Φωτογραφίες: Χάρης Συμβουλίδης

Τη βραδιά της Κυριακής στο Κύτταρο άνοιξαν οι Violent Vortex, με δυνατές blues rock συνθέσεις τη θεατρικότητα του power metal και τη δύναμη του doom. Οσο και αν μας άρεσαν, όμως - ιδιαίτερα η κιθάρα - η σύγκριση οποιουδήποτε συγκροτήματος με αυτό που επακολούθησε θα ήταν άδικη. Για να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα, τα τελευταία χρόνια τρεις λόγοι υπήρχαν για να δανειστείς από τοκογλύφο, να κλέψεις, να πουλήσεις το μικρό σου αδελφάκι ή έστω ένα όργανό σου στη μαύρη αγορά: η επανασύνδεση των Stooges, η λονδρέζικη συναυλία των Led Zepellin και η επανασύνδεση των Blue Cheer. Τελεία και παύλα! Τους Stooges είχαμε τη χαρά και ευτυχία να τους δούμε δύο φορές στη χώρα μας (και εφόσον δεν τα κακαρώσουν θα ’ρχονται συνέχεια). Όσον αφορά τους Led Zeppellin, φάγαμε πίκρα με τις κληρώσεις εισιτηρίων. Και ενώ το σύμπαν παρακαλάει τον Plant να πει το ρημάδι το «ναι» για παγκόσμια περιοδεία, να που ήλθαν και οι Blue Cheer!

Για την ακρίβεια δεν «ήλθαν». Επέλασαν. Αυτό που ζήσαμε στη σκηνή του Κύτταρου δεν ήταν συναυλία, ήταν επέλαση αγέλης τριχωτών Σιβηριανών μαμούθ, καλιφορνέζικης καταγωγής. Και για να μην συνεχίσουμε με δεινοσαυρικές παρομοιώσεις, ας πούμε απλά πως παρακολουθήσαμε μια από τις καλύτερες συναυλίες της μικρής ζωής μας και σίγουρα το δυνατότερο συγκρότημα του πλανήτη. Η φωνή του Dickie Peterson παραμένει το ίδιο δυνατή στα εξήντα του όσο ήταν στα είκοσί του, ο Paul Whaley κοπανάει τα drums σαν βασανιστής απελπισμένος να αποσπάσει ομολογία, ενώ ο Andrew «Duck» McDonald αντικατέστησε άξια τον Randy Holden στην κιθάρα. Αν και η πυραμίδα με τους Marshall ενισχυτές πρόδιδε κάπως αυτό που θα επακολουθούσε και η προσμονή δημιουργούσε «μαργαριτάρια» του στυλ «Αν δεν ματώσουν τ’ αυτιά μας απόψε η συναυλία δεν λέει» και άλλα πολλά, η συνέχεια ξεπέρασε τις καλύτερες προσδοκίες μας.

Ο Peterson, θρασύς και άνετος, παρουσιάζει το συγκρότημα λέγοντας: «We are Blue Cheer and this is what we do...» - και από εκεί και πέρα μας πήρε και μας σήκωσε. Ενα “Parchment Farm” (του Mose Allison) όπου οι jazz ρίζες του ξεριζώθηκαν άγρια, ένα “Summertime Blues” παιγμένο στη σωστή του διάσταση, με όση βαρβαρότητα χρειάζεται για να εκφράσει το νεανικό angst, ένα “Just A Little Bit” ίσα να σου τινάξει τα μυαλά και επίσημο κλείσιμο με το θυελλώδες “Doctor Please” («και για όσους αναρωτιούνται αν είναι τραγούδι για τα ναρκωτικά ήρθα να διαψεύσω τις φήμες. Ε, ναι είναι!», δήλωσε ο Peterson). Επανήλθαν για το encore (για να μην κατεδαφιστεί το Κύτταρο), φυλάγοντάς μας το “The Hunter” για το τέλος.

Είναι να αναρωτιέσαι πως ακούγονταν οι Blue Cheer στα 1960s με τα περιορισμένα τεχνικά μέσα της εποχής. Γιατί μπορεί να ήταν δυνατότεροι από τους Slayer και η μουσική τους να μας χτύπησε σαν μετωπική σε πέτρινο τοίχο, αλλά την επόμενη μέρα η μόνη παρενέργεια ήταν μια αίσθηση πληρότητας κάθε που η συναυλία ερχόταν στο νου. Μην τους χάσετε την επόμενη φορά...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured