Ένας από τους μεγαλύτερους jazz hipsters μετά τους πρωτεργάτες Eddie Jefferson, Joe Williams και King Pleasure, είναι και ο Mark Murphy. Στα 76 του χρόνια, επισκέπτεται για πρώτη φορά τη χώρα μας για τρεις «συλλεκτικές» βραδιές jazz αυτοσχεδιασμού, παρέα με τον ιθύνοντα και εμπνευστή του όλου εγχειρήματος, τον σημαντικό κιθαρίστα Σπύρο Εξάρα και την εκλεκτή μουσική συντροφιά των Τhomas Rueckert (πιάνο), Γιώργου Γεωργιάδη (κοντραμπάσο) και Αλέξανδρου Δράκου- Κτιστάκη (τύμπανα).

Η αλήθεια είναι ότι οδεύοντας προς το Gazarte δεν ήξερα τί ακριβώς θα αντίκρυζα, όχι τόσο από πλευράς μουσικού ενδιαφέροντος, όσο από αξιολογικής εναρμόνισης του βετεράνου jazz βοκαλίστα με το σήμερα. Το σήμερα που ενέχει τη jazz μουσική, το ελληνικό jazz κοινό και ειδικότερα τον ίδιο τον Murphy, το ιδιαίτερο αυτό μουσικό «πλάσμα» που αναποδογυρίζει τη τράπουλα του φωνητικού αυτοσχεδιασμού και την έννοια της αυθεντικότητας, μοναδικά για πάνω από 40 χρόνια, έτσι όπως μόνο ο ίδιος γνωρίζει. Λίγο μετά τις 11, οι σκέψεις μου εξαφανίστηκαν και αφέθηκαν στην οπτικοακουστική επεξεργασία του Αμερικανού crooner και της πολύ αξιόλογης παρέας του. Η επιμελώς ατημέλητη εμφάνιση του Murphy στα μαύρα, με πολλά αστραφτερά και μεγάλα δαχτυλίδια στα δάχτυλα, δίνει το πρώτο έναυσμα για να επικεντρωθείς στη σκηνή, ώστε να ακολουθήσουν και οι πρώτες νότες, τα πρώτα scat στο κλασικό και αγαπημένο μου “My Funny Valentine”. Οι αργές κινήσεις και οι εναγκαλισμοί του καλλιτέχνη με τους υπόλοιπους μουσικούς συνοδεύουν όλη τη βραδιά, με έναν Mark Murphy να έχει πλήρη έλεγχο του ρυθμού και να επιθυμεί περισσότερο να συνοδέψει τα όργανα παρά εκείνα αυτόν. «Δεν περιφέρομαι απλά στη σκηνή, οι λέξεις, οι νότες είναι κομμάτια της ζωής μου που τα μοιράζομαι με το κοινό», συνηθίζει να λέει ο ίδιος και σίγουρα κάτι ανάλογο ένιωσα κι εγώ εχθές βράδυ σε έναν χώρο όπου είχαμε μαζευτεί τόσοι όσο έπρεπε (αρκετός κόσμος με μέσο όριο ηλικίας 40 περίπου, pas mal!).

Το ρεπερτόριο κινήθηκε αρχικά σε κλασικά standards όπως “Summertime”, “Milestones”, “When I Fall In Love”, “Señor Blues” για να εστιάσει στη συνέχεια στις αγάπες του jazz βοκαλίστα, δηλαδή στους Miles Davis, Freddie Hubbard και Cole Porter. Σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας ο Murphy παρουσίαζε τους μουσικούς του, παρακινούσε το κοινό να τους χειροκροτήσει και βυθιζόταν σε κάθε εναλλαγή νότας και ρυθμού. Ο ίδιος, αρχοντικός και ήρεμος, ανέδυε άρωμα άλλης εποχής, άλλης νοοτροπίας και, παρά την προχωρημένη ηλικία ή και την κουρασμένη αλλά πάντοτε καθαρή και τενορίστικη φωνή του, δεν ένιωθες ότι χάνεται κάτι. Ίσως μονάχα να ζήλευες επειδή δεν είχες τη δυνατότητα να τον ακούσεις νεότερο και πιο προκλητικό. Πάντως η όλη φιγούρα του και το πώς κινούνταν στη σκηνή ή και μετά, ανάμεσα στο κοινό, αποκάλυπτε ένα μοντέρνο, χορτάτο και εκφραστικό άνθρωπο, ο οποίος ζει κάθε στιγμή εντός και εκτός της μουσικής. Κατά τις 1.30, και με ένα encore πάνω σε ένα δικό του κομμάτι για τη σχέση του πιάνου και της bossa nova, έκλεισε μία ζεστή και χαλαρή βραδιά, με πρωταγωνιστές όλους ανεξαιρέτως τους μουσικούς υπό την «αυτοσχέδια» διεύθυνση του Murphy.

Το «φαινόμενο» Mark Murphy υπήρξε ανέκαθεν δύσκολο να το χαρακτηρίσεις, να το εντάξεις ή και να το σνομπάρεις. Για μένα που δεν ήμουν μάλιστα ποτέ ειδική ή και φανατική του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, η εμπειρία ήταν σημαντική από πολλές απόψεις. Το κυριότερο ήταν ότι γεύτηκα άρωμα jazz σε όλο του το μεγαλείο και το ιδιαίτερο βάρος.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured