Το moto τους είναι «Live what’s in your soul and sing your friggin’ heart out», μία φράση που είχε πει παλαιότερα ο Cab Calloway. Ξέφρενο swing, rhythm ’n’ blues, boogie-woogie, jumping jazz με την εκλεπτυσμένη παρέα του Steve Lucky & Rhumba Bums αποτελεί σίγουρα την πιο αποτελεσματική και φευγάτη συνταγή φυγής από την χαοτική μας πραγματικότητα. Σε μία σύντομη συζήτηση που είχαμε με την πρωταγωνιστική φιγούρα του πιανίστα Steve Lucky, ζηλέψαμε το μπρίο, τη ζωντάνια, το αστείρευτο κέφι και την μοναδική του απλότητα.

Τελικά, πίσω από τους ξέφρενους ρυθμούς τί κρύβεται για τους Rhumba Bums;
«Ένα έχω να σας πω. Είμαστε άγριοι, άγριοι, άγριοι. Δίπλα σε αυτό υπάρχει η αμέριστη αδυναμία μας στη μουσική είτε αυτή αγγίζει τις χορδές του παρελθόντος ή του παρόντος».

Νιώθεις στ’αλήθεια «τυχερός»;
«Ω,ναι! Είμαι στ’αλήθεια τυχερός ακριβώς γιατί κάνω τη δουλειά που λατρεύω. Τη δουλειά που με βγάζει έξω από τον εαυτό μου, τα όρια μου και τις εμμονές μου. Κάθε μέρα που ξυπνάω, που παίζω με τους εκλεκτούς μου φίλους είναι ευλογία. Και μόνο γι’αυτό είμαι όντως «lucky», όνομα και πράγμα».

Υπάρχουν σχόλια κριτικών αλλά και κοινού που σε τοποθετεί ως μουσικό κοντά στον θρύλο του Ray Charles. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείς με τους μουσικούς σου, η χημεία με το κοινό κτλ. Πώς αντιδράς όταν ακούς κάτι τέτοιο;
« Καταρχήν λατρεύω αυτούς τους ανθρώπους που μιλούν έτσι για μένα. Τι να πω. Μεγάλη τιμή, μεγάλο φορτίο αλλά και υπερβολή. Από την άλλη να άλλος ένας λόγος που με κάνει όντως «τυχερό». Πέρα από τους αστεϊσμούς, όμως, ο Ray Charles ήταν μία από τις πιο καίριες και σημαντικές επιρροές μου όταν ξεκινούσα την μουσική. Το κεφάλαιο αυτό δεν εξαντλείται σε ό,τι κι αν πω ή σχολιάσουν όλοι. Ο τύπος ήταν κορυφή, μέγιστος.»

Η τελευταία σας δουλειά Some Like It Hot διαπνέεται από μία ιδιαιτερότητα κυρίως λόγω της διαφορετικής παραγωγής των κομματιών. Νιώθεις ακούγοντάς το ότι το υλικό ήταν στα ράφια για καιρό...Μιλήστε μας λίγο για αυτό το δίσκο.
«Η αίσθηση που έχετε είναι απολύτως σωστή. Ο δίσκος ολοκληρώθηκε στα 2003 και βασικά ομιλούμε για διαφορετικές ηχογραφήσεις ανά κομμάτι. Μερικά αποτελούν παλαιότερο υλικό και κατά έναν τρόπο το αφήσαμε έτσι, όπως το είχαμε αισθανθεί τότε. Υπάρχουν και κομμάτια που ακούγονταν στην ταινία Be Cool με τον Τζον Τραβόλτα και την Ούμα Θέρμαν, τα οποία εντάξαμε μετά από απαίτηση του κόσμου. Γενικά η δουλειά αυτή είναι ένα μουσικό παζλ της ζωής μας και ελπίζουμε να αρέσει αρκετά.»

Υπάρχει μουσική συνταγή στην εξισορρόπηση και την αρμονία του παρελθόντος με το παρόν; Πώς τα καταφέρνετε εσείς;
«Στην ουσία, δεν κουβαλάμε συνειδητά πολλά σύγχρονα στοιχεία στη μουσική μας. Ζούμε το σήμερα αλλά με τον τρόπο μας κουβαλάμε τις πιο μαγικές στιγμές του χθές. Δεν επιδιώκουμε να μιμηθούμε καλλιτέχνες, τεχνικές ή στυλ αλλά επιθυμούμε να ερμηνεύουμε το παρελθόν στο σήμερα. Το αν το επιτυγχάνουμε, είναι άλλη υπόθεση. Αυτό να κρατήσετε. Όχι μίμηση ή επανα-δημιουργία αλλά ερμηνεία.»

Θα θέλατε να μοιραστείτε κάτι άλλο με το ελληνικό κοινό;
«Ναι. Η Αθήνα και το συγκεκριμένο club (Half Note) είναι μία από τις αδυναμίες μας μαζί με έναν άλλο χώρο στο Σαν Φρανσίσκο. Από όλο τον κόσμο εμείς νιώθουμε υπέροχα να παίζουμε εδώ. Το λατρεύουμε και η αλήθεια είναι ότι έχουμε περάσει πολλά στη πόλη σας. Από χιόνια, την περίφημη αλλαγή της δραχμής σε ευρώ μέχρι στομαχικές διαταραχές που ακολούθησαν ξεκαρδιστικές ιστορίες. Να σας τις πούμε κάποτε ή να σας τις τραγουδήσουμε κι όλας».



Και μετά τη ζεστή συνομιλία μου με τον Steve Lucky και τις πετυχημένες παρεμβάσεις της όμορφης Miss Carmen Getit, ακολούθησε ένα live που ενώ είχε όλα τα φόντα να είναι καταπληκτικό, κάτι ή μάλλον κάποιοι το «ενόχλησαν» (για να παραμείνω επιεικής). Λίγο μετά τις 10.30 η μπάντα μάς συστηνόταν μέσα από τον jumping swing κόσμο του Count Basie και οι πρώτες εντυπώσεις αποτυπώνονται σε ένα μουσικό και αισθητικό κλίμα που είχε γούστο, άποψη, τρέλα και διάθεση για πολύ χορό. Κάτι τα κοστούμια των μουσικών, κάτι η αθεράπευτη κινητικότητα του Lucky και το σκέρτσο της Miss Carmen, όλα έδεναν με το άρωμα μεσοπολέμου που αναδύονταν. Από την αρχή δόθηκε βάρος στο ιδιαίτερο της ημέρας –εκλογικά αποτελέσματα στην Αμερική- και το πόσο σημαντικό ήταν το αποτέλεσμα για τους ίδιους και κατ’επέκταση για τον υπόλοιπο κόσμο. Το πάρτυ του Barack Obama ξεκινούσε ήδη γι’αυτούς, γεγονός που τους χαροποιούσε ιδιαίτερα. Τη δική τους «βιβλική» εκδοχή για την ιστορία του Αδάμ και της Εύα μάς τραγούδησαν με το “Adam, Come Get Your Rib” τη στιγμή που το σαξόφωνο και το κοντραμπάσο έδιναν ρεσιτάλ αρμονικής συνύπαρξης. Η ερμηνευτική άνεση, το χιούμορ και η up-tempo διάθεση αποτυπώθηκαν στα κομμάτια “Jumptown”, “Rumpus Room Honeymoon”, “How'm I Doin’ “, “Let Me In”, με έναν Lucky να στροβιλίζεται με πόδια και χέρια είτε στο πιάνο είτε στο πάτωμα, την Miss Carmen να δίνει bluesy νότα με την κιθάρα της και τους υπόλοιοπυς μουσικούς να εξαπολύουν ένα άκρως χορευτικό τόνο. Το ξεσηκωτικό υλικό των δύο παλαιότερων δίσκων τους Come Out Swingin’ και Some Like It Hot κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος του live ενώ δεν έλειψαν και οι απαραίτητες πινελιές του “ Mary Ann” και “This Little Girl Of Mine” α-λά Ray Charles, το “Pennies From Heaven” με τους αυθεντικούς πρωτόλειους στίχους- όπως μας διευκρίνησε η κυρία της παρέας- και το αισθαντικό boogie του “Every, Since My Baby Left Me”.

H παράσταση τα είχε όλα, από το χορευτικό ντουέτο της Miss Carmen με τον Steve Lucky, τα σεργιανίσματα της ανάμεσα στο κοινό, τις μοναχικές πλην hot «εξομολογήσεις» του τενόρο σαξόφωνου, τα καυτά swinging riffs των ντραμς και μέσα σε όλα αυτά ένα ξενέρωτο, άσχετο κοινό που δεν ήξερε τι ακούει. Κατά τη 1 και κάτι-προηγήθηκε ένα εικοσάλεπτο διάλλειμμα- το γκρουπ πρότεινε ένα ολιγόλεπτο break, για να γίνει και το τελειωτικό, μιας και από τις 12 το κοινό έδειξε μία τάση «φυγής», τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου αγενής και άκαιρη. Σίγουρα δεν είμαι εγώ σε θέση να κρίνω τη διάθεση ή την άποψη του κόσμου που συγκεντρώθηκε εκείνη την ημέρα στο Half Note, όμως είμαι σε θέση να σχολιάσω την αίσθηση που μου έδωσε. Και η αίσθηση μεταφράζεται στο «είμαι άσχετος, άκουσα και μπήκα». Αν έχω κάτι να παρατηρήσω ως αδυναμία της μπάντας είναι το κομμάτι της μουσικής παρλάτας δηλαδή οι «αυτοσχεδιαστικοί» διάλογοι μουσικών και κοινού που δεν είναι ιδιαίτερα αρεστοί στο ελληνικό κοινό τόσο όσο στο αμερικάνικο. Όπως και να έχει, η παρέα των Rhumba Bums δεν έχασε το ηθικό της και για 2 ώρες παρά κάτι μάς ταξίδεψε σε άλλες εποχές, τότε που η μουσική και ο ρυθμός ήταν άρρηκτα δεμένα με το χορό, την επικοινωνία, το «μοιράζομαι». Εύγε λοιπόν για την αμεσότητα, το ξεφάντωμα, τη γλυκύτητα και την απλότητα ενός group που είναι δοσμένο στη μουσική του και στη διαδραστικότητα αυτής.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured