Φωτογραφίες: Nikos Z
«Οι φίλοι συνήθιζαν να με αποκαλούν γιατρό, επειδή με συμβουλεύονταν όταν «κολλούσαν» κάπου στα τραγούδια τους, κι εγώ τους έδινα λύσεις. Έτσι προέκυψε το Dr. και μετά μου έμεινε», είχε εξομολογηθεί κάποτε σε μία παλαιότερή του συνέντευξη ο Dr. Lonnie Smith. Ο οποίος, για πάνω από πέντε δεκαετίες αναπτύσσει τον ήχο του hammond b-3 και έχει κυκλοφορήσει περισσότερα από εβδομήντα άλμπουμ – σόλο και με συνεργασίες του βεληνεκούς των George Benson, Lou Donaldson, Count Basie, Dizzy Gillespie, Jack McDuff, John Abercrombie, Lee Morgan, David ‘Fat Head’ Newman, Jimmy McGriff αλλά και του Guru Jazzmatazz. Μετρημένος, σκεπτικός, ιδιόμορφα εκφραστικός και πληθωρικός μας, χάρισε μία βραδιά μουσικής πληρότητας με δυνατές – και όχι μόνο – jazz/funk/blues πινελιές. Τι άλλο να πει κανείς για έναν μουσικό που το όνομά του έγινε από τα πρώτα βήματα συνώνυμο με το μοναδικό του όργανο;
Σε έναν κατάμεστο χώρο, με νεαρές κατά κόρον ηλικίες, λίγο μετά τις 10.30 θα ξεκινούσε μία βραδιά με μεγάλης διάρκειας groovy κομμάτια από το σύνολο της δισκογραφίας του καλλιτέχνη με το τουρμπάνι, όπως συνηθίζεται πλέον να τον αποκαλούν. Οι μουσικοί που τον πλαισίωναν – Jonathan Kreisberg/κιθάρα και Jamire Williams/ντραμς – ξεδίπλωσαν τη δεξιοτεχνία και την εμπειρία τους και δεν παρέλειψαν να εκφράζουν με τον τρόπο τους σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας την ευτυχία που νιώθουν παίζοντας δίπλα σε έναν τέτοιο καλλιτέχνη. Οι λεπτές και ντελικάτες μελωδίες του hammond b-3, ενός περίπλοκου και δύσκολου οργάνου, μπλέκονταν με περίτεχνες αρμονίες, οι οποίες αναδείκνυαν την εκτελεστική ακρίβεια, την υψηλή τεχνική και την καλλιτεχνική αρτιότητα του δεμένου τρίο. Ο δόκτορας παρέμεινε πιστός στο ρεύμα του εκρηκτικού groovy-funky που υπηρετεί εδώ και δεκαετίες, γεγονός ικανοποιητικό για τους πάντες. Η επιλογή των κομματιών αφορούσε στην πλειονότητα τα άλμπουμ Too Damn Hot (2004) και Jungle Soul (2006), όμως όλοι μείναμε με το στόμα ανοιχτό στο άκουσμα του αυθεντικού bluesy “The Whip”, του εσωτερικού και μελωδικού “Sexy Laws” και του εύθραυστου αυτοσχεδιασμού του “Someday My Prince Will Come”.
Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που έχω την τύχη να απολαμβάνω τέτοιους μουσικούς – πολύτιμα κεφάλαια της jazz μουσικής – τα λόγια αποκτούν μία περισσή θέση και νιώθω πολύ μικρή για οποιαδήποτε σχόλια. Ο Dr. Lonnie Smith, ακούραστος και εμπνεόμενος από κάθε πτυχή της μουσικής, δείχνει να είναι απόλυτα δοσμένος στον ήχο ο οποίος βγαίνει κάθε φορά που αγγίζει τα πλήκτρα του ιδιαίτερου αυτού οργάνου. Αναπάντεχα και μη ξεσπάσματα που συνοδεύονται από τη φωνή, τις αναπνοές και τα γέλια του πλέκονται με αλλόκοτες funky fusion μελωδίες, δίχως να ξέρεις πού θα σε οδηγήσουν. Για κάτι λιγότερο από τρεις ώρες το κοινό βρισκόταν μπροστά σε ένα τρίο το οποίο ισορροπούσε αβίαστα και με ευφάνταστη άνεση από τη jazz στα blues και στο groove. Τρεις σπουδαίοι μουσικοί, τρεις μάστορες με αξιόλογη πορεία ο καθείς, που αρέσκονται να εξερευνούν ποικίλα μουσικά πεδία.
Ένας εύκολος τρόπος να αντιληφθούμε τη σπουδαιότητα ενός καλλιτέχνη είναι να λάβουμε υπόψη το «μέγεθος» των συναδέλφων του, που κατά καιρούς εκφράστηκαν γι’ αυτόν με λόγια θερμά και άπλετου θαυμασμού. Σίγουρα ο Dr. Lonnie Smith ανήκει σε εκείνη την παλιά φρουρά η οποία έδωσε και συνεχίζει να παραδίδει μαθήματα ήθους, έμπνευσης, αυτογνωσίας και συγκρατημένης στάσης απέναντι σε αυτό που απολαμβάνει όλα αυτά τα χρόνια. Τι να κάνουμε, για άλλη μια φορά ο παλιός είναι αλλιώς…