Φωτογραφίες: Νίνα Ποπώφ
Τι να πρωτοπείς για τη Γερμανία και τα φεστιβάλ της; Ως γνωστόν τα περισσότερα φεστιβάλ του εξωτερικού προσφέρουν ένα άκρως ενδιαφέρον line-up έναντι ενός μικρού (βλ. λογικού) χρηματικού ποσού. Όσον αφορά το συγκεκριμένο στη Λειψία, όνειρο ζωής για πολλούς, είναι μάλλον το μόνο στο είδος του, αν κι έχουν αρχίσει να ξεπηδούν παρόμοια φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια (και στη Γερμανία και αλλού), με μικρότερη όμως έκταση και διαφήμιση.
Το WGT προσελκύει πάνω από 20.000 επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο κάθε χρόνο και λαμβάνει χώρα σε όλη τη Λειψία, πράγμα που δίνει την ευκαιρία στους ξένους να δουν και την πόλη. Εδώ και σχεδόν μια 20ετία έχει λάβει τις διαστάσεις της μεγαλύτερης gothic, industrial και τα συναφή γιορτής στον κόσμο, στην οποία διεξάγεται και... ανεπίσημος διαγωνισμός του πιο εκκεντρικού κοστουμιού! Είτε έχει ξαναπάει κανείς στο Treffen είτε όχι, πρόκειται αναμφίβολα για μια μοναδική και αξέχαστη εμπειρία...
Μερικά πράγματα που θα πρέπει να γνωρίζουν όσοι πάνε για πρώτη φορά:
• Συμφέρει από οικονομικής άποψης να ταξιδέψετε μέσω Βερολίνου, καθώς τα εισιτήρια απευθείας για Λειψία κοστίζουν... ο κούκος αηδόνι. Εκπτώσεις στα τρένα υπάρχουν, δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα όσο ακούγονται για τη Deutsche Bahn.
• Oι μεταφορές μέσα στη Λειψία καθώς και η είσοδος στα clubs είναι δωρεάν για τους επισκέπτες του φεστιβάλ, αρκεί να δείξουν το βραχιολάκι τους.
• Ο βασικός χώρος διεξαγωγής του φεστιβάλ, το Agra Halle, βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τους υπόλοιπους χώρους στους οποίους είναι διασκορπισμένες οι συναυλίες. Υπολογίστε 40 λεπτά από το κέντρο, υπολογίστε επίσης να είστε στην ώρα σας στην ουρά αν σας ενδιαφέρει ένα live, εφόσον μεγάλες καθυστερήσεις δεν υπάρχουν και εφόσον εύκολα κάποιος αφήνεται να παρασυρθεί ψωνίζοντας στην αγορά του Agra.
• Οι υπόλοιποι συναυλιακοί χώροι είναι σχετικά κοντά μεταξύ τους, σε όλους υπάρχει πρόσβαση με την S-Bahn (τραμ), εκτός αυτού ο χάρτης που μοιράζεται μαζί με τα βραχιολάκια είναι σαφέστατος.• Για τα εν λόγω βραχιολάκια καλό είναι να πάει κανείς αρκετά νωρίς την πρώτη μέρα, γιατί η ουρά και η διαδικασία απαιτεί αρκετή ώρα.
• Εκτός από τις συναυλίες, είναι εξίσου ενδιαφέρον να παρευρεθεί κανείς και στις άλλες εκδηλώσεις του φεστιβάλ, όπως θεματικά πάρτυ, αναγνώσεις λογοτεχνίας ή ποίησης, προβολές ταινιών, παιχνίδια ρόλων κλπ.
• Αν βρείτε καλές προσφορές στο παζάρι του Agra, αγοράστε επιτόπου. Τα «θα τα αγοράσω όλα μαζί την τελευταία μέρα» δεν ισχύουν, γιατί απλά δεν θα βρείτε τίποτα να σας περιμένει.
• Το line-up είναι τεράστιο και αχανές, οπότε εκ των πραγμάτων δε θα δείτε ούτε τους μισούς καλλιτέχνες. Κρατήστε δυνάμεις και προτιμήστε 1-2 σκηνές για κάθε μέρα, εκτός αν είστε προετοιμασμένοι να χάσετε τα μισά συγκροτήματα στις διαδρομές ή να βγάλετε φουσκάλες από το τρέξιμο.
• Μην αγοράζετε φαγητά ή ποτά πριν μπείτε σε συναυλία, ακόμα και νερό, θα σας αναγκάσουν να τα πετάξετε στην είσοδο. Εκτός βέβαια αν ξέρετε να τα κρύβετε καλά (το κόλπο με την ομπρέλα πάνω απ’ το μπουκάλι πάντα πιάνει).
• Το “Pfand” είναι κάτι πολύ σημαντικό. Στη Γερμανία μπορείτε να επιστρέψετε το ποτήρι ή το μπουκάλι σας στο bar και να πάρετε 1-2 ευρώ πίσω. Αν δεν το επιστρέψετε, φυσικά, τα χάνετε.
• Το «Παγανιστικό Χωριό» έχει δύο σκηνές, μια μικρή και μια μεγάλη. Η μικρή δεν αναφέρεται πουθενά, γι’ αυτό μη μπερδευτείτε και περιμένετε εκεί να αρχίσει καμιά μεγάλη συναυλία.
• Μπορεί το Treffen να γίνεται καλοκαίρι, μιλάμε για τη Γερμανία όμως. Λάβετε υπόψη ότι μπορεί κάποιες μέρες να κάνει κρύο ή και να βρέχει, οπότε εξοπλιστείτε κατάλληλα (και ναι, το ξέρω ότι μερικοί θα φορούσατε τις μπότες σας έτσι κι αλλιώς, αλλά είπα να το αναφέρω).
•Το Treffen είναι οικογενειακή γιορτή. Μη διστάσετε να φέρετε και τα παιδιά σας, μπορείτε και να τα ντύσετε ανάλογα.
• Αν έχετε σκοπό να γράψετε review, πάρτε οπωσδήποτε μαζί και φωτογράφο, το «δύο σε ένα» είναι σκότωμα και βγαίνει εις βάρος των φωτογραφιών, ειδικά αν δεν έχετε επαγγελματική μηχανή (σημ. αρχισυντάκτη: το έπιασα, το έπιασα! Του χρόνου με φωτογράφο!).
Έχω όμως ένα μικρό παράπονο: Γιατί οι κανονικοί επισκέπτες να παίρνουν τα... χλιδάτα υφασμάτινα βραχιολάκια με το λογότυπο του Treffen και οι δημοσιογράφοι να δικαιούνται μόνο ένα χάρτινο, το οποίο μετά από 4 μέρες εξουθένωσης και ντους να έχει καταντήσει πατσαβούρι;
Μέρα 1η
Μπαίνοντας στον αχανή εκθεσιακό χώρο του Agra, o oποίος για τις μέρες του φεστιβάλ μετατρέπεται σε σημείο συνάθροισης παντός είδους εκκεντρικών επισκεπτών από κάθε γωνιά του κόσμου, αντικρύσαμε μια μεγάλη πασαρέλα, στην οποία φωτογράφοι απαθανατίζουν τα πιο εμπνευσμένα κοστούμια. Αριστερά η είσοδος στο κυρίως κτίριο, όπου στεγάζεται ένα τεράστιο gothic/industrial/fetish/neofolk/darkwave κλπ. παζάρι – εκεί βρίσκει κανείς από δίσκους, ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ, βιβλία μέχρι οτιδήποτε πλήρως άχρηστο αλλά τελείως εντυπωσιακό μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους (αποκορύφωμα τα καλαθάκια σε σχήμα φερέτρου για σκυλάκια και... παιδάκια) – καθώς και μια μεγάλη καντίνα, ένα bar και ένα club με DJ sets όλη τη νύχτα. Δεξιά κάθε λογής φαγάδικα, καθώς και η είσοδος για το camping. Η πύλη για τον συναυλιακό χώρο είναι λίγο πιο πέρα και είναι μία, υπάρχουν πολλές άλλες είσοδοι αλλά ξεγελούν γιατί είναι πάντα κλειστές.
Αφήνοντας το Agra, επόμενη στάση το Werk II, ένας πέτρινος πολυχώρος που φιλοξενεί και θέατρο εκτός των άλλων. Πρώτο live, λοιπόν, η αξιαγάπητη δεσποινίς Leandra ή αλλιώς Ophelia Dax των Jesus On Extasy. Εξαιρετική η σόλο της δουλειά, εξαιρετική και στο live, με αρκετή αυτοπεποίθηση και πολύ ωραία σκηνική παρουσία, μα πάνω απ’ όλα απίστευτη φωνή. Στο τελευταίο της κομμάτι, μάλιστα, δεν δίστασε να ερμηνεύσει ένα στίχο με brutal φωνητικά, πράγμα που αντιφάσκει με τη θηλυκότητα την οποία εκπέμπει. Ο ήχος, βέβαια, δεν άφηνε τα προηχογραφημένα μέρη να ακουστούν σχεδόν καθόλου. Και δυστυχώς δεν έπαιξε πιάνο, όπως περίμενα. Πάραυτα, το κοινό την αποχαιρέτησε με ζωηρό χειροκρότημα.
Πίσω στο Agra (το Werk II απέχει μόλις 20 λεπτά) για μια πρώτη περιήγηση στο παζάρι: Μέγα λάθος, εφόσον είχα σκοπό να δω τους αγαπημένους μου L’ Ame Immortelle σε λίγη ώρα και θεώρησα πως προλαβαίνω, αλλά κόλλησα στα CD… To εγκεφαλικό ήρθε όταν αντίκρισα μια ουρά με έκταση από δω ως το Βερολίνο, στην οποία δεν κουνιόταν τίποτα, με αποτέλεσμα να ακούσω τη μισή συναυλία απ’ έξω και να θέλω να σκοτώσω ό,τι βρεθεί μπροστά μου – ειδικά τις κυρίες security που δεν ήξεραν Αγγλικά και μετά βίας μιλούσαν Γερμανικά. Τι είναι χειρότερο, αυτό ή να τους χάσεις τελείως; Τουλάχιστον όσο πρόλαβα να δω με αποζημίωσε πλήρως, παρά το γεγονός ότι θα προτιμούσα να τους δω νύχτα κι όχι απόγευμα. Το δίδυμο Sonja Kraushofer και Thomas Rainer να τα δίνει όλα και επί σκηνής, όλη η μπάντα μες στην ενέργεια, η Sonja να κάνει τα θεατρικά της. Και παρόλο που ακούστηκε σχεδόν όλο το νέο τους άλμπουμ, είχαμε την τιμή να ακούσουμε και παλιά κομμάτια σε νέα και πιο δυναμική εκδοχή, όπως το συγκινητικό “Bitterkeit”.
Συγκίνηση και παράπονο συνάμα. Κι έπειτα η μισή παρέα έμεινε στο Agra για να δει Combichrist για πολλοστή φορά, η αφεντιά μου όμως έφυγε και πήγε να βρει την άλλη μισή παρέα στο πανέμορφο Volkspalast για neofolk ακούσματα. Ο δρόμος ήταν αρκετός και θυμάμαι ότι άλλαξα 2 τραμ και μετά είχε αρκετό ποδαρόδρομο, αλλά ακολουθώντας το πλήθος τη βρίσκεις την άκρη. Όταν έφτασα έπαιζαν οι Of The Wand And The Moon, οι οποίοι ήδη είχαν παρατείνει το set τους (πράγμα που δεν συμβαίνει γενικά στα φεστιβάλ), λες και με περίμεναν. Ο φωτισμός του χώρου συνέβαλε πολύ στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας σχεδόν τελετουργικής, όπου δεν έπεφτε καρφίτσα, και η αρχιτεκτονική του χώρου επέτρεπε σε όλους να βλέπουν καλά. Έπειτα ήρθαν οι Rome, οι οποίοι, όσο με κερδίζουν στα άλμπουμ τους, τόσο στα live δεν μπορώ να τους παρακολουθήσω πάνω από μισή ώρα συνεχόμενη (βλ. και την κριτική για το δικό μας Absinthe Festival). Στη συνέχεια οι Fire + Ice, επιβλητικός ο ήχος τους, κι ένας τσελίστας λες και βγήκε από hard rock συγκρότημα, να ζει πραγματικά την ερμηνεία του. Ο τραγουδιστής, Ian Read, παρότι ερμήνευε ακίνητος κι ανέκφραστος, κέρδισε το κοινό του εξαρχής, κάνοντας στο τέλος μια εύστοχη παρατήρηση σχετικά με τον σκοταδισμό και τη στενομυαλιά του κόσμου.
Το υπόλοιπο της βραδιάς ανήκε σε ένα αμιγώς neofolk πάρτυ, που έλαβε χώρα στην ίδια αίθουσα, κι έπειτα για αλλαγή σε ένα new wave πάρτυ στην ακριβώς διπλανή αίθουσα. Ένα μπράβο στους DJs για τις playlists, που περιλάμβαναν όλες τις πιθανές παραγγελιές μας μαζί!
Μέρα 2η
Μέσα σ’ ένα πανέμορφο καταπράσινο πάρκο βρίσκεται η σκηνή Parkbuehne, στην οποία βρέθηκα για να παρακολουθήσω τους Eisbrecher. Γραφικότατη τοποθεσία, με μια μικρή λίμνη πιο δίπλα – κρίμα που ψιχάλιζε, η λάσπη δεν βοηθούσε καθόλου. Το συγκρότημα βγήκε για να ταράξει την ηρεμία παίζοντας όλο το νέο άλμπουμ αλλά και παλιές επιτυχίες, προτρέποντας και το κοινό να τραγουδήσει. Δεν έλειψαν ούτε τα πολιτικά σχόλια αλλά ούτε και το καυστικό χιούμορ του Alexx – πολιτικό σχόλιο ήταν και μόνο το ντύσιμό του, βέβαια – κάνοντας τη σύγκριση με τους Rammstein αναπόφευκτη.
Ακολουθούσαν οι Clan Of Xymox, αλλά έχοντας δει κι αυτούς 2 φορές, προτίμησα να κατευθυνθώ προς το Felsenkeller και τη batcave σκηνή, ενώ παράλληλα θα έχανα τους Otto Dix στο Moritzbastei (αυτό είναι το κακό του Treffen). Τη συνέχεια όμως δεν την περίμενα με τίποτα. Για κάποιο λόγο τα τραμ είχαν σταματήσει, περίμενα μαζί με άλλο κόσμο γύρω στα 40 λεπτά, ώσπου ήρθε ένας κυριούλης σε ένα φορτηγάκι για να μας ανακοινώσει ότι θα έρθει να μας παραλάβει ένα λεωφορείο για το κέντρο. Μετά βέβαια ήθελα άλλο ένα τραμ για το Felsenkeller, οπότε έφτασα αργά, χάνοντας τις Scary Bitches, οι οποίες – όπως φρόντισαν να μου πουν οι της εκεί παρέας για να ζηλέψω – έπαιξαν αφάνταστα καλά, όπως και οι Theatre Of Hate λίγο πριν. Κι άλλη απογοήτευση, λοιπόν, η συνέχεια όμως ανήκε στους θρυλικούς Specimen. Παραδέχομαι πως τους είχα παρεξηγήσει στο παρελθόν, πλέον όμως έχω αλλάξει γνώμη γι’ αυτούς και για τους Olli Wisdom και Jonny Slut, οι οποίοι ερμηνεύοντας ό,τι είχαν και δεν είχαν (δεν είχαν και πολλά, η αλήθεια είναι) και παρά την ηλικία τους κατάφεραν να ξεσηκώσουν όλη τη μάζα του κοινού και να μας κάνουν να χορεύουμε όλοι επιτόπου, στο στοιχείο μας. Ο διάκοσμος του χώρου και ο κόσμος μ’ έβαλε στο πνεύμα εξαρχής: Batcave πανό στη σκηνή, ένας τεράστιος πολυέλαιος στο κέντρο της αίθουσας, μοϊκάνες και δίχτυα και φωσφοριζέ μαλλιά παντού, μπύρα άφθονη και ήχος αρκετά καλός.
Στη συνέχεια, μετά από ατελείωτη αναμονή στη στάση του ολονύχτιου λεωφορείου – έκανε και ψύχρα – κι αφού ακούσαμε όλη τη δισκογραφία των Joy Division, Christian Death και Bauhaus από το φορητό κασετόφωνο (υπάρχουν ακόμα αυτά;!) των διπλανών Γάλλων, το λεωφορείο ήρθε με την αποστολή να χωρέσει 200 άτομα, έχοντας ήδη άλλους μέσα και να πάει έτσι μέχρι τον κεντρικό σταθμό! Επί 20 λεπτά αισθανόμουν σαν ψάρι σε κονσέρβα και προσπαθούσα να διασώσω τα άκρα μου από την πολτοποίηση. Τουλάχιστον οι επιβάτες γνώριζαν το Rexona, όχι σαν την Ελλάδα... Κι έπειτα ντου στο ολονύχτιο τραμ για το Agra, κι ας ήταν μακριά, επειδή δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω τους Current 93. Φτάνοντας συνειδητοποιώ πως το καρτοκινητό μου μ’ έχει εγκαταλείψει (roaming είπατε; ΟΚ...) κι έχω να βρω 6 άτομα διασκορπισμένα σε μια τεράστια αίθουσα, η οποία γέμιζε συνεχώς. Η ώρα ήταν περασμένες 1, ο David Tibet εμφανίστηκε και άρχισε να ξετυλίγει τη μυστήρια προσωπικότητά του με τα παρανοϊκά του ουρλιαχτά – πάντα ξυπόλητος στη σκηνή. Αφού είχα πάρει απόφαση ότι θα τον παρακολουθούσα μόνη μου, σιγά-σιγά με βρήκαν οι υπόλοιποι. Κρίμα που δεν επιτρέπονταν οι φωτογραφίες από μπροστά και οι προσπάθειές μου να τραβήξω έστω κι απ’ την πρώτη σειρά αποδείχθηκαν μάταιες λόγω του cameraman πάνω στη σκηνή, ο οποίος έμπαινε στη μέση. Oμολογώ πως αναγνώρισα μόνο 5-6 κομμάτια από τη setlist. Δεν τους αδικώ, με τόσο τεράστια και κομματιασμένη δισκογραφία δεν ξέρεις ποτέ τι να περιμένεις ν’ ακούσεις, και αυτή τη φορά επικεντρώθηκαν σε νεότερα κομμάτια, στα οποία δεν έχω δώσει την πρέπουσα σημασία. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε, μπορεί και μιάμιση, οπότε ξαναβγήκαν για encore και ακούσαμε το πολυαναμενόμενο “Oh Coal Blacksmith”. Ταπεινή μα αξιοπρεπέστατη η παρουσία του Tibet… Και η βραδιά έκλεισε με μια περιπλάνηση στο bar και το club του Agra.
Μέρα 3η
Η καθιερωμένη επίσκεψη στο Agra ήταν αυτή τη φορά πρώτη στο πρόγραμμα της Κυριακής, καθώς είχα να δω Frank The Baptist. Ακριβώς στην ώρα τους, με διάθεση για επικοινωνία με το κοινό, έπαιξαν δυναμικά ένα μισαωράκι. Μετά ο πολυτάλαντος Frank Vollmann, κύριος με τα όλα του με το ημίψηλο καπελάκι, άφησε την κιθάρα του και δεν παρέλειψε να καυτηριάσει τον ελάχιστο χρόνο που τους δινόταν για να παίξουν. Ο ίδιος βέβαια εμφανιζόταν κι άλλη στιγμή στο φεστιβάλ ως Telegram Frank, την προηγούμενη μέρα, και την ίδια ώρα με Section 25. Για να μην αναφέρω ότι οι Frank The Baptist ήταν την ίδια ώρα με Frozen Plasma. Αν ξέρει κανείς να διακτινίζεται, ας μου μάθει κι εμένα για την επόμενη φορά.
Κι έπειτα το δίλημμα: Να μείνω στο Agra για να δω Umbra Et Imago και τους πολυαγαπημένους QNTAL ή να πάω στην Parkbuehne για Icon Of Coil; Οι εξαντλημένες δυνάμεις μου με έσπρωξαν προς το πρώτο, τους Umbra δεν τους πρόλαβα βέβαια, αλλά βρέθηκα εγκαίρως στο Παγανιστικό Χωριό, λίγο πιο πέρα από το camping του Agra, για να δω τους QNTAL. Σίγουρα αξίζει κανείς να δει τον χώρο αυτό ημέρα και όχι νύχτα και φυσικά χωρίς βροχή. Βέβαια και το βράδυ έχει τη γοητεία του, είδαμε κόσμο να κάθεται γύρω από φωτιές και να κάνει πικνίκ, επισκεφτήκαμε κάποιους πάγκους της εκεί αγοράς και παρακολουθήσαμε για λίγο ένα μεσαιωνικό σχήμα που έπαιζε σε μια μικρή και αφώτιστη σκηνή, όπου μετά μου φάνηκε παράξενο να παίζουν και οι QNTAL. Μετά από λίγη αναμονή άκουσα το πρώτο κομμάτι τους από κάπου πιο δίπλα, οπότε βεβαιώθηκα και πάλι ότι είχαμε κάνει λάθος. Τρέξαμε δίπλα, βρήκαμε τη μεγάλη σκηνή, αλλά είχε τόσο κόσμο και τόση λάσπη τριγύρω ώστε δεν έβλεπες τίποτα και δεν μπορούσες ούτε να παρακολουθήσεις. Κρίμα γιατί το συγκρότημα έπαιζε τέλεια και πάνω απ’ όλα βρισκόταν στον φυσικό του χώρο σύμφωνα με τη μουσική του. Από την άλλη, ήταν το μόνο συγκρότημα του φετινού Treffen το οποίο εμφανιζόταν 2 φορές, οπότε αποφάσισα να τους δω κανονικά την επομένη, που θα έπαιζαν σε θέατρο.
Το midnight special του Agra για αυτή τη βραδιά δεν ήταν άλλο από τον κύριο Peter Murphy, τον κύριο στον οποίο χρωστάει τόσο πολλά η μουσική σκηνή γενικότερα (το να αναφέρω είδη είναι περιττό) εδώ και τρεις δεκαετίες. Όλη η παρέα ανεξαιρέτως προτιμήσεων μαζεύτηκε για πρώτη φορά σε ένα σημείο προκειμένου να τον δει. Τι να πρωτοπώ; Για την αρσενική ντίβα που εμφανίστηκε κλέβοντας την παράσταση με το δερμάτινο μπουφάν και το φούξια φουλάρι, ερμηνεύοντας κομμάτια όχι μόνο δικά του αλλά και από Bauhaus?! Περίμενε κανείς να ακούσει το “A Strange Kind Of Love” να γίνεται “Bela Lugosi’s Dead”; Περίμενε κανείς ακουστική εκτέλεση του “Hurt” των Nine Inch Nails; Ή μήπως το “She’s In Parties”; Μπορεί ο Murphy να έχει χάσει κάποια μαλλιά και να έχει κερδίσει κάποια κιλά, παραμένει όμως showman. Επέστρεψε για encore με ένα μαύρο κασκόλ από πούπουλα, μαύρο καπέλο κι ένα τσιγάρο στο χέρι, κάνοντας φιγούρες και τραγουδώντας David Bowie. Και κάπου εκεί, που τον είχαμε όλοι αποθεώσει, άφησε τη σκηνή. Τι να σου κάνουν μετά τα industrial DJ sets στο κλαμπάκι πιο δίπλα μετά απ’ αυτό, πέρα απ’ το να προκαλέσουν διάθεση για χορό, καθώς το φεστιβάλ ερχόταν σύντομα σε πέρας...
Μέρα 4η
Το πρόγραμμά μου για την τελευταία μέρα ήθελα ν’ αρχίσει με Inkubus Sukkubus στην Parkbuehne, αντ’ αυτού παρακοιμήθηκα και κατευθύνθηκα μετά προς το Agra για μια βόλτα στο Παγανιστικό Χωριό. Μετάνιωσα που δεν είχα πάει νωρίτερα, καθώς το μέρος είναι απίστευτα όμορφο την ημέρα. Ένα συγκρότημα νεοκλασικής μουσικής έπαιζε στη μεγάλη σκηνή χωρίς να αναφέρεται στο πρόγραμμα (ή εγώ έχασα κάτι), πιο πέρα κάποιοι εξασκούνταν στη σκοποβολή και κάποιοι άλλοι στη μεταλλουργία, ενώ άλλοι ψώνιζαν ή δοκίμαζαν τις διάφορες παραδοσιακές νοστιμιές και τα κρασιά από εσπεριδοειδή. Στο παζάρι έβρισκες οτιδήποτε, από διακοσμητικά και κοσμήματα μέχρι ελιξίρια νεότητας και παραδοσιακές πένες και μελάνια. Τα μεσαιωνικά κοστούμια έκλεβαν την παράσταση...
Η ώρα είχε έρθει για να πάω στο Werk II για μία δόση deathrock και horror punk. Έπαιζαν οι Shadow Reichenstein και αμέσως μετά oι Calabrese. Τους πρώτους ήθελα οπωσδήποτε να τους δω και ευτυχώς έφτασα στην ώρα μου. Νέοι και γεμάτοι ενέργεια, δεν υπήρχε περίπτωση να μη σε κάνουν να κουνηθείς στο ρυθμό. Ο ήχος μού φάνηκε κάπως καλύτερος από την πρώτη μέρα. Ακούσαμε και μια αρκετά επιτυχημένη διασκευή του κλασικού “Romeo’s Distress” των Christian Death. Έπειτα άκουσα λίγο τους Calabrese, οι οποίοι δεν μου κάνουν κάποια ιδιαίτερη αίσθηση, σχεδόν μαλλιοτραβήχτηκα με την κοπελιά στο merchandise, επειδή για κάποιον ανεξιχνίαστο λόγο αρνιόταν να μου πουλήσει CD των Shadow Reichenstein, παρόλο που ήταν διαθέσιμα, και κάπου εκεί άφησα το Werk II, γνωρίζοντας ότι εκείνη την ώρα χάνω τους UK Decay, και κατευθύνθηκα προς το Schauspielhaus (Θέατρο) της Λειψίας για να δω φυσιολογικά και αξιοπρεπώς τους QNTAL. Δεν ήξερες, δεν ρώταγες; Σκηνικό τύπου Ελλάδας για άλλη μια φορά στη Γερμανία (και δεν τους το ’χα). Μια ουρά από δω μέχρι την Καραϊβική αυτή τη φορά, η οποία ξεκινούσε έξω από το Θέατρο και τελείωνε στον πάνω όροφο, και έβρεχε κιόλας. Να ‘ταν μόνο αυτό... Η παράσταση ήταν να ξεκινήσει στις 21:45 και άρχισε στις 23:30... Και τόση ώρα ο μισός κόσμος ήταν έξω στη βροχή και δεν τους άφηναν να χωθούν κάτω απ’ το υπόστεγο. Ασχολίαστο.
Η Syrah των QNTAL ζήτησε βέβαια συγγνώμη για την ταλαιπωρία και ήταν τόσο ευγενική και γαλήνια που δεν μπορούσε να μη μας αποκαταστήσει τη διάθεση αμέσως. Από τη μία το μεσαιωνικό της μουσικής τους τούς κάνει να ταιριάζουν περισσότερο στο Παγανιστικό Χωριό, από την άλλη όμως έχουν κάτι το κλασάτο και αριστοκρατικό, πράγμα που τελικά αποδεικνύει πως το Schauspielhaus είναι ακόμα καταλληλότερος χώρος γι’ αυτούς. Με θέα από τον εξώστη φαίνονταν και ακούγονταν όλα τέλεια. Το σχεδόν δίωρο live μάς αποζημίωσε όλους αφήνοντάς μας να τραγουδάμε “Ad Mortem Festinamus”. Έπειτα ακολούθησε meet & greet στο υπόγειο, στο οποίο μας προσκάλεσε η ίδια η Syrah. Με λίγο παραπάνω ποτό – βασικά με μια μπύρα στο χέρι – μπόρεσε ν’ ανοίξει κουβέντες για μουσική, ταξίδια, ξένες γλώσσες και πολλά άλλα.
Κι έπειτα, μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τα clubs Villa, Dark Flower, Moritzbastei και την Absintherie Sixtina, ήρθε σε πέρας και το τελευταίο βράδυ του Treffen. Καλή αντάμωση και του χρόνου, και αυτή τη φορά να χάσουμε λιγότερα συγκροτήματα...