Φωτογραφίες: Δάφνη Ανέστη

Τι συμβαίνει όταν η νιχιλιστική «αυτοκτονική» pop συναντά την αποκαλυπτική «στρατοκρατική» folk, το «μολυσμένο» folk ‘n’ roll και την πειραματική neo-folk με τα αιθέρια στοιχεία, όλα αυτά κάτω από την επήρεια της Πράσινης Νεράιδας; Όσοι ήταν παρόντες το βράδυ του Σαββάτου στο Κύτταρο, στην παρθενική εμφάνιση του Absinthe Festival γνωρίζουν την απάντηση.

Θετικές εντυπώσεις είχα εξαρχής από τον χώρο – πρώτη φορά που παρευρέθηκα στο Κύτταρο – καθώς το club είναι αρκετά άνετο για να φιλοξενήσει ένα τέτοιο γεγονός, με μεγάλη σκηνή και εξαιρετικό φωτισμό (πολύ πετυχημένο το νέον μπλε), προφανώς και καλό εξαερισμό, βασικό για ένα ζεστό βράδυ του Ιουνίου. Στο merchandise stand στην είσοδο, εκτός από μπλουζάκια/CD των συγκροτημάτων και σπάνια περιοδικά (π.χ. το Deathrock), υπήρχε και έκθεση με γυναικεία αξεσουάρ και φυσικά αψέντι, συγκεκριμένα το Mansinthe, αψέντι του Marilyn Manson!

Χωρίς αναμονή, άλλωστε δεν υπήρχε χρόνος για καθυστερήσεις με 4 συγκροτήματα στο line-up, οι Glimmer Void άνοιξαν τη βραδιά λίγο πριν τις 22:00. Επταμελής μπάντα αυτή τη φορά στη σκηνή, καθώς εμφανίστηκε ως guest ο Μάνος 6 από τους Defile Des Ames. Στην αρχή κάποιο πρόβλημα στον ήχο έκανε τα φωνητικά να χάνονται μέσα στην ένταση της μουσικής, διορθώθηκε όμως γρήγορα και όλα συνέχισαν να βαίνουν καλώς για τους Glimmer Void, οι οποίοι φαίνεται να έχουν πάρει τα πάνω τους πριν την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ και έπαιξαν δυναμικά και με αυτοπεποίθηση. Το τσέλο και το ακορντεόν σε κάποια κομμάτια δημιουργούσαν μια τελείως παραμυθένια ατμόσφαιρα. Πολύ ενδιαφέρουσα η εναλλαγή των ρόλων στα φωνητικά του “And Still There Is Silence” – Θάλεια: η Λογική, Γιώργος Σ.: η Παράνοια. Και μια ευχάριστη έκπληξη για το τέλος, μια διασκευή του “It’s A Sin” των Pet Shop Boys στο προσωπικό στυλ του συγκροτήματος.

Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα τα φώτα χαμήλωσαν και υποδεχθήκαμε άλλη μια επταμελή ελληνική μπάντα στη σκηνή, τους Mani Deum, οι οποίοι μας εξήγησαν το πώς η όλη ιδέα του φεστιβάλ ξεκίνησε από ένα αστείο με τη Dead Scarlet Records και το όνειρο κατέληξε να γίνει πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πως το συγκεκριμένο live των Mani Deum πρέπει να ήταν το καλύτερό τους μέχρι στιγμής, το πιο δεμένο και αρμονικό σίγουρα από όσα έχω δει. Η χρήση πολλών διαφορετικών οργάνων σε συγκεκριμένο συνδυασμό προσέδιδε στη δημιουργία ατμόσφαιρας από παλιότερες δεκαετίες. Μεταξύ των άλλων ξεχώριζε ο ήχος του ξυλοφώνου και αυτού του εντυπωσιακού οργάνου που λειτουργεί με παλμούς, χωρίς φυσική επαφή και λέγεται theremin. Κλείσιμο, όπως το ‘χει η παράδοση, με το «χιτάκι» (αν μου επιτρέπεται ο όρος!) των Mani Deum, το “Nemesis”, και η σκηνή ετοιμαζόταν πλέον να υποδεχθεί τα μεγάλα ονόματα της βραδιάς.

Ακούσαμε Edith Piaf και “La Vie En Rose”, όπως και στο πρώτο διάλειμμα, και τώρα σειρά είχαν οι Λουξεμβουργιανοί Rome. Δεύτερη φορά που τους έβλεπα μέσα σε μια βδομάδα (η πρώτη ήταν στα πλαίσια του Wave Gotik Treffen στη Λειψία) και οι παρατηρήσεις μένουν ίδιες. Όσο σεβασμό και να εμπνέει το συγκρότημα και όσο και αν έχω ακούσει τις κυκλοφορίες τους, τα live τους παρουσιάζουν μια μεγάλη αδυναμία. Bασίζονται σε προηχογραφημένα samples που παίζουν στο φόντο, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να φέρουν περισσότερα άτομα επί σκηνής και να έχουν μια πλήρη μπάντα στις ζωντανές τους εμφανίσεις, αντί μόνο για κιθάρα/φωνή/βιολί και τις εκάστοτε τυμπανοκρουσίες. Η έλλειψη σκηνικής παρουσίας του Jerome Reuter – πού είναι το πάθος στον τρόπο με τον οποίον ερμηνεύει τα κομμάτια του; Γιατί τραγουδά σα να απαγγέλλει ποίημα; – και ο παρόμοιος τόνος όλων των κομματιών του σετ τους καθιστούσε αδύνατο να ξεχωρίσεις πότε αλλάζει κομμάτι αν χανόσουν για λίγο (δεν κατάφερα να συγκρατήσω τίτλους!). Από την άλλη το ίδιο το σετ φάνηκε αρκετά μακροσκελές και κούρασε το κοινό. Κάποιοι πηγαινοέρχονταν, άλλοι έπιναν αψέντι (σφηνάκια κερασμένα από τη διοργάνωση), άλλοι κουβέντιαζαν και περίμεναν τους Spiritual Front. Και εδώ κολλάει η έκφραση «η ηρεμία πριν την καταιγίδα». Από την απόλυτη ηρεμία στο ξέσπασμα με αυτό που ακολούθησε.

Ενώ, λοιπόν, ο χώρος είχε αδειάσει και το κοινό είχε δεινοπαθήσει απ’ την ορθοστασία (έτσι είναι τα φεστιβάλ, τι να κάνουμε, και υπενθυμίζω στις γυναίκες να μην κάνουν ποτέ το λάθος να φορέσουν τακούνι σε ανάλογες περιπτώσεις), ήρθαν οι Ιταλοί...μαφιόζοι Spiritual Front να ξυπνήσουν τους πάντες, μεταφέροντάς μας λίγο από τον πολιτισμό τους. Ταινία ασπρόμαυρη με την Άννα Μανιάνι να προβάλλεται στο βάθος, όλοι με μαύρα κοστουμάκια και λευκές γραβάτες εκτός του τραγουδιστή, Simone "Hellvis" Salvatori, ο οποίος ήταν το αρνητικό τους (λευκό κοστούμι-μαύρο πουκάμισο). Μας ευχαρίστησε για την αναμονή – πρέπει να ήταν ήδη περασμένες 1:30 – και έκανε ό,τι μπορούσε για να μας ψυχαγωγήσει αναλόγως. “Jesus Died In Las Vegas”, λοιπόν, και πάντα μέσα στις σεξουαλικές αναφορές, ο Hellvis (πρόσεξε κανείς τα παιχνίδια με τη γλώσσα που έκανε;) προσπάθησε και μάταια αρκετές φορές να πει το «ευχαριστώ» στα Ελληνικά αλλά μάλλον του φαινόταν γλωσσοδέτης. Ο κόσμος είχε επιστρέψει στην αίθουσα γεμίζοντας τονχώρο και χορεύοντας στους ρυθμούς των Ιταλών. Η μουσική τους είναι αχαρακτήριστη, με την καλή έννοια, καθώς συναντά κανείς στα κομμάτια τους στοιχεία από country και folk μέχρι rock και pop. “No Kisses On The Mouth” και προσωπικά χάρηκα πολύ όταν άκουσα το “Song For The Old Man”, από το άλμπουμ Satyriasis, που έχουν κυκλοφορήσει μαζί με τους Ordo Rosarius Equilibrio. Παρά την κούρασή του ο κόσμος είχε ενθουσιαστεί και τους ζητούσε πίσω όταν τόλμησαν ν’ αφήσουν τη σκηνή, και φυσικά επέστρεψαν για μερικά ακόμα κομμάτια, κλείνοντας με το “Slave”.

Το stand με το αψέντι είχε εξαφανιστεί ως δια μαγείας μετά το τέλος του live, άρα όποιος πρόλαβε πρόλαβε, και πλέον ήταν ώρα για το aftershow party στο Dark Sun, στο οποίο εμφανίστηκαν και οι ίδιοι οι Spiritual Front. Ένα μπράβο για τη νέα αυτή διοργάνωση και μακάρι να καθιερωθεί, θα θέλαμε το Absinthe Festival να φιλοξενήσει εξίσου μεγάλα ονόματα και τις επόμενες χρονιές.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured