Όλα έπρεπε να ‘ρθουν όπως ήρθαν: Το ζεστό κόκκινο απόγευμα της Τρίτης. Το κοκκινόχωμα στο θέατρο Γης που σε έκανε να αισθάνεσαι πως παίζεις σε ανεξάρτητη Αμερικάνικη ταινία γυρισμένη νότια του Ντητρόιτ. Τα χίλια μέλη της αυτοαποκαλούμενης indie κοινότητας της πόλης που υπάκουσε στις επιταγές του ανεπίσημου dress code – σημειώθηκε η μεγαλύτερη συγκέντρωση οπαδών ντυμένων στα ερυθρόλευκα ανά τετραγωνικό μέτρο μετά τη Θύρα 7 στο Καραϊσκάκη. Οι (χαρντ) ροκ πινελιές στην playlist της αναμονής– της μόνης μουσικής που κανείς δεν ακούει πραγματικά. Το εντυπωσιακό κοκκινόμαυρο background στο οποίο θα μπορούσαν να ενσκύψουν για ώρες γάλλοι σημειολόγοι: Ένα μεγάλο μήλο που ανυψώνεται από μια μαύρη έκταση με λευκά φοινικόδεντρα προς έναν κόκκινο ορίζοντα, μια βιβλική εικόνα ύφους Αποκάλυψης που προϊδέαζε ιδανικά για τα μόλις εβδομήντα λεπτά που θα ακολουθούσαν.

Ο Jack και η Meg όρμησαν στη σκηνή λίγο μετά τις δέκα. Τα πρώτα γκάζια του Black Math σου έδιναν την εντύπωση πως οι δυο τους είναι οι πρωτόπλαστοι που για πρώτη φορά δαγκώνουν τον απαγορευμένο καρπό του rock n’ roll. Ο Jack (με εμφάνιση αλά Τζόνι Ντεπ στο Νεκρό του Τζάρμους) θορύβησε την κιθάρα του λαίμαργα, γρήγορα, βίαια. Η Meg ακολούθησε πιστά, λυσσομανώντας στα ντραμς (σε ένα τύμπανο, παρεμπιπτόντως, εικονιζόταν το χέρι της Εύας να προσφέρει το μήλο). Ενώ τα πρώτα βιολογικά καπνογόνα αναδύθηκαν από τη σκηνή (μιας και όλο το κοινό πατούσε πάνω σε χώμα), η συναυλία σταδιακά εξελισσόταν σε one man show. Γιατί ο Jack (the Ripper;) με τη σπασμένη αλά country φωνή του, την θεατρινίστικη ερμηνεία του, την κιθαριστική βιρτουοζιτέ του, το αεικίνητο της σκηνικής του παρουσίας κατάφερε να εντυπωσιάσει. Το σετ τους επικεντρώθηκε κυρίως στους πρώτους δίσκους, ενώ δεν έλειψαν και τα σουξέ του Elephant, παιγμένα στο διπλάσιο τέμπο απ’ αυτό του δίσκου (υπερβάλλων ζήλος ή απλή βιασύνη;). Αν και ασπρομαυροκόκκινοι, οι Stripes είχαν και τις blue στιγμές κυρίως στα κομμάτια του Get Behind me Satan, όταν και η μαρίμπα και τα πλήκτρα ανέλαβαν τον εξορκισμό από το σατανά. Στο τέλος της συναυλίας το εθιστικό ριφάκι του Seven Nation Army τραγουδήθηκε από κάθε στόμα, ακριβώς όπως έπρεπε να γίνει.

Τα δύο στοιχήματα που έβαλαν λοιπόν οι δυο Stripes επιβεβαιώθηκαν και σε αυτή τους την εμφάνιση: Πρώτον, είναι απίστευτο πως το πως μπορεί να παραχθεί τέτοιος ήχος μόνο από κιθάρα και ντραμς. Δεύτερον, είναι πολύ μεγάλη μαγκιά το ότι μπορείς να κάνεις τόσο δημοφιλές ένα τόσο ρετρό περιεχόμενο με ένα τόσο σύγχρονο ύφος. Αλλιώς δεν εξηγείται η δημοτικότητα μιας μουσικής με τόσες αναφορές σε αμερικανική μουσική του παρελθόντος. Καταραμένε μεταμοντερνισμέ... Μέχρι και Ντόλυ Πάρτον λένε πως τραγούδησε ο Jack.

Μιλώντας για στοιχήματα, όπως όταν παίζεις ρουλέτα, κι είναι πιο ρομαντικό να ποντάρεις έτσι κι εμείς στη συναυλία ποντάραμε στο κόκκινο, την ένταση, το πάθος, το ροκ. Μόνο που καμιά φορά απλώς βγαίνει μαύρο. Δεν είναι τυχαία λοιπόν τα χρώματα των White Stripes. Ναι, μουσικά ήταν απλώς μια άψογη συναυλία. Ήταν όμως τόσο rock n’ roll την παντοδυναμία του οποίου οι ίδιοι (και κυρίως η εταιρεία τους) γουστάρουν τόσο να ευαγγελίζονται; Οι White Stripes δεν ήταν ροκ, ήταν στυγνοί επαγγελματίες. Ακόμα και αυτή τους η ένταση και η ανεξέλεγκτη ενέργεια ήταν ένα καλοκουρδισμένο προϊόν. Δεν υπήρχε τίποτα παράταιρο, τίποτα αυθόρμητο, τίποτα λάθος. Κι όπως επιμένει να σου θυμίζει η στάμπα στο μπλουζάκι ενός φίλου, το λάθος είναι ανώτερο της τέχνης. Κι αν στα αλήθεια σε συνεπήρε η συναυλία, ποιος ευθύνεται, η μουσική ή η μεθυστική αίσθηση του ότι βλέπεις τους WHITE STRIPES;;; Άντε μετά να μας αποδείξουν ότι δεν είναι... ελέφαντες.

ΥΓ: Τρίτη παρατήρηση περί ρίσκου – επηρεασμένη από τους κανόνες της Μικροοικονομικής για αρχάριους; Όταν έχεις τόσα κότσια για να διοργανώσεις συναυλία τέτοιου μεγέθους σε μια πόλη σχεδόν κλειστή λόγω θέρους, ή κρατάς το εισιτήριο σε ένα δυσθεώρητο ύψος αποκλείοντας μια σεβαστή μερίδα μουσικόφιλων ή ρισκάρεις να το κατεβάσεις, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην «καλοσύνη των ξένων».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured