Είναι ελάχιστες οι φορές που έχεις ξεκινήσει με τόσο καλή διάθεση να πας σε μια συναυλία και έχεις καταλήξει μερικές ώρες μετά με το πιο μεγάλο ξενέρωμα του κόσμου. Έμελλε να το πάθω δις φέτος και μάλιστα μέσα σε διάστημα 20 ημερών: κι αν την πρώτη φορά ήταν στο Apollo της Βαρκελώνης στις 2 Ιουνίου που μια κακιασμένη αδελφή μέσα στο πολυποίκιλτο queerness της -και στον αδιαμφισβήτητο ελιτισμό που πηγάζει μέσα από αυτόν- αρνήθηκε μπροστά στην αφεντιά μου και σε άλλους 500 νοματαίους να μας χαρίσει τον καλύτερο μουσικό οργασμό των τελευταίων 3-4 ετών (από τότε δηλαδή που είδα τις t.A.T.u. στη σκηνή για πρώτη φορά…), η δεύτερη γράφτηκε με φαρδιά πλατιά prog-folk γράμματα πάνω στα βράχια του αθηναϊκού λόφου, εκεί όπου σκαρφαλώνουν οι εκάστοτε τσαμπατζήδες (όπως τους χαρακτηρίζουν οι διοργανωτές συναυλιών, έχοντας όμως ιδία άποψη για το θέμα, σας διαβεβαιώνω ότι το κάνουν λιγότερο από τσιγγουνιά και περισσότερο επειδή θέλουν να βρίσκονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στα αστέρια).
Είχαν περάσει 16-17 χρόνια από την τελευταία «επίσημη» επίσκεψη των Tull στη χώρα μας (είχαν μεσολαβήσει μια ακόμη του Ian Anderson στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 2003 κι άλλο ένα secret gig την επόμενη χρονιά για σκοπό ενός γερμανικού καναλιού) και το κοινό που είχε έρθει να τους παρακολουθήσει είχε-δεν είχε γεννηθεί το 1990. Γενικά ο μέσος όρος ηλικίας του κόσμου ήταν παράξενος: είτε ήταν κάτι 16αρηδες, είτε μεσόκοποι παλιοροκάδες (με τους επίσης 16αρηδες γιους και κόρες τους). Ευτυχώς που αυτή τη φορά ο Ian δεν έθεσε όπως τότε, πριν 17 χρόνια, το αμείλικτο βέτο «ανεβάστε μαζί μου στη σκηνή τον πιο δημοφιλή έλληνα λαϊκό τραγουδιστή» και δεν καταλήξαμε με έναν δεύτερο Νταλάρα επί σκηνής –αν κι ομολογώ ότι εν ετει 2007 το πείραμα Ian Anderson και Θάνος Πετρέλης ομού στο σανίδι ακούγεται εξαρχής τουλάχιστον προκλητικό…
Πλατειάζω πάλι ασύστολα, το ξέρω. Αλλά είναι επειδή τέτοια απογοήτευση την φυσάω και δεν κρυώνει με τίποτα. Δεν είναι μόνο το ότι ο Ian, ως άλλος δικτατορίσκος, δεν άφηνε με τίποτα τον –υπενθυμίζω, επί 40 συναπτά έτη φίλο κι επιστήθιο συνεργάτη του- Martin Barre να μας δείξει ότι ναι, και ο δικός του κιθαριστικός σάκος πιάνει μπόλικα απίδια, κόβοντας τον κάθε φορά που επιχειρούσε ένα σολάρισμα, αλλά κυρίως το ΤΙ και ΠΩΣ το έπαιξε. Γιατί η επιλογή τραγουδιών ήταν το λιγότερο τραγική: και καλά, το «Farm On A Freeway» το δέχομαι, αλλά εκείνο το 12λεπτο τζαμάρισμα στο «Budapest» στο τέλος της συναυλίας τι το ήθελε; Να μας αποδείξει ότι ακόμη και στα 61 του χρόνια το λέει η καρδιά του; Ένα εκτός τόπου και χρόνου εκτρωματικό «Aqualung» τι γύρευε στη μέση του σετ; Σορρυ, αλλά εγώ δεν θέλω να κάνω πειράματα με το αυτί μου: το εν λόγω κομμάτι (που, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ένα από τα δέκα-δεκαπέντε σημαντικότερα τραγούδια στην ιστορία της ροκ μουσικής) ήθελα να το ακούσω έτσι ακριβώς όπως το έμαθα, ήτοι το εξάνοτο ριφ στη αρχή, μετά η ακουστική του Ian, μετά το γρήγορο middle 8, κατόπιν το εκπληκτικό σόλο του Barre και στο τέλος πάλι η ακουστική κιθάρα του Anderson και το ριφ με τα ντραμς να τα «σπάσουν» μαζί μέχρι το ρολόι να δείξει 6 λεπτά και 34 δευτερόλεπτα κι εγώ να ψάχνω χαρτομάντιλα από τον διπλανό μου. Αυτό που άκουσα πάντως ήταν μια απολύτως σιχαμένη διασκευή του που με έκανε να βλαστημήσω την ώρα και τη στιγμή που δεν ανέβασα μαζί μου το discman μου. Και, τέλος πάντων, έχεις μια δισκογραφία 300+ κομματιών, έχεις να έρθεις 17 χρόνια, βλέπεις το θέατρο ασφυκτικά γεμάτο, τις πρώτες σειρές πακτωμένες από αμούστακα παιδιά που προφανώς σε παρακολουθούν για πρώτη φορά κι αντί να δώσεις το απόλυτο best of, προτιμάς να αναλωθείς σε ηχητικούς πειραματισμούς και τζαζ-ροκ τζαμαρίσματα, τραβώντας το κάθε τρίλεπτο κομμάτι στα 8-10 λεπτά, προφανώς επειδή οι συνεργάτες σου είναι τεμπελχανάδες και βαριούνται να μάθουν και καμία δεκαριά ακόμη standards από τη δισκογραφία σου –ή επειδή εσύ απλά είσαι ένας 61χρονος σκωτσέζος χωρίς καμία διάθεση σωστής διαχείρισης του υλικού του και της λαχτάρας του κοινού σου να ακούσει κάτι περισσότερο από μια –ομολογουμένως εξαιρετική- απόδοση του «Thick As A Brick». Ένα «Locomotive Breath» στο τέλος δεν ήταν ικανό να χρυσώσει το χάπι από όλα εκείνα τα απογοητευμένα κι αμήχανα πρόσωπα που κατέβαιναν σκεπτικά τον βράχο την Παρασκευή το βράδυ…
Υ.Γ: όχι ότι δεν το γνωρίζαμε ήδη, αλλά ο Anderson θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος ηλικιωμένος stand up comedian, εφάμιλλος του Bill Hicks. Οι επικοινωνιακές του ικανότητες είναι επιπέδου… Γιώργου Μαρίνου στη σκηνή και οι ατάκες του είναι τόσο φαρμακερές που είναι να απορείς πως τόσα χρόνια δεν έχει πάθει δηλητηρίαση δαγκώνοντας τη γλώσσα του.