Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου
Αυτό που ξεχωρίζει τις καλές τέχνες από τις άλλες (...τις απλές) είναι ίσως η μετατόπιση της σημασίας από το τι κάνεις στο πώς το κάνεις. Αν πάλι, θέλουμε να προβούμε σε μια διάκριση ανάμεσα στις καλές τέχνες και τις... καλύτερες, μάλλον οφείλουμε να εισάγουμε το γιατί στην γενική μας εξίσωση. Οι Cinematic Orchestra μας έδειξαν λοιπόν ότι αυτό το ιδιόμορφο μείγμα jazz και electronica που χρησιμοποιούν, αδιαμφισβήτητα συγκαταλέγεται στις καλές τέχνες. Το αν μπορεί όμως να ανέβει ένα σκαλοπάτι περισσότερο και να ξεπεράσει την λεπτή γραμμή που ξεχωρίζει τους καλούς από τους καλύτερους, είναι κομματάκι μεγάλη κουβέντα.
Το Fuzz ήταν γεμάτο με κόσμο που μπορεί να μην φλεγόταν να διαπιστώσει αν οι Cinematic Orchestra μπορούσαν να κάνουν την εν λόγω υπέρβαση, αλλά ήθελε να περάσει ένα όμορφο και συνάμα ενδιαφέρον βράδυ παρέα με ωραία μουσική. Κοινωνοί οι περισσότεροι της δισκογραφίας της μπάντας στη σημαντική, για την εποχή μας, Ninja Tune, έδωσαν ένα ζεστό χειροκρότημα με την είσοδο τους στη σκηνή. Είχε προηγηθεί το support του Larry Brown, ο οποίος, με την ακουστική του κιθάρα και τις συμπαθητικές συνθέσεις του (έπαιξε και μια ενδιαφέρουσα διασκευή στο “Where I End And You Begin” των Radiohead), έκανε ό,τι ακριβώς έπρεπε. Μετέφερε σταδιακά το επίκεντρο της προσοχής του κοινού από τις συζητήσεις στη σκηνή, «ζεσταίνοντας» έτσι την αναμονή για την «κινηματογραφική» παρέα του Jason Swinscoe.
Η οποία παρέα βρέθηκε στη χώρα μας με μια εκτεταμένη εκδοχή της, καθώς την μόνιμη τετράδα που πλαισιώνει τον Swinscoe σε δίσκους και live τα τελευταία χρόνια συνόδευαν ο Thomas Chant στα πνευστά και η Heidi Vogel στα φωνητικά, μαζί με τον Larry Brown που κι αυτός πήρε θέση σε μερικά από τα κομμάτια του σετ. Έχοντας δε φρέσκια τη live κυκλοφορία τους στο θρυλικό Royal Albert Hall, επέλεξαν, ως αναμενόταν, να ρίξουν τη δέουσα ματιά στο σύνολο σχεδόν της δισκογραφίας τους, παίζοντας μας κομμάτια που όλοι όσοι αγαπήσαμε τους Cinematic Orchestra έχουμε μάλλον στην καρδιά μας, όπως, μεταξύ άλλων, τα “All That You Give”, “Burnout”, “As The Stars Fall” και “Work It! (The Man With The Movie Camera)”. Τα περισσότερα σε εκτελέσεις οι οποίες, όταν δεν ακολουθούσαν σχετικά πιστά το μουσικό κείμενο, πλάτειαζαν σε πειραματισμούς, σόλο και αυτοσχεδιασμούς, όπως άλλωστε οφείλει να πράττει κάθε jazz μπάντα που σέβεται τον εαυτό της. Το πρόγραμμα, με λίγα λόγια, περιείχε απ' όλα, με εμφανή νομίζω σκοπό στο τέλος της συναυλίας να μην μείνει κανείς δυσαρεστημένος: σημεία όπου η μπάντα βασιζόταν στις στούντιο εκτελέσεις (και νομίζω λειτούργησαν θετικότερα), σημεία όπου τα πνευστά έδιναν κάτι που έλειπε από την προηγούμενή τους επίσκεψη στη χώρα μας, ή άλλα όπου η φωνή της Vogel έδινε μια trip hop/soul χροιά, προσπαθώντας παράλληλα (ανεπιτυχώς μάλλον) να μιμηθεί τη μεγάλη μαύρη φωνή της Fontella Bass (που τραγουδάει αρκετά σε δίσκους της μπάντας), δίπλα σε στιγμές όπου κυριαρχούσε ο αυτοσχεδιασμός, τα σόλο του Luke Flowers στα drums, του Chant στα πνευστά ή του Nick Ramm στο πιάνο.
Το πρόβλημα, ωστόσο (έτσι τουλάχιστον όπως διεγνώσθη από τον γράφοντα), ήταν ότι οι Άγγλοι φίλοι μας επέλεξαν πολλές φορές τη μέθοδο του εντυπωσιασμού και όχι τόσο της ουσίας. Οι κορυφώσεις των κομματιών, για παράδειγμα, γινόταν πολλές φορές απλά με μια αύξηση της έντασης του ήχου και όχι με τον λυρισμό, όπως μας έχουν συνηθίσει στους δίσκους. Το ύφος άλλωστε της μουσικής που έχουν επιλέξει να παίζουν – αυτή η ευρηματική πρόσμιξη της jazz με την electronica και το trip hop – έχω την αίσθηση ότι χρίζει πιο συγκροτημένων εξάρσεων, όπου τα σημεία έντασης να πηγάζουν από την ίδια τη συναισθηματική δύναμη του κομματιού, και όχι από ένα απλό τσίτωμα στα electronics του Swinscoe (ο οποίος παράλληλα επωμιζόταν και μια live μίξη, καθώς αρκετά από τα όργανα έφταναν στην κονσόλα του πριν βγει ο ήχος τους από τα ηχεία) συνδυασμένο έστω με μια αύξηση της δυναμικής των άλλων οργάνων. Δεν ξέρω αν γίνομαι αντιληπτός, απλά στα δικά μου αυτιά χρειαζόταν κάτι παραπάνω, που δεν δόθηκε είτε γιατί ο χώρος (με την ηχητική του) δεν τους βοηθούσε, είτε γιατί δεν ήταν, γενικά, στα σχέδια της μπάντας. Έπειτα, ήταν και αυτά τα αυτοσχεδιαστικά, σόλο σημεία. Κατ’ αρχάς, υπήρχε ο Luke Flowers, drummer της παρέας, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την τεχνική του αρτιότητα, σόλαρε ακατάπαυστα ακόμα και σε σημεία όπου οι υπόλοιποι παρέμεναν πιστοί στους στενούς διαδρόμους της στούντιο εκδοχής κάποιου κομματιού, ή σε σημεία που μάλλον προορίζονταν για το σόλο άλλου συνοδοιπόρου του – όπως ας πούμε του Ramm στο πιάνο (καταλήγοντας έτσι κάποιες φορές να σολάρουν δύο ή και τρεις μουσικοί ταυτόχρονα επικαλύπτοντας έτσι ο ένας τον άλλον). Παίζοντας, λοιπόν, ο Flowers, με ένα αυτάρεσκο ύφος και ένα υπερ-πληθωρικό στυλ κάλυπτε με το σετ του τους ηχητικούς χώρους, παίρνοντας πρωτοβουλίες, πολλές φορές αχρείαστες, καταλήγοντας τελικά να γίνει κουραστικός.
Σε γενικές πάντως γραμμές, το live των Cinematic Orchestra ήταν, όπως είπα και πιο πάνω, στημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε όλοι, φεύγοντας από το Fuzz, να είμαστε λίγο ή πολύ ικανοποιημένοι. Για να επανέλθω, όμως, στα αρχικά ερωτήματα, θα μπορούσα να πω ότι ξεπέρασαν με άνεση το ερώτημα του τι παίζουνε, φτάνοντας εύκολα στο πώς (καλά). Όταν όμως έμπαιναν τα ερωτήματα του γιατί, τότε το πράγμα κάπως χώλαινε. Άρα, σαν κατακλείδα, θα έλεγα ότι οι Cinematic Orchestra μπόρεσαν να δείξουν ότι είναι καλοί σε αυτό που κάνουν (ίσως όχι καλύτεροι από τις στούντιο δουλειές τους), αλλά αν είναι «οι καλύτεροι», αν έδειξαν δηλαδή ικανοί για την υπέρβαση της διαχωριστικής εκείνης γραμμής, η απάντησή μου είναι μάλλον όχι. Να με συγχωρείς Jason, αλλά στο εύφορο λιβάδι της nu jazz όπου επέλεξες να κινηθείς ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Και μάλλον ο συμπατριώτης σου o Ben Lamdin (a.k.a. Nostalgia 77) έχει δείξει δείγματα ότι σε έχει ξεπεράσει...