Φωτογραφίες: Χρήστος Κισατζεκιάν
Να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι ο μεγαλύτερος fan του Fish. Δεν είμαι καν μεγάλος του fan. Δεν ξέρω αν είμαι καν fan. Ήξερα όμως ότι ήθελα να τον δω live, γιατί του είχα κάνει πριν από τρία χρόνια μία τηλεφωνική συνέντευξη με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής του Bouillabaisse (τίτλος ενδεικτικός του χιούμορ του), κι ήταν από τους πιο έξυπνους και ευχάριστους συνομιλητές που είχα την τύχη να μιλήσω μαζί τους όλα αυτά τα χρόνια που γράφω. Με εξέπληξε ευχάριστα κατ’ αρχήν η προσέλευση, που μπορεί να μην ήταν τεράστια (υπολογίζω γύρω στα τριακόσια με τετρακόσια άτομα), θα πρέπει όμως να ήταν από τα πιο φανατικά ακροατήρια που έχω δει σε συναυλία. Έπρεπε άλλωστε να το είχα μυριστεί από την αρχή, όταν οι μισοί περίπου είχαν προσέλθει φορώντας μπλουζάκια των Marillion και του Fish από διάφορες περιοδείες στο εξωτερικό.
Τίποτα απ’ όλα αυτά πάντως δεν μπορούσε να με προετοιμάσει για τη συνέχεια, που άγγιζε τα όρια της λατρείας για τον πανύψηλο Σκοτσέζο. Στα πιο πολλά τραγούδια, το ακροατήριο τραγουδούσε δυνατά τους στίχους, που γνώριζε φυσικά απ’ έξω, ενώ δεν έλειψαν και πιο «ακραίες» καταστάσεις: δεν θυμάμαι εγώ προσωπικά να έχω δει ποτέ άνθρωπο να κλαίει επειδή ακούει ζωντανά ένα κομμάτι – το οποίο προφανώς περίμενε εδώ και χρόνια να ακούσει από έναν καλλιτέχνη – συνέβη, όμως, το βράδυ της Παρασκευής ακριβώς δίπλα μου. Τα περισσότερα τραγούδια τύγχαναν υποδοχής μεσσία, και δεν εννοούμε μόνο αυτά των Marillion. Φαίνεται ότι και η προσωπική δισκογραφία έχει γίνει αντικείμενο ενδελεχούς ψαξίματος, και μόνο ίσως τα κομμάτια από το νέο του άλμπουμ να μην ήταν γνωστά (το οποίο, μιας και δεν κυκλοφορεί ευρέως στη χώρα μας, καταναλώθηκε σαν ζεστό ψωμάκι στον πάγκο του merchandise).
Εκεί όμως που γινόταν ο χαμός ήταν στα highlights της καριέρας του Fish. Με τη βοήθεια μιας πολύ καλής μπάντας που αποτελούσαν πέντε ακόμη μουσικοί, έπαιξε για μία ώρα κι τρία τέταρτα, αφήνοντας τους πάντες ικανοποιημένους. Η μελωδική του μουσική, με στοιχεία από progressive rock και το μείγμα από Peter Gabriel και Phil Collins των φωνητικών, ακουγόταν σαν βάλσαμο στ’ αυτιά των φίλων του, και υπήρξαν στιγμές όπου η μπάντα προσέφερε σπουδαίες εκτελέσεις σε κομμάτια σαν το “Warm Wet Circles” ή το “Clichι”. Το αποκορύφωμα όμως ήρθε στο τέλος, με κλείσιμο από μια τριάδα αγαπημένων κομματιών των Marillion: “Kayleigh”, “Incommunicado” και “Lavender”, οπότε και το κοινό τον αποθέωσε όπως του άξιζε. Κι εκείνος, όμως, μας έδωσε να καταλάβουμε γιατί απολαμβάνει τέτοιας αγάπης και εκτίμησης. Επικοινωνιακός όσο λίγοι, μιλούσε ανάμεσα στα κομμάτια και σε έφερνε κοντά του, σε έκανε φίλο του, κι απ’ ό,τι κατάλαβα, κάπως έτσι τον νοιώθουν οι οπαδοί του. Τον αγκάλιαζαν όταν περπατούσε ανάμεσα στο κοινό, και ήταν έτοιμος να ανοίξει συζήτηση όταν η κουβέντα ήρθε στο αγαπημένο του σπορ, το ποδόσφαιρο. Μου έδωσε την εντύπωση κάποιου που μπορεί να διαθέτει ταυτόχρονα την εικόνα ενός άπιαστου ροκ αστέρα και παράλληλα να τον δεις να σε πλησιάζει και να σε κερνάει την επόμενή σου μπύρα!
Μ’ αυτά και μ’ αυτά βγήκα έξω στη νύχτα με την αίσθηση ότι είχα δει μια αξιόλογη καθαρόαιμη ροκ συναυλία, από εκείνες που γίνονται σε κάποιες μεριές της Αθήνας κι εμείς δεν τις μαθαίνουμε σχεδόν ποτέ, γιατί πρόκειται για τη φάση συγκεκριμένων ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται θα ’λεγες μακριά μας, ψωνίζουν από άλλα δισκάδικα και συχνάζουν σε άλλα μαγαζιά από αυτά όπου πηγαίνουμε εμείς. Χάρηκα που μπήκα για λίγο σ’ αυτόν τον κόσμο, και συνέχισα τη βραδιά ακούγοντας φρέσκο, σπαρταριστό, λαχταριστό dubstep στην άλλη άκρη της πόλης...