολόκληρο συγκρότημα και τα περισσότερα μέρη είναι προηχογραφημένα. Ευτυχώς η φωνή του διατηρείται ακόμα σε καλή κατάσταση. Ανάμεσα στα κομμάτια δεν παρέλειπε ποτέ να μας ευχαριστεί και να μας λέει πόσο ωραία περνάει στην Αθήνα – αυτός δεν ήταν θεατρινισμός, όμως, αλλά αυθεντική και σπάνια ειλικρίνεια. Μπορεί να ανέβηκε στη σκηνή με μόνη παρέα το laptop του και ο ίδιος να έπαιξε μόνο λίγη κιθάρα και τύμπανα, αλλά η παρουσία του ήταν κατά γενική ομολογία αξιοπρεπέστατη. Το σετ του ήταν όμως πολύ σύντομο. Έπαιξε τα περισσότερα από τα (λίγα σε αριθμό) κομμάτια του, “Film Noir”, “Marching Marching”, “Statues”, “Laugh Clown Laugh”, συν μία διασκευή στο “Fever” – χωρίς να συμπεριλάβει τα δύο που περίμεναν οι πιο πολλοί: “Blue Tango” και “The Informer”. Περιμέναμε να ξαναβγεί για να τα παίξει αλλά δεν είχε κάτι τέτοιο το πρόγραμμα... Αποχώρησε απ’ τη σκηνή έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκε πριν ένα μισάωρο.

Μετά το διάλειμμα σειρά είχε η αποκάλυψη της βραδιάς – έκπληξη για μένα, που δεν τους είχα ξαναδεί. Πραγματικά πιστεύω πως χάνει πολλά όποιος δεν έχει δει τους In The Nursery live. Απολύτως καμία σχέση με τον υποτονικό ήχο τους στα στούντιο άλμπουμ, αντιθέτως η ερμηνεία τους είναι πάρα πολύ ζωντανή και δυναμική, με τα κρουστά των διδύμων και του Q (bass drum, orchestral percussion, πιατίνια κλπ.) να πρωταγωνιστούν. Τα synths σε δεύτερο ρόλο, όχι λιγότερο σημαντικό όμως, εναλλάξ από τον Nigel και τη Dolores. Οι δίδυμοι Klive και Nigel Humberstone σε πολύ καλή φόρμα, ζούσαν έντονα τις ερμηνείες τους, βοηθώντας και στο τραγούδι. Η επιλογή των κομματιών ήταν η καταλληλότερη που θα μπορούσαν να κάνουν για live. Δεν περιέλαβαν συνθέσεις από τα soundtracks τους, αλλά μόνο απ’ τα προσωπικά τους άλμπουμ (με μια ιδιαίτερη προτίμηση στο Era). Τα καθαρά ορχηστρικά κομμάτια εναλλάσσονταν με τα τραγούδια με φωνητικά, με τη Dolores όμως κάπου να χάνεται μέσα στην ένταση της μουσικής – ενώ από άλλα σημεία του συναυλιακού χώρου χάνονταν τα κρουστά. Προτίμησα να μείνω μπροστά – τα τύμπανα έχαναν, άλλωστε, την αξία τους αν δεν τα άκουγες δυνατά. Το “Blueprint” ήταν πραγματικά απ’ τις καλύτερες ζωντανές εκτελέσεις που έχω ακούσει, όπως και το “L’ Esprit”. Πριν το live είχα αναρωτηθεί αν θα ακούγαμε επιλογές και απ’ την πρώτη τους δουλειά, επειδή είναι τόσο διαφορετική από τις μετέπειτα. Όταν λοιπόν άκουσα το “A To I” και το “Mystery” (Mystère), η χαρά ήταν μεγάλη – δεύτερη χρονοκάψουλα της βραδιάς!

Η Dolores, ανάμεσα στις πολλές γλώσσες που γνωρίζει, προφανώς έχει μάθει και κάμποσα Ελληνικά. Προσπάθησε και ο Klive, απ’ ό,τι μας είπε, να απομνημονεύσει κάποιες εκφράσεις, αλλά δεν τις θυμόταν. Προς το τέλος αντιμετώπισαν κάποια τεχνικά προβλήματα, τα οποία τους ανάγκασαν να ξεκινήσουν ένα κομμάτι πολλές φορές μέχρι να μπορέσουν να το πετύχουν. Άφησαν τη σκηνή και επέστρεψαν παίζοντας το παλιό α-λα-Joy-Division “Stone Souls”, με μόνο τους διδύμους στα φωνητικά, κι έπειτα το “Compulsion”, για κλείσιμο δε κάτι ανέλπιστο, το “Deus Ex Machina” από το πρώτο τους άλμπουμ! Το οποίο μάλιστα με τις κραυγές της Dolores προκάλεσε ανατριχίλες. Ίσως ο χώρος να ήταν λίγο περιοριστικός για την εμφάνιση μιας μπάντας με τέτοια μουσικά όργανα, η οποία θα έπρεπε να έχει τέλεια ακουστική. Αλλά και πάλι, τη μία ώρα που διήρκεσε το live των In The Nursery την απολαύσαμε όλοι χωρίς να καταλάβουμε για πότε τελείωσε.

Διάλειμμα ξανά και ήρθε πια η σειρά των headliners, οι οποίοι στις 23:00 ακριβώς είχαν λάβει θέσεις επί σκηνής. Για άλλη μια φορά λοιπόν οι Clan Of Xymox στην Ελλάδα, και πάλι η γνώριμη μελαγχολική μαυρίλα τους απλώθηκε από τα πρώτα λεπτά στο Κύτταρο (με την καλή και ευχάριστη έννοια, αν αυτό βγάζει νόημα!). Οι συστάσεις περιττές, εφόσον πρόκειται για ένα απ’ τα πιο γνωστά ονόματα του είδους. Αν εξαιρέσει κανείς ότι το κακό με τον καπνό από τα smoke machines παράγινε σε κάποιο σημείο, σε σημείο να μη φαίνεται το συγκρότημα, ή το κακό με τον ήχο (τουλάχιστον στην αρχή), οι Xymox είχαν να παρουσιάσουν μια προσεγμένη επιλογή κομματιών για τη best of περιοδεία τους. Δεν ακούστηκαν παρά μόνο 3 κομμάτια από το νέο Clan Of Xymox άλμπουμ (το single “Emily”, το ομώνυμο “In Love We Trust” και το “Hail Mary”), πράγμα που γενικά έκανε θετική εντύπωση στον κόσμο. Όλη η μπάντα φαινόταν σε άριστη διάθεση. Παράπονα υπήρξαν, βέβαια, όπως είθισται πάντα σ’ αυτή τη χώρα: δεν ακούστηκε το “Back Door” ούτε το “Stumble And Fall”. Δεν μπορεί ένα συγκρότημα να παίζει πανομοιότυπα setlist σε κάθε live, ούτως ή άλλως δεν έλειψαν τα κλασικά “Jasmine & Rose”, “There’s No Tomorrow”, “Louise” και “A Day”. Τα δύο τελευταία αποτέλεσαν και τα πρώτα encores (λέω «πρώτα», επειδή ανέβηκαν πολλές φορές για encore). Μετά από industrial-ική διάθεση με το “Cold Damp Day”, ακολούθησε ένα απ’ τα παλιότερα τραγούδια τους (και τρίτη χρονοκάψουλα...), το “Muscoviet Mosquito”. Βέβαια παρέλειψαν στο τέλος δύο αγαπημένα κομμάτια που είχαν σκοπό να παίξουν, τα “Out Of The Rain” και “Craving”, αλλά έκλεισαν με το επίσης αγαπημένο “Michelle”.

Να σημειώσω ότι υποτίθεται πως απαγορεύεται το κάπνισμα στο μαγαζί αλλά όλοι κάπνιζαν – να δούμε πότε θα χαρούμε κι εμείς οι μη καπνιστές μια συναυλία όπου να μπορούμε επιτέλους να αναπνεύσουμε… Και μια γενική παρατήρηση για το κοινό: με εξαίρεση κάποιες μεμονωμένες αλλά διασκορπισμένες σε όλο τον χώρο ατυχείς περιπτώσεις «οπαδών», οι οποίοι δεν αφήνουν κανέναν να παρακολουθήσει και να συγκεντρωθεί, οι αντιδράσεις ήταν σχετικά συγκρατημένες. Ο ενθουσιασμός και ο χορός περιορίστηκε στις πρώτες σειρές, ενώ οι υπόλοιποι μετά βίας σάλευαν απ’ τη θέση τους (τι έγινε, μεγαλώσαμε;). Κρατάμε όμως μόνο τις θετικές εντυπώσεις της διοργάνωσης, εφόσον εν τέλει περάσαμε φανταστικά, όπως φάνηκε να πέρασαν και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured