Φωτογραφίες: Olga K.

Είδα τον εαυτό μου 25 χρόνια μετά το βράδυ του Σαββάτου στο Μπάντμιντον: είδα 50αρηδες και βάλε, πρώην ροκάδες νυν οικογενειάρχες, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και σκέφτηκα τον Κωνσταντίνο (μιλάω κι εγώ στο τρίτο ενικό επειδή είμαι ψώνιο σαν τον Νομάρχη Θεσσαλονίκης...) με μπακόκοιλο, γκρίζα μαλλιά και μερικά κουτσούβελα να τρέχουν γύρω του. Το μπακόκοιλο υπάρχει ήδη, το δεύτερο έχει αρχίσει ήδη να μορφοποιείται και το τρίτο καλό θα ήταν να μην συμβεί καθόλου... Αναρωτιόμουν αν, 25 χρόνια μετά, όταν θα βλέπω για νιοστή φορά τους Franz Ferdinand ή τους Bloc Party, θα μοιάζω το ίδιο γραφικός, όσο και μερικές από τις φάτσες που κάθισαν δίπλα μου, στα κατά τ’ άλλα υπερπολυτελή καθίσματα του θεάτρου. Ή θα είμαι σαν τον Νίκο Καρβέλα και την Ανίτα Πάνια, οι οποίοι ήταν μερικές σειρές μπροστά από μένα και χτυπιόντουσαν (η Ανίτα δηλαδή, γιατί ο Καρβέλας καθόταν λες και του είχες κάνει λοβοτομή...) σαν ποντίκια που έβαλαν το κεφάλι τους μέσα σε φάκα.

Δεν ξέρω πόσες φορές έχω κλάψει σε συναυλία. Λίγες, φαντάζομαι. Στον Roger Waters πρόπερσι, στους Arcade Fire πριν τρία χρόνια, φέτος στην Λένα Πλάτωνος, στους Radiohead το 2001, άντε και 2-3 φορές ακόμη. Να κλαίω με λυγμούς όμως. Σκατά. Γιατί να συμβαίνει αυτό στις συναυλίες; Καλό είναι να συμβαίνει όταν είσαι μόνος σου σπίτι, ακούς τα σιντάκια σου και δεν σε βλέπει κανείς να μυξοκλαίς σαν ένα φλωράκι που του έσκισαν το Αρμάνι πουκάμισο του. Στις συναυλίες, όμως, είναι άσχημο να σου συμβαίνει γιατί σε βλέπουν κι άλλοι. Πάλι καλά δηλαδή που πήγα μόνος μου το Σάββατο το βράδυ, γιατί αν είχα τον Συμβουλίδη δίπλα μου θα έκλαιγα στον ώμο του. Γιατί ο Hodgson για μένα δεν είναι απλά ο τραγουδιστής των Supertramp. Είναι το soundtrack της ζωής μου από τα 18 μέχρι τα 20. Είναι οι βραδιές που ήμουν φοιτητής και άκουγα σαν μανιακός Supertramp, είναι νύχτες με κρασιά σπίτι μου, είναι άλλα τόσα βράδια στο σπίτι του Χάρη κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων με τα βινύλια να εναλλάσσονται το ένα το άλλο πάνω στο πικάπ σε χρόνο dt (σημ. Συμβουλίδη: αξέχαστα γιαννιώτικα βράδια…).

Το Μπάντμιντον γέμισε ασφυκτικά – 5000 κόσμο χωράει, αν δεν απατώμαι – και η σύσταση του κοινού του ήταν παράξενη: είδα φοιτήτριες γύρω στα 20, οικογένειες, και το ηλικιακό target group της πρώην μπάντας του τιμωμένου καλλιτέχνη: 50+. Είναι φανερό πως ο κόσμος περίμενε πολλά χρόνια να ακούσει τα τραγούδια μιας από τις σημαντικότερες μπάντες των prog-art 1970s. Τον Roger προλόγισε μια γλυκύτατη κοπέλα, που όμως δεν κατάλαβα τι γύρευε στη σκηνή: εκτός αν είναι μια κίνηση στα πλαίσια της «παγκοσμιοποίησης», το να βγεις και να πεις «μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, ο θρύλος της ροκ», μου φάνηκε τρελή αμερικανιά. Καλά, δεν με χάλασε κιόλας, απλά με ξένισε λίγο. Ίσως να ταίριαζε στον clean cut χώρο και στην όλη κυριλέ ατμόσφαιρα – χώρος για μια καθαρόαιμη ροκ συναυλία δεν είναι άλλωστε το Μπαντμιντον: είναι άψογος στιλιστικά και χωροταξικά για οτιδήποτε άλλο πλην μιας ροκ συναυλίας. Ο Roger βγαίνει στη σκηνή με το “Take The Long Way Home”. Είναι εξαιρετικά επικοινωνιακός, «ένας πραγματικός κύριος», όπως θα γράψουν σήμερα τα review. Έτσι είναι, όντως. Μόνο που μισώ την εν λόγω έκφραση, οπότε εγώ απλά θα πω πως φαίνεται η διαφορά κουλτούρας ανάμεσα στα νέα φιντάνια και τους πουρο-ρόκερς της δεκαετίας του 1970: οι μεν θα βγουν στο σανίδι με τουπέ και υφάκι και οι δε με μια ανεπιτήδευτη ευγένεια, χωρίς σταριλίκια «μας χρωστάτε που ήρθαμε μέχρι την πόλη σας να παίξουμε για σας».

Μας τα χαλάει βέβαια λίγο στην πορεία: μας λέει πως «για τις επόμενες δυο ώρες θα περάσουμε πολύ καλά μαζί», αλλά το σετ του κρατάει συνολικά 80 λεπτά με τα “Logical Song”, “Breakfast In America”, “It's Raining Again”, “Hide In Your Shell”, δυο κομμάτια από το άλμπουμ Open the Door του 2000 (“Along Came Mary”, “The More I Look”), “Lovers In The Wind”, “Even In The Quietest Moments”, και – έκπληξη! – το “Child Of Vision” (ένα κομμάτι θαμμένο στη δεύτερη πλευρά του Breakfast Ιn America) να ξεσηκώνουν τους θεατές, πολλοί εκ των οποίων (φαίνεται πως) ξενερώνουν πάνω στις πολυθρόνες τους επειδή δεν μπορούν να σηκωθούν και να χορέψουν. Ο Roger μιλάει, αστειεύεται, δείχνει πως το απολαμβάνει πιο πολύ απ΄ ότι εμείς από κάτω. Είναι αξιέπαινος που μπορεί και βγαίνει στο δρόμο στα 58 του και ακόμη χαίρεται να παίζει τα κομμάτια αυτά. Εγώ ίσως και να βαριόμουνα... Το “Dreamer” και στο ενκόρ το “School” και το “Give A Little Bit” κλείνουν μια βραδιά η οποία ξεκίνησε ιδανικά και κατέληξε ολίγον τι αμήχανα, ίσως επειδή μας είχε προϊδεάσει ο ίδιος ο Roger για ένα δίωρο σώου, που τελικά κράτησε πολύ λιγότερο.

Κι ακολουθεί η ταλαιπωρία: οι πανέξυπνοι υπεύθυνοι του Μπάντμιντον θεωρούν για κάποιο λόγο λογικό να δώσουν μόνο μια έξοδο για τα πόσες χιλιάδες αυτοκίνητα που ήταν στο πάρκινγκ του Άλσους Στρατού – με αποτέλεσμα, από τις 11.30 που μπήκες στο αμάξι σου να βρεθείς στη Μεσογείων στις 12.20… Τρία τέταρτα και βάλε, με το κιβώτιο ταχυτήτων κολλημένο στη πρώτη-πρώτη, ούτε καν δευτέρα. Κανείς δεν γνωρίζει για ποιο λόγο δεν άφησαν και τη δεύτερη έξοδο ανοιχτή για να διευκολύνουν την κίνηση (παρέμεινε κλειστή με τους πορτοκαλί κώνους μπροστά να εμποδίζουν), αλλά σίγουρα έφαγαν πολλές κατάρες από τους οδηγούς...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured