Για κάποιον που δεν έχει παρακολουθήσει πολλές συναυλίες στο εξωτερικό –και δη αυτές που είθισται να αποκαλούνται «μεγάλες»- οι συγκρίσεις με τις ντόπιες διοργανώσεις καθίστανται συνειρμικά αναπόφευκτες -ειδικότερα μετά τα πρόσφατα ευτράπελα και το συνεχές φιάσκο των απανωτών ακυρώσεων. Οι συγκρίσεις αυτές –θέλεις, δεν θέλεις- ξεκινούν από την είσοδό σου στο χώρο της συναυλίας (για να μην πούμε από την έκδοση του εισιτηρίου κιόλας...) και φυσικά είναι αρκετές για να σε κάνουν να αντιληφθείς την απόσταση που χωρίζει το συναυλιακό status των ευρωπαϊκών χωρών με το δικό μας. Κοινώς, έγινα μάρτυρας όλων των απτών λόγων που καθιστούν σχεδόν αδύνατο να παρακολουθούμε κι εδώ συναυλίες τέτοιου μεγέθους, με την οργάνωση που τους πρέπει, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να διοργανώσουμε Ολυμπιακούς Αγώνες ή να περιμένουμε το "αξιόπιστο φεστιβάλ" μας να βγάλει το φίδι από την τρύπα.

Μπαίνοντας στο συναυλιακό χώρο του Cultuurpark, όλα φαίνονταν ...ασυνήθιστα –για μας τους άγριους- λογικά: η τιμή του εισιτηρίου (40 ευρώ για δύο acts), ο κατάλληλος και άνετος χώρος, η ευκολία πρόσβασης, οι ευγενικοί τσεκαδόροι και το άψογο surveillance (αρμοδιότητα των security guards, ψιλά γράμματα κι αυτό εδώ...), η επάρκεια σε μπαρ (μέτρησα τουλάχιστον 5) και η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά από οποιοδήποτε σημείο χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση (χαρακτηριστικά, για να βγεις κατά τη διάρκεια της συναυλίας από τις πρώτες σειρές όπου βρισκόμουν και να επιστρέψεις με ένα six-pack από μπύρες στην παρέα, χρειαζόσουν ακριβώς 3 λεπτά!), καθώς και ο επαρκής αριθμός χημικών τουαλετών και η λειτουργικότητά τους (αυτονόητο; ίσως...), το αναπαυτικό πλαστικό δάπεδο (που συν τοις άλλοις προστατεύει και το γρασίδι). Περιττό ίσως να αναφέρουμε –αν και επρόκειτο για σοκαριστική (sic) διαπίστωση...- ότι απουσίαζε το σύνηθες τσούρμο που περιμένει στωικά έξω από την πόρτα την ώρα και τη στιγμή για το εθιμοτυπικό «ντου από παντού». Προφανώς, όταν όλα τα παραπάνω είναι εξασφαλισμένα και τα πάντα εγγυώνται ότι κάθε ευρώ σου θα πιάσει τόπο, δεν συντρέχει λόγος για αγριότητες... (σσ. αρχισυντάκτη: και στους Scorpions που ξαναήρθαν για νιοστή φορά με εισιτήριο 50 ευρώ, οι γνωστοί-άγνωστοι δεν "χτύπησαν" γιατί τα λεφτά τους "έπιαναν τόπο";)

Μέσα στο χώρο και αναμένοντας να σκάσει μύτη στη σκηνή ο Lidell, καταρρίφθηκε αυτόματα και ο μύθος περί «μικρής ελληνικής αγοράς» (και κατ’επέκταση και κατάχρηση και εκείνος της «χαμηλής προπώλησης») που λειτουργεί ως μόνιμη δικαιολογία σε κάθε συναυλιακό φιάσκο ημεδαπών promoters. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, το κοινό στο πανέμορφο πάρκο του Westergasfabriek δεν ξεπερνούσε τις 8.000, γεγονός που δεν αντιστοιχούσε σε κάποια έκπτωση εκ μέρους της παραγωγής όσο αφορά την αρτιότητα της διοργάνωσης. Η ποιότητα του ήχου καθ’όλη τη διάρκεια του live (εννοώντας και το support...) πλησίαζε την τελειότητα -καθώς υπήρχε και surrounding σύστημα με ηχεία πίσω από το κοινό, ώστε ο ήχος να φτάνει το ίδιο σε κάθε σημείο.



Να πω τη μαύρη μου αλήθεια, περισσότερο καιγόμουν να δω τον Jamie Lidell, παρά την κυρία για την οποία θα «άνοιγε» με το 50λεπτο σετ του. Με τη συνήθη περιβολή nerd (καπαρτίνα, γυαλιά, μαλλί «έχασα την τσατσάρα»), αλλά και το εκκεντρικό t-shirt με τα καθρεφτάκια, ο ξερακιανός Άγγλος βγήκε φορτσάτος στη σκηνή (στην ώρα του παρακαλώ, ούτε λεπτό αργότερα!) χτυπώντας ένα μικρό γκονγκ και ξεκινώντας με karaoke πάνω στο downtempo και λίαν soulful ‘Game For Fools’ από το περίφημο ‘Multiply’. Ύστερα, κλείστηκε πίσω από το φρούριο με τα άπειρα gadgets, το Moog και τα εφέ του και ξεκίνησε το ξέφρενο one man show τσίρκο του. Τραγούδι και φωνές πάνω στις φωνές που ηχογραφούσε, beatboxing και λούπες που δημιουργούσε αυτοστιγμής, στα οποία το κορμί σου ήταν δύσκολο να αντισταθεί. Κι εκεί ήταν που έδειχνε να το διασκεδάζει όσο τίποτα και όχι τόσο στα θεατρικά karaoke πάνω στο υλικό του ‘Multiply’ που παρεμβάλλονταν –τα οποία όμως λειτουργούσαν ως συνδετικός κρίκος στους φρενήρεις dance αυτοσχεδιασμούς και έδιναν και την ευκαιρία στο κοινό να σιγοντάρει σε όποια κομμάτια γνώριζε. Έκλεισε το απολαυστικό του σετ με μια απογειωτική εκτέλεση του motownικού ‘Multiply’, το οποίο μπόλιασε με αρκετό αυτοσχεδιασμό, noise παρεκτροπές και χορωδιακά μέρη που έχτισε μόνος του σαμπλάροντας τις συνεχείς παραλλαγές πάνω στο groovy ρεφρέν ‘I’m so tired of repeating myself, beating myself up, wanna take a trip and multiply…’. Χτυπώντας και πάλι το γκονγκ αντί αποφώνησης εγκατέλειψε τη σκηνή, αφήνοντας διάχυτη την αίσθηση πως το συγκεκριμένο act θα μπορούσε -εκτός από support στη Bjork- να λειτουργήσει και ως warming up πριν από κάποια εμφάνιση του Prince ή των Beastie Boys και πως επίσης θα μπορούσε ο ίδιος ο Lidell να είναι μέλος της μπάντας όλων των παραπάνω ή να συνεισφέρει με το δικό του act ταυτόχρονα με αυτούς στη σκηνή.

Και ήγγικεν η ώρα Bjork. Δεν είμαι σε θέση να δηλώσω fan της ιδιόρρυθμης Ισλανδής, ούτε έχω παρακολουθήσει τόσο προσεκτικά την πορεία της -παρ’ότι μάλλον ανήκω στους ενημερωμένους σχετικά με τις κυκλοφορίες της- ενώ άρχισε να με κερδίζει όλο και περισσότερο με τις τολμηρές επιλογές της από το ‘Vespertine’ και ύστερα. Ίσως είναι καρα-κλισέ να γράψω πόσο δύσκολο είναι να μην αναγνωρίσει κανείς –είτε τη γουστάρει είτε όχι- την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η Bjork στο pop στερέωμα, όντας αντισυμβατική όσο αφορά τις καλλιτεχνικές της επιλογές ή –ακόμα καλύτερα- ακολουθώντας διαδρομές και κανάλια που μέχρι την εμφάνισή της ο κόσμος της pop είχε αποκλείσει. Ουσιαστικά δεν της έχει συγχωρεθεί το γεγονός ότι ως καλλιτέχνης έχει επιτύχει, εκφράζοντας στο έπακρο το δόγμα «κάνω ό,τι γουστάρω», κάτι που τεκμηριώνεται σε κάθε της βήμα και σε κάθε παράγοντα που διαμορφώνει το φαινόμενο Bjork: η παιδική εκδηλωτικότητα και η αλλόκοτη κινησιολογία επί σκηνής, η χρήση «περίεργων» και ασυνήθιστων οργάνων, η αναζήτηση δύστροπων ήχων και συνηχήσεων, οι στιχουργικές ακροβασίες μεταξύ ποίησης και κοριτσίστικης αφέλειας, το πάντα εκκεντρικό (sic) ενδυματολογικό και σκηνογραφικό concept, οι τεράστιες απαιτήσεις σε επίπεδο παραγωγής προκειμένου να υλοποιηθεί ένα show (φωτισμοί, μουσικοί, χορωδίες, ορχήστρες, ήχος, σκηνογραφία κλπ.), το πολύ ιδιαίτερο τραγουδιστικό ύφος που επιμένει να μην συγχρωτίζεται με τις mainstream μανιέρες, οι εκλεκτικές της συνεργασίες (πρώτιστα με παραγωγούς, αλλά και μουσικούς). Ήμουν λοιπόν σε θέση τώρα να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι –και αποφορτισμένος από τη θρησκευτική ευλάβεια ενός fan- πόσα στοιχεία αυτού του φαινομένου ανήκουν στη σφαίρα της pop μυθολογίας και αν όντως έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικά μεγάλο καλλιτέχνη.



Κι αυτή Αγγλίδα στο ραντεβού της (ακριβώς 21.15 σύμφωνα με το πρόγραμμα η αφιλότιμη...), κάνει πανηγυρική -ίσως και πανηγυρτζίδικη- αρχή με το ‘Earth Intruders’, το πρώτο single του ‘Volta’, οπότε και το αεικίνητο Ισλανδικό κοντοπίθαρο πλάσμα εισέρχεται στη σκηνή χοροπηδώντας, δείχνοντας πως βρίσκεται σε μεγάλα κέφια. Μαζί της τρεις μουσικοί (ανάμεσά τους και ο drummer Chris Corsano, ο οποίος κατά το περσινό του πέρασμα από τη χώρα μας σε μια experimental σύμπραξη, έμαθε και αυτός τι σημαίνει Έλλην promoter, μιας και δεν πληρώθηκε ποτέ για τα έξοδά του –να τα λέμε αυτά...), ένας τεχνικός ήχου on stage και το 9μελές σύνολο πνευστών που είχε κουβαλήσει από την παγωμένη Ισλανδία –το οποίο εκτελούσε και χρέη χορωδίας. Οι τόνοι και οι εντάσεις πέφτουν απότομα για να ερμηνεύσει μια free -μα εντελώς free- εκτέλεση του ‘Cover Me’, προετοιμάζοντας την κατανυκτική ατμόσφαιρα του ‘Pagan Poetry’, όπου με μια απότομη κίνηση ξεδίπλωσε μαγικά το κρυφό γκατζετάκι-προέκταση του φορέματος: δύο δέσμες από κορδόνια που ξεκινούσαν από τα χέρια της και έφταναν μέχρι το κοινό, δημιούργησαν έναν επιβλητικό ιστό.

[Pagan Poetry]


Το ‘Hunter’ που ακολουθεί προμηνύει ξεσήκωμο, ο οποίος θα φτάσει στο peak αργά και γλυκά πέντε κομμάτια μετά στο βαρύ και ασήκωτο ‘Army Of Me’. Ενδιάμεσα, πρόλαβε να σκορπίσει ρίγη συγκίνησης με το ‘All Is Full Of Love’ και το πολυαγαπημένο απ’το κοινό ‘Joga’, με το σύνολο της χορωδίας και των πενυστών να δίνει τον καλύτερό του εαυτό.

[Joga]


Άλλη μια σφήνα από το ‘Volta’, το ‘Innocence’, μας υπενθυμίζει ότι βρίσκεται σε περιοδεία για τον καινούριο της δίσκο και ύστερα ξανά δώσ’του πάλι ‘Post’ και ‘Homogenic’ (‘I Miss You’, ‘5 Years’, ‘Immature’). Το ‘Wanderlust’ απλώς προετοιμάζει το χαμό που θα επακολουθήσει: ένα ιδανικό ντελιριακό φινάλε του κανονικού σετ με ‘Hyperballad’ (σε βαρβάτο techno remix απογυμνωμένο από τα έγχορδα της στουντιακής ενορχήστρωσης και με τον Corsano στα drums να δίνει ρέστα) και ‘Pluto’, όπου τα LFO και τα laser είχαν στήσει το δικό τους party. Για το επιβεβλημένο encore, μας είχε επιφυλάξει την έκπληξη του ‘Oceania’ σε μια εξόχως Balkan “a la Bregovic” εκτέλεση (η οποία απ’ό,τι η ίδια μας πληροφόρησε παιζόταν για δεύτερη φορά ever) και ένα οργιαστικό industrial ξέσπασμα πάνω στο ‘Declare Independence’ (ίσως η κορυφαία και πλέον δυνατή στιγμή του πρόσφατου ‘Volta’), κραυγάζοντας και ουρλιάζοντας ‘make your own flag, raise your flag, raise your flag…’.

[Declare Independence]


[Oceania]


Αν και μερικώς κουρασμένη –όπως γινόταν εμφανές όσο περνούσε η ώρα- δεν την εμπόδισε ούτε στιγμή να είναι απολαυστική και γενναιόδωρη στις ερμηνείες της (άλλο ένα δείγμα της professional τεχνικής και στάσης ενός μεγάλου καλλιτέχνη) και όπως πάντα υπερκινητική, προκαλώντας το κοινό με κάθε της κίνηση να την ακολουθήσει στο σκηνικό της party. Η σούμα δείχνει 6 tracks από το ‘Homogenic’ (που προφανώς πρόκειται για την εμβληματική της δουλειά), 5 από το ‘Volta’, 4 από το ‘Post’, μία υπενθύμιση του ‘Vespertine’ και δύο του ‘Medulla’ και ...κανένα (!!!) από το ‘Debut’. Οι techno και electro-industrial αναφορές που έχουν πλέον αρχίσει να υπερισχύουν της avant-garde τραγουδοποιίας της, είναι μια επιλογή που σίγουρα τη δικαιώνει -τουλάχιστον όσο αφορά τις ζωντανές εμφανίσεις της- και ξεκαθαρίζουν για τα καλά ότι δεν πρόκειται να ακούσουμε (ακόμα και για τα ηλεκτρονικά μέρη) ένα playback της στουντιακής ενορχήστρωσης.



Φεύγουμε από το χώρο με το σπάνιο αίσθημα ότι επιτέλους (και μετά από πόσο καιρό άραγε;...) παρακολουθήσαμε μια άρτια από όλες τις απόψεις συναυλία (καλλιτεχνικά, ηχητικά, διοργανωτικά) και δεν προέκυπτε από πουθενά περιθώριο για γκρίνια ή γενικότερες εκφάνσεις του μονίμως ανικανοποίητου. Πέρα από το ζήτημα της πείνας φυσικά που είχε χτυπήσει κόκκινο, το οποίο όμως λύθηκε κι αυτό με τη γενναιόδωρη πρόταση του φίλου μας Marc να μας μαγειρέψει αυγά και μπέικον στο σπίτι του, καταλήγοντας να τραγουδάμε όλοι ‘we are the egg intruders…’.

Playlist:

Earth Intruders
Cover Me
Pagan Poetry
Hunter
All Is Full Of Love
The Pleasure Is All Mine
Joga
Hope
Army Of Me
Innocence
I Miss You
Five Years
Immature
Wanderlust
Hyperballad
Pluto

Encore:

Oceania
Declare Independence

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured