Φωτογραφίες: Δάφνη Ανέστη

Στο τελευταίο κείμενο που είχα κληθεί να αφιερώσω στον Mark Lanegan, με αφορμή τη μνημειώδη εκείνη συναυλία τον Νοέμβριο του 2003, είχα εκφράσει την επιθυμία να έρχεται πλέον πιο συχνά από τα μέρη μας. Αφού πρώτα το σκέφτηκε τρία χρόνια για να το χωνέψει, ο Mark από το 2006 και μετά το έχει πιάσει εργολαβία, ερχόμενος μία ως καλεσμένος των Twilling Singers, μια ως έτερο τραγουδιστικό ταίρι της Isobel Campbell, μια ως μέντορας των Soul Savers και άλλη μια ως Gutter Twins.

Κανονικά δεν θα έπρεπε να παραπονιέμαι, αλλά έλα που από όλες τις παραπάνω φορές μόνο την αρχική θυμάμαι. Σε κάθε του εμφάνιση, το σκηνικό ήταν τέτοιο που τον καθιστούσε (και με δική του ευθύνη) συνοδευτικό μενού και όχι κύριο πιάτο. Γιατί στα μάτια τα δικά μου είναι αδιανόητο να υπάρχει ο Lanegan σκηνή, στα παρασκήνια, στο κτίριο ολόκληρο και να τραγουδά κάποιος άλλος – έστω και αν αυτός λέγεται Greg Dulli. Στη λογική των παραπάνω, η νέα προγραμματισμένη εμφάνισή των δύο με έβρισκε λίγο επιφυλακτικό για το αν θα δούμε μία από τα ίδια.

Τον προβληματισμό αυτό πάντως δεν φαίνεται να μοιράστηκε κανείς άλλος μαζί μου καθώς από νωρίς στις 9:00 μ.μ. αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί έξω από το Gagarin. Η «έκπληξη» είχε διαρρεύσει: ακουστικό σετ με καθήμενους και με το άνοιγμα των θυρών οι πτυσσόμενες καρέκλες οι οποίες κάλυπταν τον μισό χώρο «πιάστηκαν» μονομιάς. Ο κόσμος γέμισε εύκολα και τον υπόλοιπο χώρο μέχρι την έξοδο και η σεμνή τελετή δεν άργησε να ξεκινήσει. Λίγο μετά τις 10:00 μ.μ. οι γνώριμες φιγούρες των κ.κ. Lanegan & Dulli (με τον τελευταίο κανά μισόκιλο αδυνατισμένο) εμφανίστηκαν με τη συνοδεία μόλις ενός κιθαρίστα και κάποιων ορφανών πλήκτρων παραδίπλα. Χωρίς χαιρετούρες και πολλά-πολλά, η γνώριμη εισαγωγή του “Body” ανοίγει τη βραδιά. Απλά, λιτά και συνάμα ουσιαστικά ο Dulli, αναλαμβάνοντας τη δεύτερη κιθάρα, οδηγεί με τη soul απόχρωση της φωνής του τα κομμάτια, αφήνοντας στον Mark τον απαραίτητο τονισμό με τη μπάσα παρέμβαση – χωρίς αυτή τη φορά να τον υπερκαλύπτει. Στρωτά, ολίγον επίπεδα αλλά «αγαπησιάρικα» σε αυτό το μοτίβο κυλούν όλα τα κομμάτια της λογικής Dulli παρμένη από την Afghan Whigs εποχή, όπως τα “God’s Children”, “The Twilite Kid” ή “The Lure Would Prove Too Much".

Όταν όμως ο «μεγάλος» αναλάμβανε τραγουδώντας κομμάτια φτιαγμένα στη δικιά του creepy αισθητική, η διάφορα δεν μπορούσε να μην ήταν ξεκάθαρη. Από τα συνεταιριστικά “The Stations” και “We Have Met Before” μέχρι τα «δικά» του “Creeping Coastline Of Lights” και “Resurrection Song” αδυνατούσες να μην ανατριχιάσεις στο άκουσμα των λέξεων που ξεπηδούσαν πλημμυρίζοντας το χώρο στόμφο και υποβλητικότητα. Η βραδιά συνεχίστηκε με εναλλαγές τραγουδιών συνεχείς ανάμεσα στους δυο frontmen. Από “Kimiko’s Dream House” σε “Summer’s Kiss” (ικανοποιώντας μπόλικα αυτιά) και “King Only” και από εκεί σε “Sunrise” και “River Rise”, με την κατάληξη να αποτελεί την μεγάλη στιγμή της βραδιάς. Ο αμερικάνικος νότος «ζωντάνεψε» στο Gagarin στο άκουσμα του “I Am In The Heavenly Way” του θρυλικού Bukka White σε μια διασκευή φόρο τιμής στον άνθρωπο ο οποίος θεωρείται υπεύθυνος για το ότι ο Β.Β. King έπιασε κιθάρα στα χέρια του.

Στο encore, πέρα από την «πιανιστική» εκτέλεση του “Candy Cane Crawl” και τη μαυρίλα του “One Hundred Days”, τα μαθήματα αμερικάνικης μουσικής συνεχίστηκαν με το “Tennessee Waltz” - «σαουθίλα» 100% των Redd Stewart & Pee Wee King, που πλέον απαντάται σε πανηγύρια ή σε κασέτα παιγμένη σε pick up truck, τραγουδισμένο από τον κιθαρίστα της βραδιάς ονόματι Dave Rosser. Και αν το παραπάνω ακούγεται υπερβολή, το επόμενο με την τροπή του σετ έμοιαζε επιβεβλημένο: τα χαρακτηριστικά τραγουδιστά «dream, dream, dream» υποδέχτηκαν ηχηρά χειροκροτήματα, καθώς παρέπεμπαν στο “All I Have To Do Is Dream” των Everly Brothers. Στο τέλος της βραδιάς δεν κατάλαβα ποιον καλλιτέχνη-συγκρότημα είδα και στην τελική ούτε με νοιάζει. Από τους Twilling Singers , Gutter Twins και τις αρπαχτές του παρελθόντος οι Lanegan - Dulli ήταν καλύτεροι. Ισορροπημένοι, επαγγελματίες αλλά και υπεύθυνοι στην ιστορία των ονομάτων τους . Το σετ τέλειωσε με το “I Get A Kick Out Of You” του Cole Porter, γνωστό από την ερμηνεία του Frank Sinatra.

Γιατί δεν χρειάζεται να πλύνεις τα χέρια σου όταν πιάνεις ένα παλιό σκισμένο δολάριο: ακολουθώντας τα χνάρια του «σκοτεινού» διδύμου Mark Lanegan και Greg Dulli σ’ ένα οδοιπορικό γεμάτο αναμονή, μυσταγωγία και συγκινήσεις…

Της Βάσιας Μπακογιάννη

Φτάνουμε στο Gagarin κατά τις πέντε το απόγευμα. Το υπόλοιπο της μέρας προβλέπεται μακρύ, απαραίτητος λοιπόν ο εγκλιματισμός. Απολαμβάνουμε την παροδική ησυχία πριν το χάος των ετοιμασιών της συναυλίας. Είναι ένα όμορφο προσυναυλιακό απόγευμα – τουτέστιν, προσμονή και μια περίεργη αδράνεια που θα εξατμιστεί στο υπόλοιπο της βραδιάς.

Έχει γίνει ενημέρωση ότι σε λίγο θα ξεκινήσει το soundcheck, οπότε περιμένουμε την άφιξη των Dulli και Lanegan. Μάταια… Φαίνεται πως η ελληνική ασυνέπεια χτύπησε και δαύτους. Μετά από κάμποση ώρα εμφανίζεται ο manager τους, κάνει συνεννοήσεις με τους υπεύθυνους και μαθαίνουμε ότι τελικά το soundcheck θα γίνει αργότερα, ότι περιμένουν τις κιθάρες τους που φτάνουν με άλλη πτήση στις 6.30 το απόγευμα και μπλα, μπλα, μπλα. Περνάει λοιπόν χαρωπά η ώρα, λιώνουμε στις καρέκλες, κοιτάμε νευρικά το ρολόι, σχολιάζουμε την περαντζάδα των ακριβοθώρητων στην Πλάκα… Ε ναι, είναι να τρίβεις τα μάτια σου στη σκέψη και μόνο ότι ο Lanegan θα θυσίαζε, με τέτοιο τρόπο μάλιστα, τη βολή του..

Στο μεταξύ τοποθετούνται τα καθίσματα, διαμορφώνονται διάδρομοι, οι ηχολήπτες κάνουν τις δοκιμές τους, σκάνε μύτη και δυο τύποι που έχουν έρθει απ’ το Ισραήλ για να δουν τους Dulli-Lanegan και ξεροσταλιάζουν στην είσοδο απ’ τις εφτάμιση ώρα. Αναθεματισμένη μουσική, Βέγγο σε κάνει! Αρχίζει να μαζεύεται κόσμος, το μαγαζί κάνει την προετοιμασία του, η ώρα κυλά.

Ε, και κάπου εκεί στις 9 παρά πέφτει ειδοποίηση ότι έρχονται. Να πω την αλήθεια μου, δεν το πολυπίστεψα μέχρι που είδα τα κρασιά να κατευθύνονται στα καμαρίνια. Οπότε λίγο μετά εμφανίζονται οι τρεις τους επί σκηνής (μαζί με τον κιθαρίστα τους Dave Rosser) και με χαλαρούς ρυθμούς αρχίζουν να στήνουν και να δοκιμάζουν τον ήχο τους. Φανερά κουρασμένοι και οι δυο – τελευταίος σταθμός της περιοδείας τους στην Ευρώπη άλλωστε η Αθήνα. Ο Dulli αδυνατισμένος σε σύγκριση με την προηγούμενη φορά αλλά και λίγο βαρύθυμος, ενώ ο Lanegan θα ορκιζόμουν ότι, ναι, φαινόταν αρκετά ευδιάθετος για τα δεδομένα του και βοηθούσε μάλιστα τους υπόλοιπους να στήσουν. Μα τι στο καλό έχει πάθει; Πού είναι η παλιά, καλή μουντζουφλιά; Το soundcheck είναι γρήγορο και συνοπτικό. Τεστάρουν φωνές, πλήκτρα, κιθάρες και προβάρουν με τον Rosser 4-5 κομμάτια, παίζουν για ζέσταμα το “Stations”, το “God’s Children”, το “One Hundred Days”… Βουλιάζει ο χώρος μόλις πλημμυρίζει με τις τριφωνίες τους (ο Rosser κάνει φοβερή δουλειά και στα φωνητικά), την έξτρα ανατριχιαστική φωνή του Lanegan, τις κοφτερές ψιλές νότες του Dulli…

Κάθομαι στη σκάλα, προσπαθώντας να κοιτάζω διακριτικά. Απ’ τις στιγμές που απολαμβάνεις απλά να είσαι εκεί, ως ύπαρξη και μόνο. Και να βλέπεις απ’ τη μία τους υπαλλήλους, απ’ την άλλη τους μουσικούς (ΑΥΤΟΥΣ τους μουσικούς) να κάνει η κάθε πλευρά αδιάσπαστη τη δουλειά της. Κι εσύ στη μέση. Peace… Τελειώνει η διαδικασία, ο Dulli κι ο Lanegan ανεβαίνουνε στα καμαρίνια και αυτομάτως ανοίγουν οι πόρτες. Πολύς, πολύς κόσμος... Δεν πέφτει καρφίτσα, για τις καρέκλες ούτε λόγος, καταλαμβάνονται σε λίγα λεπτά. Πιάνει ο καθένας όποια σπιθαμή του χώρου μπορεί, βολευόμαστε όπως-όπως και μόνος οπτικός προορισμός από κει και μετά είναι η σκηνή. Ένα ακουστικό σετ βασισμένο σε Gutter Twins, Twilight Singers και τις σόλο δουλειές του Lanegan εισπράττει το κοινό, μαζί με διασκευές όπως αυτή του “All I Have To Do Is Dream” των Everly Brothers. Ειλικρινά, μια από τις πιο ζεστές, οικογενειακές ατμόσφαιρες που ’χω βιώσει σε συναυλία. Όλοι ξέρουν τα κομμάτια και ακόμα κι αν δεν τα ξέρουν χειροκροτούν αμείωτα από τραγούδι σε τραγούδι. Και οι ίδιοι δείχνουν να νιώθουν άνετα, με τοn Dulli να απευθύνεται όπως πάντα στο κοινό και τον Lanegan να ξεστομίζει ακόμα και “Thank you”.

Και μετά τέλος..Τι θα πει τέλειωσε; Όχι, δεν τέλειωσε ακόμα. Ένα χέρι με τραβάει. «Ας επιχειρήσουμε να τους δούμε». Χρειάζεται ένα σεβαστό διάστημα ανάκτησης επαφής με την πραγματικότητα. Και…αυτό έχει περάσει όταν χτυπάει πίσω μας η πλαϊνή πόρτα της σκηνής. Ναι, ναι, αυτή που οδηγεί στα καμαρίνια. Γίνονται συνεννοήσεις με τον manager (ναι πάλι αυτός, κανονικός πράκτορας, με μαύρη καμπαρντίνα και γυαλί α-λα-Matrix) και περιμένουμε το ΟΚ από τους ίδιους. Στα κρίσιμα δευτερόλεπτα αμέσως μετά νομίζω ότι θέλω να καταπιώ 5 ντεπόν μαζί γιατί το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Δεν ολοκληρώνεται η σκέψη μου. Εμφανίζεται στην πόρτα μόνος του ο κύριος (με κ κεφαλαίο) Mark Lanegan - ο Dulli, μάλλον εξουθενωμένος και χωρίς διάθεση, έχει αποσυρθεί.

Μας χαιρετά με φοβερή ευγένεια (!), τον ευχαριστούμε για τη συναυλία και του ευχόμαστε καλή επιστροφή. Τον πετυχαίνουμε σε καλή μέρα, είναι χαμογελαστός, δεν βαρυγκομά. Μας προσφέρει την εγκάρδια χειραψία του, έχει όμορφη διάθεση και μια αφοπλιστική αξιοπρέπεια. Είναι μετρημένος και προσιτός. Και το μόνο που τολμάς να ξεστομίσεις εκείνη την ώρα είναι πραγματικά ένα ευχαριστώ. Ένα ευχαριστώ χορτασμένο, για τη μουσική και για τη συγκίνηση. Και γιατί ανήκει σε εκείνους που τα ’χουν κάνει συνώνυμα. Και μόνο έτσι, κρατώντας την αυθεντικότητα αυτών των στιγμών και αυτών των ανθρώπων, μόνο έτσι μπαίνει το σωστό τέλος, το τέλος της βραδιάς και της αναδρομής. «One hundred days you wait for it»… Οι μουσικές από μόνες τους βάζουν μπρος την αντίστροφη μέτρηση μέχρι η επόμενη φορά να γίνει τώρα.

Σημείωση: Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον φίλο και συνεργάτη Στυλιανό Τζιρίτα, με τον οποίο μοιραστήκαμε την αναμονή, τις εντυπώσεις και τις… χειραψίες!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured