Οι AC/DC στο Ολυμπιακό Στάδιο δεν ήταν απλώς μια συναυλία. Ήταν, πρώτα-πρώτα, ένα όνειρο πραγματοποιημένο. Και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο. Ως ένα δηλαδή υπερθέαμα με ροκ εν ρολ ψυχή, φτιαγμένο για να ικανοποιήσει τόσο τους ενθουσιασμένους 20άρηδες, όσο και τους συγκινημένους 50άρηδες –τα ηλικιακά δηλαδή άκρα του κοινού που κατέκλυσε το Ολυμπιακό Στάδιο.
Τους Answer δεν τους πρόλαβα. Παρότι έφυγα αμέσως μετά την εκπομπή μου, δεν κατάφερα να μπω στο στάδιο παρά μόνο όταν αποχαιρετούσαν το κοινό. Τα εισέπραξαν τα χειροκροτήματά τους πάντως, έστω κι αν εμένα, καθώς βάδιζα από τον ηλεκτρικό προς τη συναυλία, δεν μου ακούγονταν και ως κάτι ιδιαίτερο. Μπαίνοντας στον χώρο είχε ήδη σκοτεινιάσει κι έτσι η λαοθάλασσα με τα κόκκινα κερατάκια στο κεφάλι φαινόταν εντυπωσιακή: μια στρατιά από εκατοντάδες σατανικές πυγολαμπίδες.
Πήγε 21.30 όταν ο φωτισμός μας προειδοποίησε ότι κάτι άρχιζε ν' αλλάζει. Στα video wall εμφανίστηκε εικόνα και να 'σου άξαφνα το γνωστό από τις περιγραφές της ως τώρα Black Ice περιοδείας τρένο-καρτούν, με τον διαβολάκο μηχανοδηγό Angus και τις σκανταλιάρες γκόμενες! Ήχος, εικόνα και φως συνδυάστηκαν άψογα, τα υπερμεγέθη κόκκινα κέρατα στην κορυφή της σκηνής άναψαν –κι αυτό ήταν! Χιλιάδες χέρια σηκώθηκαν ψηλά και μια ενθουσιώδης βοή κάλυψε το Ολυμπιακό Στάδιο: οι AC/DC βρίσκονταν όντως στην Αθήνα.
Για τις υπόλοιπες 2 περίπου ώρες, μαζί με το encore, οι Αυστραλοί σούπερ σταρ του σκληρού ροκ εν ρολ έδωσαν ρέστα. Όχι ότι δεν είχαν τις κοιλιές τους ή ότι έπιασαν την απίθανη απόδοση καθ’ όλη τη διάρκεια του λάιβ –μην ξεχνάτε ότι τα χρόνια έχουν περάσει και είναι πια 50άρηδες. Αλλά ήξεραν να εκμεταλλεύονται περίφημα την κάθε στιγμή, ακόμα και όταν ήθελαν να κάνουν το διάλειμμά τους, όπως π.χ. έγινε στο “The Jack”. Είχαν βέβαια το ρεπερτόριο, είχαν όμως και το τσαγανό και την ψυχή ώστε να μας πωρώσουν με τα καταιγιστικά τους βολτ. Ο δε Brian Johnson, πάντα με τη χαρακτηριστική του τραγιάσκα, έμοιαζε ανέγγιχτος από τον χρόνο: οι τσιρίδες του, οι διαδρομές του πάνω-κάτω στη ράμπα που ένωνε τη σκηνή με την κατασκευή στο κέντρο του γηπέδου, το παιχνίδι του με το κοινό, η εφηβική του αδρεναλίνη, το αεροβικό πήδημα με το οποίο κρεμάστηκε από μια υπερμεγέθη καμπάνα στο “Hell’s Bells” ήταν όλα απίθανα. Μιλάμε για έναν πραγματικό performer, όχι αστεία.
Αλλά ο μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς ήταν ο Angus Young, ντυμένος με την περίφημη σχολική του στολή. Ασύλληπτος κιθαρίστας, ικανός για σολαρίσματα εντυπωσιακά μα συνάμα και ουσιαστικά, σήκωσε όλο το βάρος του προγράμματος με τον ήχο της κιθάρας του, δίνοντας ταυτόχρονα το δικό του σόου. Ήταν με τα χίλια δοσμένος στο live in Athens, έμοιαζε να ρουφάει τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των παρευρισκομένων και αποδείχθηκε η ψυχή του ροκ εν ρολ πάρτυ των AC/DC στο ΟΑΚΑ, κάνοντας την ηλικία του να φαντάζει ως ένα νούμερο άνευ σημασίας. Όταν μάλιστα ανυψώθηκε στην κατασκευή στο κέντρο του γηπέδου, παίζοντας αρχικά από εκεί, προτού «ανατιναχτεί» στη συνέχεια μέσα σε μια καταιγίδα από κονφετί, το σόου έφτασε στο απόγειό του. Το φινάλε-encore με τα κανόνια και τα πυροτεχνήματα δεν υπήρξε παρά κερασάκι στην τούρτα μιας άψογης παράστασης.
Τραγουδώντας τις μεγάλες τους επιτυχίες “Back In Black”, “Thunderstruck”, “TNT”, “Hell’s Bells”, “For Those About To Rock (We Salute You)” και “Dirty Deeds Done Dirt Cheap”, αλλά και σε στιγμές από το πρόσφατο –αδύναμο– Black Ice, οι AC/DC άστραψαν ως μια ηλεκτρική δύναμη έξω από τόπο και χρόνο, που λες και μπήκε μέσα μας, ωθώντας μας στη δική μας «συμφωνία με τον Διάβολο», για αιώνια νεότητα και ενεργητικότητα.
Φεύγοντας από το Ολυμπιακό Στάδιο γνωρίζω ασφαλώς ότι δεν είδα το συγκρότημα που έχτισε τον AC/DC μύθο ευρισκόμενο στην ακμή του, αλλά το συγκρότημα το οποίο διατηρεί τον μύθο τούτο ζωντανό. Υποκλίθηκα όμως σε μια αληθινά μεγάλη μπάντα. Για καθίστε και σκεφτείτε το λίγο, αναλογιστείτε ποιοι από όλους δαύτους τους τζιτζιφιόγκους οι οποίοι φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα του μουσικού τύπου ως ροκ ήρωες αυτής ή και της προηγούμενης δεκαετίας, θα μπορούν να κάνουν στα 50 τους όσα έκαναν οι AC/DC στις 28 Μαΐου...