Μια από τις πιο πολυαναμενόμενες συναυλιές όχι μόνο του μήνα αλλά και όλης της χρονιάς πήρε το δρόμο που τις άξιζε. Έγινε sold out και σίγουρα έμεινε αξέχαστη σε όσους την παρακολούθησαν, ως μία από τις καλύτερες που είδαμε φέτος (και η καλύτερη φετινή για τον γράφοντα).

Την βραδιά άνοιξαν τρεις δικές μας κοπέλες υπό το όνομα Minimaximum Improvisation. Η μουσική τους, όπως μαρτυρά το ήμισυ του ονόματος τους, βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό με κύριο άξονα τον ηλεκτρονικό ήχο. Με ένα αρμόνιο, που πότε απασχολούσε μία πότε δύο από τα μέλη του σχήματος, μία περιστασιακή τρομπέτα, ένα μίκτη (υποθέτω) και διάφορα αυτοσχέδια εφευρήματα, παρήγαγαν για μίση περίπου ώρα ένα ενδιαφέρον (σαν ιδέα τουλάχιστον) ήχο που είτε παρέπεμπε σε κινηματογραφική μουσική επένδυση, είτε σε τελείως πειραματικές φόρμες.

Η σκηνή παραχωρείται στους πολλά υποσχόμενους Mary And The Boy. Το hype που πλανάται τους τελευταίους μήνες γύρω από το όνομα τους δεν φάνηκε να τους έχει καταβάλλει πάνω στη σκηνή, άλλα ούτε και να δικαιολογείται. Art-cabaret punk με μία δόση από Dresden Dolls σε περιόδο λιτότητας. Ένα αρμόνιο στα χέρια του Boy, στο μικρόφωνο η Mary και μια εκστασιασμένη (!) ξανθιά τύπισα να χορεύει μόνη της στην άκρη της σκηνής. Χωρίς τη συμμετοχή του πριονιού με το δοξάρι, το υπόλοιπο γκρουπ ερμήνευσε κάποια δικά του κομμάτια όπως το συμπαθητικότατο “I was able to begin again” και το αυτοκαταστροφικά ναρκισιστικό “Mary & The Boy Are Killing Themselves”. Διασκεύασαν το “Bobby Peru” και παρουσίασαν μια δική τους εκδοχή-πάντρεμα των “Milkshake” και “My neck my back” από Kellis και Khia! Αξιοσημείωτη η ένταση και η άνεση με την οποία ερμηνεύει κάθε τραγούδι η Mary.

Κάπου στις 11:10 εμφανίζεταθ στη σκηνή ο Kieran Hebden και ο αειθαλής Steve Reid. Η σύγχρονη ηλεκτρονική avant-garde-ίστικη φιλοσοφία ενώνεται με το πρωτόγονο αρχετυπικό στοιχείο για μίαμιση περίπου ώρα. Η πρόσφατη συνεργασία των δύο φαινομενικά ετερόκλητων καλλιτεχνών με τίτλο “The Exchange Sessions Vol.1” παίρνει σάρκα και οστά και αποδεικνύει ότι τέτοιες κυκλοφορίες δεν μπορούν να περιορίσουν τη μαγεία τους σε μία στούντιο ηχογράφηση. Καταιγιστικό, ανελέητο, εξαντλητικό, μελωδικό και συγχρόνως θορυβώδες, σαγηνευτικό και καθηλωτικό, αστείρευτο και αυθεντικό, χίλιες φορές καλύτερο από αυτό που βρίσκεται ψηφιοποιημένο μέσα στο cd. Η απέραντη πείρα του Steve Reid πάνω στα drums έκαναν τα χέρια του απλώς μια προέκταση του μυαλού και της φαντασίας του, χωρίς να δείχνει ίχνος κούρασης παρά τα 63 χρόνια που τον βαραίνουν. Από την άλλη ο Hebden ήξερε πολύ καλά τι έκανε και ήταν αυτός που με τα γεμίσματα του έμοιαζε να κινεί τα νήματα μιας αυτοσχεδιαστικής τελετουργείας που εντούτοις είχε αρχή, μέση και τέλος. Περιθώριο να ξεφύγεις από τη μουσική τους δεν είχες, εκτός και αν εγκατέλειπες το κτήριο. Βασανιστικοί μονόδρομοι με ατελειώτα samples, λούπες, σπασμένες μελωδίες, νευρώδη χτυπήματα στα drums, μέχρι κάθε φορά να οδηγήσουν σε ένα λυτρωτικό μελωδικό ρυθμό, σε ένα κυκλικά χαοτικό συνονθήλευμα φυσικού και ηλεκτρονικού ήχου.

Αυτή η συναυλία μπαίνει στην κατηγορία εκείνων που όσο εύγλωττα και αν περιγράψεις, δεν θα καταφέρεις να μεταφέρεις με ακρίβεια στον αναγνώστη. Και δεν είναι μόνο δική μου η διαπίστωση αλλά και όλου το κόσμου που βρέθηκε εκεί, που παρόλη τη διαφορετικότητα και την πολυμορφία του εκτίμησε αυτό που είδε και το απόλαυσε όπως κανείς δεν θα περίμενε έχοντας υπόψη τη φύση του “The Exchange Sessions Vol.1”. Πάντα τέτοια...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured