Η πράξη του να συνεχίζει να πηγαίνει κανείς σε live εμφανίσεις του Steve Wynn ισοδυναμεί με την αντίστοιχη του να πηγαίνει διακοπές σ’ ένα νησί το οποίο ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά: δεν έχει να του προσφέρει τίποτα καινούργιο κι όμως εξακολουθεί να το επισκέπτεται. Γιατί, όπως στο νησί που πας και εμπιστεύεσαι, ξέρεις τι θα δεις, τι θα συναντήσεις αλλά και πως θα περάσεις καλά, έτσι και αυτοί που μαζεύτηκαν κυριακάτικα στο Tiki Bar ήξεραν για τα καλά τον κύριο που είχαν απέναντι τους και τι μπορούσε να τους προσφέρει.
Η βραδιά ξεκίνησε με το κουαρτέτο των Dustbowl, οι οποίοι, με ρετρό εμφάνιση και αισθητική βγαλμένη από τα early 1960s και την country folk του Johnny Cash, συνέβαλλαν στη δημιουργία κατάλληλου κλίματος για μια unplugged, ακουστική βραδιά. Γύρω στις 11, η γνώριμη φιγούρα του Steve προσπαθούσε με δυσκολία να βρει τον δρόμο προς τη σκηνή που είχε στηθεί καθώς το, όχι και πιο ευρύχωρο μέρος του κόσμου, Tiki Bar είχε γεμίσει ασφυκτικά από τριαντάρηδες - κυρίως γνώστες και μουσικούς ακόλουθους των τραγουδιών που εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια σκαρώνει το κάποτε μέλος των Dream Syndicate. Με συνοδοιπόρο τον Robert Lloyd σε όλη αυτή την ιδιότυπη ακουστική τουρνέ, ο Wynn άρχισε να εξαπολύει μελωδίες από μια αστείρευτη δεξαμενή, η οποία, πέρα από τα προσωπικά του albums και τους Dream Syndicate, περιλαμβάνει τους Gutterball, Danny & Dusty, ακόμα και όλη την παραδοσιακή country-folk αμερικάνικη μουσική, πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς σε κάθε δουλειά του.
Άκρως επικοινωνιακός, καθώς και ο χώρος το ευνοούσε, έχοντας μια μικρή ιστορία για κάθε κομμάτι και ενθαρρύνοντας συνεχώς το κοινό για «παραγγελιές», αλλά και με τη φωνή του ακμαία παρά τα χρονάκια που αρχίζουν να φορτώνονται στην πλάτη (αισίως 48), ο Wynn επιδόθηκε σε ένα «career all best» σετ. Η άψογη εκτέλεση κομματιών - με χαρακτηριστικά τα “The Medicine Show”, “Merritville”, “Motorcycle Boy” και “Now I Ride Alone”, απαλλαγμένα από κάθε είδους riff και παιγμένα στη λογική με την οποία γράφτηκαν εξαρχής - ήταν το απτό παράδειγμα της «παικτικής» ικανότητας των Wynn και Lloyd, οι οποίοι καταφέρανε να αποδώσουν ένα πολύ γεμάτο ήχο με μόλις δύο κιθάρες και ένα μαντολίνο. Χαρακτηριστικά τα πλούσια κιθαριστικά strings, που οδηγούσαν σε απόγεια και κορυφώσεις πολλά τραγούδια, χτίζοντας πέρα από μια συμβατική ακουστική εκτέλεση. Κατά τη διάρκεια του live διαφημίστηκαν επίσης και τα κομμάτια του επερχόμενου νέου δίσκου του Wynn, με τίτλο Crossing Dragon Bridge, ενώ με ένα από αυτά (το “When We Talk About Forever”) ο τελευταίος μας ανακοίνωσε και τον γάμο του! Στιγμή πάντως της βραδιάς, πέρα από τα τρία encore (στο τρίτο τον ανεβάσανε σηκωτό οι φωνές του κόσμου), η εκτέλεση του “Boston”, που αποτελεί και προσωπική μου αδυναμία.
Στην τελική, όσοι μαζεύτηκαν για άλλη μια φορά για να παρακολουθήσουν τον Steve Wynn δεν είδαν κάτι πρωτοποριακό, δεν άκουσαν κάποιο φρέσκο ήχο που να συγκρίνεται με ονόματα τα οποία παρελαύνουν στη διεθνή μουσική σκηνή, ούτε η unplugged παρουσία ήταν κάτι το καινούργιο (το έχει ξανακάνει άλλωστε, κάποια χρόνια πίσω, στο Corto Maltese). Αυτό όμως που σίγουρα είδαν και απόλαυσαν είναι έναν εκπληκτικό τραγουδοποιό να παίζει μαεστρικά μπροστά τους, αποκαλύπτοντας τη μαγεία της παραδοσιακής αμερικάνικης μουσικής. Eνός είδους που, παρόλη τη δυσκολία του να συμπεριλάβει μέσα του καινοτομίες και πρωτοποριακές ιδέες, στα χέρια τέτοιων μουσικών ακούγεται πιο ενδιαφέρον και ελκυστικό από ποτέ...