Έξι χρόνια μετά, Waterboys ξανά. Η προηγούμενη –πρώτη για μένα– φορά ήταν στο Ρόδον. Τότε ο Mike Scott τραγούδησε με μια κιθάρα το Fisherman’s Blues, χωρίς την υπόλοιπη μπάντα –τον κοιτούσαν από ένα παραθυράκι, ψηλά, πίσω απ’ τη σκηνή– και όλος ο κόσμος τον συνόδευσε με μια συγκλονιστική ιαχή στη μελωδία που ακουγόταν απ’ το βιολί στο δίσκο.
Στη Θεσσαλονίκη το βράδυ της Δευτέρας, το ίδιο τραγούδι αποδόθηκε με περισσή ενέργεια. Όπως και ολόκληρη η συναυλία, για δυο ώρες.
Όλη, εκτός απ’ το αρχικό, μουδιασμένο Return of Pan...
Μετά από τα Tumble και Angel Wings, η ακουστική κιθάρα έδωσε τη θέση της στην ηλεκτρική. Το ρυθμικό τμήμα της μπάντας, αποτελούμενο από δυο έγχρωμους μουσικούς, είχε ήδη κλέψει την προσοχή όλων, με το δαιμονισμένο αλλά απόλυτα ψύχραιμο παίξιμο και παρουσία. Ο κόσμος, για μια φορά επιτέλους ήταν –υπερβολικά– πολύς και φυσικό ήταν οι συνθήκες να είναι σχεδόν απάνθρωπες. Αυτό όμως αντί να δημιουργήσει δυσφορία, προσέθετε ενθουσιασμό και προσμονή.
Ο Mike Scott, αυτήν τη φορά, ήταν λιγότερο ανθρώπινος και περισσότερο θεατρικός, οι κινήσεις της μπάντας υπολογισμένες. Έτσι τουλάχιστον ήθελαν να γίνει. Αλλά βρέθηκαν προ εκπλήξεων, ίσως γιατί ξέχασαν πως το ελληνικό κοινό, είτε σε σνομπάρει, είτε σε αποθεώνει. Εκείνο το βράδυ έγινε το δεύτερο. Όλοι ήταν έτοιμοι για μαγικές στιγμές, λυρικούς στίχους, διαπεραστικές μελωδίες. Και κατά κάποιο τρόπο, κατεύθυναν τη συναυλία, με βάση τη θέληση της κάθε στιγμής. Γι’ αυτό και μετά από την πρώτη υπόκλιση και αργότερα μετά τη δεύτερη, οι Waterboys δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά να συνεχίσουν. Για λίγο ακόμα, μέχρι να ξεπεράσουν συμβόλαια και συμφωνίες χρονικής διάρκειας. Και τα χαμόγελα τους ξέφευγαν και οι κακόγουστες σβούρες επαναλαμβάνονταν και γίνονταν μέρος μιας ανεξέλεγκτης δράσης – αντίδρασης.
Ήταν λες και γεννηθήκαμε από Ιρλανδούς. Ίσως αγαπήσαμε τα Λούκυ Λουκ και τις εικόνες μέσα στα σαλούν με την μπάντα εγχόρδων και τους καουμπόηδες με τις κυρίες τους να επιδίδονται σε αστείους χορούς, όλοι σε μια σειρά, χτυπώντας παλαμάκια και πιάνοντας αγκαζέ ο ένας τον άλλον. Ίσως πάλι δεθήκαμε με τους στίχους του Scott που εμπνέονται απ’ την ελληνική μυθογραφία και το Θεό Πάνα. Ίσως όμως πάνω απ’ όλα αγαπήσαμε τις ατέρμονες μελωδίες, γεμάτες ανατροπές και κορυφώσεις. Τον Mike Scott Και τους Waterboys. Τις εφηβικές αναμνήσεις και τις παραξενιές. Και έτσι όπως αναστήσαμε κατά κάποιον τρόπο όλα αυτά, ίσως το ξανακάνουμε μετά από πέντε, έξι χρόνια.