Το να έρθουν (επιτέλους) οι Nine Inch Nails και οι Jane’s Addiction στην Ελλάδα αποτελούσε εκπλήρωση εφηβικού ονείρου για μεγάλη μερίδα του κοινού, τουλάχιστον για τους περισσότερους από όσους έσπευσαν να δώσουν το παρών στο Θέατρο Βράχων. Η λαχτάρα ήταν επομένως απερίγραπτη και οι προσδοκίες υψηλές, κανείς όμως δεν έμεινε παραπονεμένος μετά το τέλος της κοινής τους εμφάνισης. Γιατί το ηδονιστικό rock attitude του Perry Farrell, η «βιομηχανική» ιδιοφυία του Trent Reznor και ο ήχος-υπόδειγμα για τα εγχώρια δεδομένα, έστειλαν αυτό το live στις ψηλότερες θέσεις των φετινών συναυλιακών events. Η Ροζίνα Αράπη και ο Κωνσταντίνος Α. Πετρόπουλος βρέθηκαν στο Θέατρο Βράχων και καταγράφουν τις εντυπώσεις τους για το Avopolis…

Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου

Alec Empire

Κάπως χλιαρή η αρχή της βραδιάς. Δεν ήταν καν 8 όταν ο Alec Empire ανέβηκε μόνος του στη σκηνή και στάθηκε μπροστά στην κονσόλα και στα μηχανήματά του. Ψυχρός, με μαύρα γυαλιά και χωρίς όρεξη για διαλόγους με το κοινό, παρουσίασε ένα αποκλειστικά ορχηστρικό σετ, φλερτάροντας με μια ευρεία γκάμα ήχου – από την ambient μέχρι το noise. Μας πήρε τα αυτιά δηλαδή, αλλά με τον ήλιο να καίει ακόμα και με τον κόσμο να είναι λιγοστός και μουδιασμένος δεν ήταν μάλλον η καλύτερη χρονική στιγμή για κάτι τέτοιο.

Ροζίνα Αράπη

Jane’s Addiction

Λίγο μετά τις 8:30 – αρκετά νωρίς θεωρώ για ένα τόσο σημαντικό συγκρότημα – και με μερίδα του κόσμου να τρέχει να προλάβει, οι Jane’s Addiction βρίσκονται επιτέλους στη σκηνή, πανέτοιμοι για το απόλυτο rock ‘n’ roll πάρτυ. Ο Dave, ο Perry, ο Stephen και ο Eric βρέθηκαν ξανά μαζί και το αθηναϊκό κοινό φρόντισε να μη χάσει αυτό το σπουδαίο ραντεβού. Προσωπικά τέτοιο πράγμα είχα πολλά χρόνια να ζήσω – μετά από κάθε μέτριο live τελευταία παρακαλούσα το επόμενο να είναι ικανό να με συγκινήσει και να με προκαλέσει να το φέρνω στη μνήμη μου μετά από καιρό. Και οι Jane’s Addiction τα κατάφεραν. Με ένα σφιχτό και δυνατό σετ, για περισσότερο από μία ώρα μας έδειξαν πώς είναι το αληθινό, βρώμικο και ειλικρινές rock ‘n’ roll. Ο Perry αεικίνητος, εκκεντρικός και σε τρελά κέφια, ο Dave υπέρ-cool με ένα ήχο στην κιθάρα που σε μαγνήτιζε κι ο Eric, ακολουθώντας το υπόγειο groove των μπασογραμμών του, συναντούσε τα ξέφρενα drums του Stephen. Ο ένας κοιτούσε τον άλλο και χαμογελούσε, κι εμείς χαμογελούσαμε περισσότερο. Πώς αλλιώς παρά με ενθουσιασμό να αντιδράσει κανείς στο άκουσμα τραγουδιών όπως τα “Mountain Song”, “Stop”, “Been Caught Stealing” και “Ted, Just Admit It…”; Για το τέλος έρχονται όλοι μπροστά στη σκηνή και παίζουν unplugged το “Jane Says”, με τον Perry γίνεται ένα με το κοινό. Έχοντας πέσει οι υποσχέσεις πως θα ξαναρθούν (το ελπίζω), οι Jane’s Addiction αφήνουν τη σκηνή κι εγώ αναρωτιέμαι τι στο διάολο ήταν αυτό που έζησα. Ένας φίλος στο τηλέφωνο λίγο αργότερα με ρώτησε αν το «έχουν» ακόμη. Λοιπόν, δεν μπορώ να φανταστώ αυτή τη στιγμή κάποιους που το «έχουν» καλύτερα…Κωνσταντίνος Α. Πετρόπουλος

Nine Inch Nails

Η ώρα ήταν πια περίπου 10 και η αγωνία είχε κορυφωθεί. Ο εξοπλισμός με τα φώτα και τους προβολείς στηνόταν σιγά-σιγά, δημιουργώντας ένα φουτουριστικό, ψυχρό σκηνικό. Σε λίγο καπνοί έκαναν την εμφάνιση τους, και ο κιθαρίστας Robin Finck εμφανίστηκε στη σκηνή, για να τον ακολουθήσουν ο Ilan Rubin στα drums και ο Justin Meldal-Jonsen στο μπάσο. Και κατόπιν ο Trent Reznor βγαίνει από το πουθενά, αρπάζει το μικρόφωνο και το χάος ξεκινά.

Οι πρώτες νότες του “Home”, έφεραν και τις πρώτες ανατριχίλες. Μόνο για να έρθει μετά το “Terrible Lie” για να κάνει αφενός όλο το θέατρο να χοροπηδάει πάνω-κάτω και αφετέρου τον Reznor με τους υπόλοιπους να τα σπάνε πάνω στη σκηνή, με κινήσεις που θα χαρακτήριζα χορογραφημένες μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ο ήχος δε ήταν κρυστάλλινος – μακράν από τους καλύτερους που έχουμε ακούσει σε ελληνική συναυλία τα τελευταία χρόνια. Ο φωτισμός επίσης φοβερός: λιτός μα τόσο πλούσιος, δημιουργούσε ένα απίστευτο αίσθημα συνδυαζόμενος με τους καπνούς. Κρίμα βέβαια που η σκηνή του Θεάτρου ήταν μικρή και το αποτέλεσμα έχανε αρκετά. Σε μεγαλύτερη σκηνή θα ήταν κάτι το εντυπωσιακό. Ο Reznor αποδείχθηκε πάντως ένας άνθρωπος-ορχήστρα, ξεδιπλώνοντας το πολύπλευρο ταλέντο του για περίπου δύο ώρες. Πότε με βίαια, industrial rock ξεσπάσματα, όπως το “March Of The Pigs”, το “Burn” (από το soundtrack από το Natural Born Killers), τo “Wish” και το “Gave Up” και πότε με πιο υποτονικά σημεία, όπως το “La Mer”, το “Fragile” και το “Becoming”. Στα highlights και η διασκευή στο “I’m Afraid Of Americans” του David Bowie.

Σε αντίθεση με τον φαφλατά Farrell που προηγήθηκε, η παρέα του Reznor κράτησε τις αποστάσεις της από το κοινό. Πέρα από τα ευχαριστώ και το πόσο χαιρόταν που επιτέλους βρίσκεται στη χώρα μας, ο ηγέτης των Nine Inch Nails παρέμεινε ψυχρός και αποστασιοποιημένος. Σε κάποια στιγμή προς το κλείσιμο οι τόνοι είχαν πέσει υπερβολικά, καθώς η μπάντα εστίασε σε ένα σετ πιο «ταξιδιάρικο», για χάρη του οποίου απόφυγε να παίξει τραγούδια όπως το “Closer” ή το “Starfuckers Inc.” – προς μεγάλη βέβαια ικανοποίηση των πιο σκληροπυρηνικών fans. Αλλά ήταν τότε ακριβώς που ήρθε το “Head Like A Hole” και το “Hand That Feeds”, κάνοντάς μας να ουρλιάξουμε ξανά. Το δε τέλος του live ήταν μάλλον το καλύτερο δυνατό. “Hurt” λοιπόν, με τον Reznor να έχει αγκαλιάσει το μικρόφωνο, και όλο το Θέατρο Βράχων να τραγουδάει μαζί του, κάποιοι με δάκρυα στα μάτια. Τα φώτα άναψαν και η εμφάνιση των Nine Inch Nails πέρασε στην εγχώρια συναυλιακή ιστορία.

Ροζίνα Αράπη

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured