Φωτογραφίες: Olga K.
Μία αντί δύο μεταλλικών ημερών τελικά για το φετινό Rockwave, με κάμποσους οπαδούς των Motley Crue απογοητευμένους, να αναρωτιούνται γιατί ένα μεγάλο και επιτυχημένο ελληνικό φεστιβάλ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει καιρικά φαινόμενα που για την υπόλοιπη Ευρώπη μάλλον υπόθεση ρουτίνας αποτελούν. Η τέταρτη πάντως μέρα του Rockwave 2009 διεξήχθη με μεγάλη επιτυχία, με το Terra Vibe να γεμίζει ξανά κόσμο και με το θέαμα να αφήνει πολλούς αποζημιωμένους. Ροζίνα Αράπη, Άγγελος Γεωργιόπουλος, Νίκος Σβέρκος και Χάρης Συμβουλίδης καταγράφουν τα metal τεκταινόμενα...
Kylesa
Η τελευταία μέρα του Rockwave ξεκίνησε με συγκρατημένη αισιοδοξία, ότι όλα θα πήγαιναν επιτέλους καλά – όπως και πήγαν. Τους Torche δεν τους προλάβαμε λόγω δουλειάς: φτάσαμε στο Terra Vibe ενώ ήδη οι Kylesa βρίσκονταν στη σκηνή (ευτυχώς είχαν μόλις ανέβει). Αν και μπάντα δίχως ιδιαίτερο κοινό μέχρι πρόσφατα, μετά τη τελευταία τους κυκλοφορία Static Tensions έχουν αρχίσει να αποκτούν φανατικούς φίλους (και στη χώρα μας). Τα πρώτα mosh pits είχαν αρχίσει να σχηματίζονται, ενώ οι τύποι από τη Georgia έδειξαν από νωρίς ότι ήρθαν στην Αθήνα για να γκαζώσουν – και το έκαναν, σε επιλογές από την τελευταία τους δουλειά όπως το “Scapegoat”, το θεϊκό “Unknown Awareness” ή το “Running Red”, μεταξύ άλλων. Η Laura Pleasants ήταν απλά όλα τα λεφτά, ένιωθες πως «ξέρναγε» τους στίχους στο μικρόφωνο, ενώ δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Στα συν και οι δύο drummers, οι οποίοι ήταν άψογα συγχρονισμένοι μεταξύ τους. Η ενέργεια και η αδρεναλίνη που προσέφεραν οι Kylesa, παρά κάποια προβλήματα στον ήχο τους και παρά τον ήλιο πάνω από τα κεφάλια όλων, αποτέλεσε ιδανικό «ζέσταμα» για την έλευση των Down στην κεντρική σκηνή.
Ροζίνα Αράπη
Lita Ford
Το να δένεσαι με μια εποχή και με ένα συγκεκριμένο είδος «σκληρής» μουσικής είναι επικίνδυνο: γιατί είτε ως σύμβολο θα καταχωρηθείς, είτε ως απομεινάρι. Και φοβάμαι ότι η Lita Ford – στα 50 της πλέον και δίχως νέο δίσκο εδώ και 14 χρόνια – αυτοτοποθετήθηκε στη δεύτερη κατηγορία με την εμφάνισή της στο Rockwave. Παρότι δηλαδή μπήκε χαμογελαστή και παρότι έδειξε να απολαμβάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αθήνα (έστω και υπό τον ζεστό απογευματινό ήλιο), η Ford έδωσε ένα live στημένο, από εκείνα που στα 1980s ονομάζαμε «ποζεράδικα». Τυποποιημένες κινήσεις δυναμισμού, σολαρίσματα φαντεζί, στήσιμο επιτηδευμένα «ζόρικο» και χορογραφημένα «rock», έδωσαν μια καλή εικόνα εκείνου του είδους μουσικής που, μάλλον δίκαια, ονομάστηκε κοροϊδευτικά ως «metal του κομμωτηρίου». Είπε όλες τις μεγάλες της επιτυχίες η Lita Ford – και το “Close My Eyes Forever”, και το “Hungry” και το “Back To The Cave” – απέτυχε όμως παταγωδώς να πείσει για την ανάγκη να τα ξαναθυμηθούν οι παλιότεροι και να τα μάθουν οι νεότεροι. Υπήρχαν βέβαια και λιγοστοί fans της, οι οποίοι της έφτιαξαν μια μικρή εξέδρα στο Vibe Stage. Στα μάτια τα δικά τους μάλλον ξανάζησε μια χαμένη εφηβεία, στα μάτια όμως τα δικά μου ξανάζησε μια εποχή όταν το hard rock έγινε της μόδας και γέμισε ο τόπος από άτομα τα οποία έπαιζαν με την εμφάνιση και με το attitude, απλά και μόνο για να τα κονομήσουν. Παιδί εκείνης της εποχής και εκείνης της βιομηχανίας είναι και η Lita Ford – και ετοιμάζει λέει και νέο δίσκο. Αλίμονο, γιατί το μοναδικό νέο τραγούδι που μας είπε είναι ίσως ό,τι χειρότερο έχω ακούσει την τελευταία πενταετία...
Χάρης Συμβουλίδης
Down
Αρκετά πριν βραδιάσει την κεντρική σκηνή του Terra Vibe κατέκτησαν οι Down. Το ρήμα «κατέκτησε» δεν είναι απλά ένα μέσο εντυπωσιασμού, αλλά η πραγματικότητα. Πώς αλλιώς μπορείς να παρομοιάσεις την εικόνα των πληθωρικών μαινόμενων μελών τους να χτυπιούνται, να πηδάνε πάνω-κάτω, και να τρέχουν πέρα-δώθε, ανεξαρτήτως ηλικίας και σωματικής διάπλασης; Και όλα αυτά με αρχιερέα τον εορτάζοντα Phil Anselmo, ο οποίος ξεσπούσε στο μικρόφωνο με βρυχηθμούς. Οι ασήκωτες κιθάρες (από τον επίσης ασήκωτο Jimmy Bower) και το μπάσο ξεσπούσαν σε κομμάτια όπως τα “The Path”, “Lifer” και “N.O.D”. Ήταν όμως και όλη η βαριά παρακαταθήκη των Pantera, ιδωμένη μέσα από το πνεύμα της Νέας Ορλεάνης, που στοίχειωνε την ατμόσφαιρα και έκανε και τον τελευταίο να πιστέψει ότι οι άλλοτε πρωταγωνιστές του σκληρού ήχου αξίζουν τον σεβασμό – είτε λόγω της μουσικής καθεαυτής, είτε λόγω στυλ. Ο κόσμος, εκστασιασμένος, προσπαθούσε να ακολουθήσει τους τρελούς ρυθμούς επί σκηνής, ενώ απέτισε υπέρτατο φόρο τιμής στο riff του “Ghosts Along The Mississippi” και προσκύνησε στο “Stone The Crow”. Αν κάποιος τελείως άσχετος έφτανε μόνο στο τέλος του σετ θα απολάμβανε ένα από τα καλύτερα συναυλιακά γεγονότα. Στην σκηνή ανέβηκαν επίσης οι ενθουσιασμένοι Brent Hinds, Brann Dailor και μια roadie και, κατά το κοινώς λεγόμενο, τα «έσπασαν» όλοι μαζί στo μίγμα του “Bury Me In Smoke” με το “On March The Saints”. Χρειάζεται κάτι παραπάνω για να πεισθεί κανείς ότι ήταν τεράστια εμφάνιση;
Νίκος Σβέρκος
Saxon
Σε αντίθεση με τη Lita Ford, την οποία διαδέχτηκαν στο Vibe Stage, οι Saxon ήταν οι σημαίνοντες βετεράνοι του παρελθόντος, που ξέρουν και μπορούν να σταθούν αξιοπρεπέστατα και στο παρόν. Αν και δεν μου άρεσε ο νέος τους δίσκος, με το που άκουσα τις εισαγωγικές νότες του “Battalions Of Steel” όρμησα προς τις πρώτες σειρές: οσμίστηκα την όρεξη και τα αποθέματα ενέργειας των Βρετανών – και δεν έπεσα έξω. Για μία ώρα οι Saxon στάθηκαν περίφημα, είτε τα καινούργια τους τραγούδια έλεγαν, είτε τα περασμένα μεγαλεία θυμόντουσαν, ανατρέχοντας σε μεταλλικούς δίσκους-ορόσημα όπως το Denim And Leather και το Strong Arm Of The Law. Ιδιαίτερα ορεξάτος ο Biff Byford και κομψός στη μαύρη του περιβολή, η οποία τόνιζε το μακρύ ξανθό του μαλλί, έπαιζε διαρκώς με το κοινό, δείχνοντας να αντλεί ακόμα περισσότερη ενέργεια από τον ενθουσιασμό με τον οποίον ανταποκρίνονταν στα καλέσματά του. Το πέρασμα του χρόνου έχει αφήσει βέβαια ευκρινή τα σημάδια του – η εκτέλεση στο “Crusader” ήταν λίγο απογοητευτική – σε πείσμα του όμως οι Saxon παραμένουν μια μπάντα η οποία και το ρεπερτόριο διαθέτει ώστε να υποστηρίξει μια ζωντανή εμφάνιση, μα κυρίως και την απαραίτητη εκείνη «ροκιά» για να πείσει πως, ναι, ακόμα το εννοεί και ότι το μακρύ μαλλί δεν βρίσκεται εκεί μονάχα για τη μόστρα.
Χάρης Συμβουλίδης
Mastodon
Το riff του “Oblivion” ήταν αρκετό για να γίνουν αντιληπτά τα εξής. Πρώτον, μπροστά μας βρισκόταν μια από τις καλύτερες μπάντες του σκληρού ήχου, με έναν από τους καλύτερους δίσκους φέτος. Εδώ δεν χωρά αμφιβολία, απλά πρέπει όσοι διαφωνούν να ανοίξουν λίγο τα αυτιά τους και το μυαλό τους πέρα από μονότονες φόρμες. Δεύτερον, όλη τους η πορεία και οι δημιουργίες, παρά τις μορφολογικές διαφοροποιήσεις, αποδίδονται με εξαιρετική πιστότητα επί σκηνής – όχι όμως προσανατολισμένη σε μια ξερή τεχνική απόδοση των κομματιών, αλλά μέσα από τις εκπληκτικές ερμηνευτικές δυνατότητες των μελών. Τρίτον, αποδείχτηκε ότι είναι δυνατόν τέσσερις μόνο μουσικοί να φτιάξουν ένα μαγικό σκηνικό, μια αφήγηση χωρίς απαραίτητα τελικό στόχο, αλλά με πανέμορφους σταθμούς και σκηνές.
Υπάρχουν πολλές μπάντες σήμερα που μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο; Δια της εις την άτοπον απαγωγής αποκλείονται άμεσα όσοι κάνουν μόνο «μπάπα-μπούπα» ή αναλώνονται σε έναν ανέξοδο σκοτεινό λυρισμό, ο οποίος συχνά καταλήγει αστείος. Αν και υπήρχαν προβλήματα ήχου και μερικές φορές χάνονταν οι κιθάρες ή τα φωνητικά, όλα τα κομμάτια ήταν απλά τρομερά, χωρίς να είναι δυνατόν μια σταχυολόγηση για το καλύτερο της βραδιάς. Και για να γίνουμε ξεκάθαροι, όσοι δεν βρεθήκατε στο Terra Vibe χάσατε τα “Quintessence”, “The Czar”, “Bladecatcher”, “Colony Of Birchmen”, “The Wolf Is Loose”, “Crystal Skull”, “Megalodon”, “Blood And Thunder”, “Crack The Skye”, “Iron Tusk” και “March Οf Τhe Fire Ants”. Μην το ξανακάνετε...
Νίκος Σβέρκος
Slipknot
Δέκα λεπτά μετά τις 22:00, και ενώ το πλήθος ανυπομονούσε, οι Slipknot ανέβηκαν στο Terra Stage για να κλείσουν με το εκκωφαντικό, από όλες τις απόψεις, σόου τους το φετινό ταλαιπωρημένο Rockwave. Η «τενεκεδούπολή» τους είχε εδώ και ώρα στηθεί, περιμένοντας τους εννέα μανιακούς μασκοφόρους να δώσουν ζωή σε κάθε είδος κρουστού που κοσμούσε τη σκηνή – με το ολόχρυσο drum kit του Joey Jordison να ξεχωρίζει όντας εντυπωσιακότατο… Ο Corey Taylor αποδείχτηκε μέγιστος δημαγωγός, πολύ επικοινωνιακός και φιλικός με το κοινό του στο οποίο και απευθυνόταν πολύ συχνά με χαρακτηρισμούς όπως «friends» και «family». Το δώρο δε που επιφύλασσε στους χιλιάδες φίλους του ήταν ένα βίαιο υπερθέαμα, αποτελούμενο από παρελάσεις τυμπάνων, οργισμένα φωνητικά, απανωτούς απάνθρωπους κιθαρισμούς και έντονη σκηνική παρουσία από όλο το…cast του group. Ειδικά η περιστρεφόμενη πλατφόρμα στα δεξιά της σκηνής προσέδιδε αρκετή θεατρικότητα, παρά τη μικρή ουσιαστική της αξία. Πραγματικά το live των Slipknot προσεγγίζει, με κινηματογραφικούς όρους, το απόλυτο αμερικάνικο blockbuster – γεμάτο πρωτόγονη ορμή, ανελέητη δράση σε μορφή headbanging, οπτικά εφέ τα οποία ζάλιζαν το μάτι και ήχο αντάξιο ενός i-max! Θα ήταν πολύ εύκολο ο αχταρμάς ήχων που αποτελούν τη μουσική των Slipknot να μεταφραστεί σε βαβούρα μέσα από τα ηχεία, αλλά κάτι τέτοιο ευτυχώς δεν έγινε. Highlight της βραδιάς υπήρξε το “Duality” με το ρεφραίν να τραγουδιέται από όλη την αρένα, η οποία είχε από ώρα μετατραπεί σε ένα ατελείωτο mosh pit. Δυστυχώς το όλο «πανηγύρι» κράτησε μόνο μία ώρα λόγω των συνήθων χρονικών περιορισμών του Rockwave, αφήνοντας έτσι πολύ κόσμο ανικανοποίητο. Αλλά και πόση ώρα να αντέξεις τόση συσσωρευμένη ένταση; Το ανελέητο γρονθοκόπημα έλαβε έτσι τέλος και ο…μακρύς δρόμος του γυρισμού μόλις ξεκινούσε!
Άγγελος Γεωργιόπουλος