Συνήθως πηγαίνοντας στις συναυλίες των πάσης φύσεως «ζωντανών θρύλων» δεν πολυξέρεις τι να περιμένεις. Θα την παλεύει ο θρύλος επάνω στη σκηνή η θα βγαίνει η φωνή με χίλια ζόρια; Θα παίξει τα κλασικά του ή θα προωθήσει την τελευταία νιώθω-πιο-νέος-από-ποτέ δουλειά του, θα παίξει ώρα ή θα είναι καμιά αρπακτή σαν τον (βάλτε καλλιτέχνη-φούσκα της επιλογής σας) κ.ο.κ.
Στην περίπτωση του Isaac Hayes αυτοί που έσπευσαν να πάρουν ιδίοις όμμασι την απάντηση ήταν αρκετοί και παρά τα 45 ευρώ του εισιτηρίου το εντυπωσιακό –πλην όμως ολίγον τι αχρείαστο- κλειστό του Ολυμπιακού συγκροτήματος Φαλήρου ήταν μισογεμάτο από 2-2.500 χιλιάδες κόσμο. Το σοφό ελληνικό κοινό αφού σπρώχτηκε και συνωστίσθηκε για αρκετή ώρα στο μπαρ πήρε τη θέση του για μια συναυλία που μάλλον γρήγορα θα ξεχάσει.
Ο Isaac Hayes έκανε την εμφάνισή του λίγα λεπτά πριν από τις 10 και μετά το εναρκτήριο κομμάτι κατέστησε σαφείς τις προθέσεις του να αφήσει κατά μέρος τα κομμάτια που τον ανέδειξαν σαν έναν από τους πρωτεργάτες της disco και του hip hop και να μας προσφέρει μια χαμηλών (ίσως υπερβολικά χαμηλών) τόνων συναυλία. Τη μεγαλύτερη διάρκεια του live η μια μπαλάντα ακολουθούσε την άλλη (By the time I get to Phoenix / I stand accused / Don’t you ever take your love away) με το κοινό –σε τελείως άλλη διάθεση από τον καλλιτέχνη- να προσπαθεί να κουνηθεί σε όσα σημεία μπορούσε πριν ξαναπέσουν οι τόνοι και συνεχίσει, αφημένο στην παγωμένη ατμόσφαιρα του σταδίου, να κοιτά λιγάκι αμήχανα τα τέσσερα (!) ψηφιακά synth της εννιαμελούς μπάντας του Hayes να αποδίδουν το χαρακτηριστικό ορχηστρικό χαλί με τα rhythm n’ blues πνευστά, τους fuzzy κιθαριστικούς ήχους και τα γεμίσματα των βιολιών.
Κάπως έτσι κινήθηκε όλο το σετ με φωτεινή εξαίρεση τη δεκάλεπτη σούπερ διασκευή του Walk On By (με ένα φανταστικό σόλο ντραμς στη μέση του κομματιού) το οποίο κέρδισε και το μεγαλύτερο χειροκρότημα. Ο επίλογος με το Shaft παραήταν προβλέψιμος ενώ στις κακές εντυπώσεις τις βραδιάς να συμπεριλάβουμε ότι για τελευταίο κομμάτι επέλεξε ένα συμβατικό upbeat bluesακι της σειράς (“Feeling Alright”) αντί για έναν από τους γνωστούς disco funk δυναμίτες του (Disco Connection) ή έστω κάποια α λα blaxpoitation πινελιά ("Run fay run", "Chocolate chip" κλπ.).
Εν τέλει, με κάθε σεβασμό προς το επιδραστικότατο έργο του Hayes (δεν κρίνεται αυτό εδώ) η πλειοψηφία των παρευρισκομένων μάλλον θα συμφωνήσει μαζί μου ότι περιμέναμε λίγο περισσότερα από μια από τις χαρισματικότερες φιγούρες της soul…