Φωτογραφίες: Δάφνη Ανέστη
Η είδηση πως o Antony θα επισκεφτεί και πάλι τα μέρη μας – αυτή τη φορά σε ένα χώρο σαν το θέατρο Badminton με πολύ υψηλά ηχητικά standards, συνοδευόμενος από πολυμελή ορχήστρα – ήταν αρκετή για να ξεσηκώσει το φιλόμουσο κοινό της Αθήνας, το οποίο και δήλωσε την αμέριστη υποστήριξή του το βράδυ της Δευτέρας 29 Ιουνίου. Γενιές ολόκληρες, από τη νεαρά μέχρι τη γηραιά «εναλλακτική κοινότητα» αλλά και την ευρύτερη καλλιτεχνική και μουσικοσχετίστικη Αθήνα, παρέλασαν κατακλύζοντας από νωρίς τον χώρο του θεάτρου: για να αποδώσουν φόρο τιμής με την παρουσία τους όχι απλά σε μια συναυλία αλλά σε ένα «πολιτιστικό» γεγονός, όπως αυτή εξελισσόταν.
Η όλη ατμόσφαιρα στο Badminton απέπνεε μια αίσθηση «γκλαμουριάς» - με την ηχογραφημένη φωνή του Αλέξη Κωστάλα να ειδοποιεί ανά τρίλεπτο την έναρξη της παράστασης (και όχι συναυλίας) και την παράκληση για τους παρευρισκόμενους να αναζητήσουν τη θέση τους. Και όταν τα φώτα έσβησαν στις 9:45 μμ, η εμφάνιση του Antony επιβεβαίωσε στο μέγιστο την αίσθηση αυτή. Ντυμένος με κάτι σαν «νυχτικιά», να φαντάζει στο ημίφως των προβολέων σαν αδύνατη Montserrat Caballe ή σαν χοντρή Lisa Minelli (αν προτιμάτε) προέβαλε την ομολογουμένως απίστευτη φωνή του, τραγουδώντας τις πρώτες νότες του “Mysteries Of Love” – αφιερωμένο στην Julee Cruise και στην εκτέλεσή της στην ταινία Blue Velvet. Η ορχήστρα της ΕΡΤ γέμισε εντωμεταξύ τον χώρο της σκηνής πίσω από τον Antony με κάθε λογής όργανο. Έγχορδα, πλήρες σετ με βιολιά, τσέλα μέχρι και άρπα, πνευστά, κρουστά και φυσικά πιάνο, αλλά χωρίς τον μέγιστο Ανδρέα Πυλαρινό στη διεύθυνση (θα τον αναγνώριζα από το μαλλί).
Η όλη παράσταση, στημένη κατά το πλείστον πάνω στο τελευταίο άλμπουμ του Antony, Crying Light, κύλησε σε αργό, ορχηστρικό τέμπο, με τα έγχορδα ή τα πνευστά (σε κάποιες περιπτώσεις) να κρατάνε έναν βασικό ρυθμό, αφήνοντας το πιάνο να διαμορφώνει τη βασική μελωδία ενώ η φωνή του Antony ανεβοκατέβαινε τις οκτάβες δημιουργώντας ρίγη και συναίσθημα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το “Kiss My Name” και το “Rapture”, όπου η πραγματικά πολύχρωμη σύνθεση ήχων της ορχήστρας άφησε το πεδίο ελεύθερο σε μια ερμηνεία των κομματιών που ξεπερνούσε την απλή μουσική τους διάσταση και οδηγούσε σε μια περισσότερο θεατρική αναπαράσταση.
Μνημονεύοντας τη συνεργασία του με τον Nico Huhly – συνυπεύθυνος για το εγχείρημα των εμφανίσεων με ορχήστρες σε διαφορετικές πόλεις (σε πολλές από αυτές αναλαμβάνει μάλιστα ο ίδιος τη διεύθυνση) – ο Antony αποκάλυψε κι ένα νέο κομμάτι με τίτλο “Salt, Silver, Oxygen” ενώ highlight της βραδιάς ήταν νομίζω η «σοβαρότατη» - με τη σιγουριά του «μπορώ να τραγουδήσω τα πάντα» - διασκευή στο “Crazy In Love” της Beyonce, το οποίο τόνισε ακόμα περισσότερο τα γκλάμουρ στοιχεία της βραδιάς. Αντιθέτως, η νέα jazzy εκτέλεση του “Cripple And The Starfish” μάλλον ξένισε, ενώ η απουσία πολλών (καλών και αγαπημένων) τραγουδιών από το μακράν κορυφαίο I Am A Bird Now –συμπεριλαμβανομένου του “Hope There Is Someone” θα στοίχισε σε όσους έβλεπαν για πρώτη φορά τους Antony & The Johnsons.
Γενικά, η εμφάνιση του Antony στο Badminton λίγο δύσκολα αντιμετωπίζεται ως «συναυλιακό γεγονός», «παράσταση», «εμπειρία» ή «πολιτιστική κατάθεση», όπως μάλλον επιβάλλεται να πιστώνεται στο προφίλ του θέλω-να-είμαι-μέσα-στα-πράγματα Αθηναίου. Επειδή όμως (και ευτυχώς) παραστάσεις από το τι εστί μια συναυλία Antony & The Johnsons στη χώρα είχαμε και πριν το βράδυ τις 29ης Ιουνίου, η δεύτερη εμφάνιση σε καθαρά μουσικά κριτήρια βγαίνει λίγο λειψή. Δεν είναι φυσικά η χρονική διάρκεια, ούτε τόσο η επιλογή των κομματιών, αλλά το όλο concept, που τοποθετούσε την όλη εμφάνιση σε άλλη λογική και άλλη διάσταση. Μπορεί η φανταχτερή ορχήστρα να έδωσε βήμα στη φωνή του Antony να ξεδιπλωθεί αλλά ταυτόχρονα αφαίρεσε και από τη δυναμική των κομματιών μια αναμενόμενη κορύφωση, την οποία δεν είδαμε ποτέ. Το πιάνο περιορίστηκε μόνο στα απαραίτητα και σε καμιά περίπτωση δεν ανέδειξε τον ήχο του ενώ τα έγχορδα και τα πνευστά παρέμειναν σε έναν επίπεδο – και μονότονο, από ένα σημείο και μετά – ρυθμό, ακολουθώντας ελάχιστα τις κλιμακώσεις των φωνητικών. Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται υπερβολικά για κάποιον που έμεινε προσηλωμένος στη θεατρικότητα της παράστασης, αλλά έχοντας δει και ακούσει τι μπορεί να κάνει ένα πιάνο (με τον Antony στη θέση του πιανίστα), ένα τσέλο, μια ακουστική και ένα μπάσο στο Θέατρο Βράχων, δεν μπόρεσα προσωπικά να μην κάνω τη σύγκριση ή να μη βρω τη διαφορά χτυπητή.
Προφανώς και η μη προβαρισμένη ορχήστρα της ΕΡΤ και οποιαδήποτε άλλη ορχήστρα δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο πέρα από το συμβατικό. Αλλά στη λογική υποστήριξης του concept που παρουσιαζόταν, το συμβατικό κυριάρχησε νομίζω έναντι της πραγματικής μουσικής. Δυστυχώς…