Με την έλευση στο χώρο του Terra Vibe, το contrast σε σχέση με την εικόνα της Didi Music τις τελευταίες ημέρες ήταν αναπόφευκτο. Η εντύπωση της ανοργανωσιάς (με αποκορύφωμα το πρωτοφανές εβδομαδιαίο σήριαλ για τις προσκλήσεις των Duran Duran που μας δόθηκανμετά τη συναυλία -με το προφανές αποτέλεσμα), φτάνοντας στο χώρο, διαλύθηκε αμέσως. Το rockwave δείχνει πλέον πολύ πιο φεστιβάλ από ότι τις προηγούμενες χρονιές, ο χώρος είναι μια κλάση ανώτερος από όλες τις απόψεις και χιλιάδες εργατοώρες φαίνεται να έχουν ξοδευτεί, έτσι ώστε το κοινό να απολαμβάνει καλύτερες υπηρεσίες. Με λίγα λόγια, το Rockwave δείχνει να ενηλικιώνεται από άποψη οργάνωσης, έχει πλέον πάρει αρκετά μαθήματα από φεστιβάλ του εξωτερικού και πλέον σε προκαταβάλει θετικά τόσο, ώστε να είναι αδύνατον να μην έχεις σε πρώτη μοίρα την ίδια τη Μουσική (το έχουμε πει, εξάλλου, στην Ελλάδα ακόμα και τα αυτονόητα δεν είναι ακριβώς έτσι).
Το Terra Vibe είναι πλέον πανέμορφο, με πολλά bars και ταμεία που από όλες τους τις πλευρές εξυπηρετούν, με πολύ μεγαλύτερο χώρο και σχεδόν αμφιθεατρικό στήσιμο, αλλά και μια μεγάλη σκηνή ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Ενστάσεις βέβαια υπάρχουν, όπως το ότι τα περίπτερα βρίσκονται (όπως και στο G-Fest) σε χώρο που είναι αρκετά εκτός του συναυλιακού δρώμενου, έτσι ώστε να ελπίζει κανείς σε αποτελεσματική εμπορική δραστηριότητα, ή το ότι δεν υπάρχει και πάλι parking με αποτέλεσμα κανείς να παρκάρει χιλιόμετρα μακριά, ή ακόμη το ότι τα live ξεκινούν και τελειώνουν τόσο νωρίς (προφανώς λόγω έλλειψης συγκοινωνίας) που είναι αναπόφευκτο κάποιος που δουλεύει να προλάβει να δει το πλήρες line-up, αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι και... δράμα. Η γενική εντύπωση είναι πολύ θετική και φαντάζομαι ότι του χρόνου ακόμα και αυτά τα προβλήματα (ή και άλλα που θα προκύψουν στο μέλλον) θα έχουν επιλυθεί.
Αποτέλεσμα αυτού του προγραμματισμού ήταν (αν και έφτασε στις 8 παρά) να χάσει ο γράφων τους αξιόλογους Matisse και να τρέχει χιλιόμετρα πανικόβλητος για να μπει στην είσοδο και να δει την παρέα της Shirley Manson. Η οποία, από το opening με το "Queer", έδειξε τις προθέσεις της, που δεν ήταν άλλες από την επιστροφή στα παλιά, με τη μερίδα του λέοντος να προέρχεται από τα δύο πρώτα άλμπουμ. Αν και θα προτιμούσαμε σαφώς να μην τη βλέπαμε υπό το φως της μέρας, η sexy Shirley, με τα μαλλιά μακριά πλέον και κοτσίδα, φάνηκε να είναι πολύ λιγότερο αμήχανη από την πρώτη φορά που την είδαμε. Επιπλέον, τότε ακολουθούσε τη θεά Patti μετά από μια συγκλονιστική εμφάνιση και ήταν επόμενο να μην εντυπωσιάσει. Τώρα, η frontman των Garbage, τα έδωσε όλα, με απίστευτα sexy κινήσεις, ένα καυτό φουστάνι που κάθε τόσο μας αποκάλυπτε τί κρύβεται από κάτω του, αλλά και... φωνή όσο διαπεραστική χρειάζεται να είναι για να κάνει συναυλιακά τα pop anthems που ερμηνεύει.
Και η μπάντα στο ίδιο μοτίβο, με πολύ καλό ήχο, με αρκετή βρωμιά, ώστε να μη μας κακοφανούν οι τόνοι σκουπιδιών του Manson που θα ακολουθούσαν, με ελαφρώς αλλαγμένες εκτελέσεις επί το δυνατότερον και με περάσματα από το νέο άλμπουμ που ίσως ξεχαστεί κι αυτό, ακριβώς όπως ξεχάστηκε και το προηγούμενο. Η best-of φιλοσοφία του set list ήταν αδιαμφισβήτητα crowd-pleasing, στα Stupid Girl και την ασφυκτική τριάδα I Think I'm Paranoid, Push It, Only Happy When It Rains, ακόμα και οι fans του Marilyn άρχισαν να κουνιούνται και να ακολουθούν και η post-grunge εποχή των 90s έδωσε το δικό της παρών σε μια γενιά που περισσότερο αντιμετωπίζει τους Garbage σαν ανάμνηση, παρά σαν ζωντανό οργανισμό.
Η πλειοψηφία, όμως, του κόσμου είχε έρθει για τον Antichrist Superstar. Εξ ου και το -κυρίαρχο- μαύρο, αλλά και το ενστικτώδες τρέξιμο πλησίον της σκηνής με το σβήσιμο των φώτων. Η νύχτα είχε ήδη πέσει, η σκηνή είχε ήδη "ξηλωθεί" ώστε να ξαναστηθεί ειδικά για τον Marilyn Manson και τη μπάντα του, τραβάς την κουρτίνα και... Let the (dope) show begin... Το τί ακολούθησε μετά τις πρώτες νότες και την επιβλητική παρουσία αυτού του ανθρώπου-cartoon είναι μάλλον άχαρο να περιγράψει κανείς. Παρακάμπτουμε την ηχητική τελειότητα και το παίξιμο, γιατί ήταν σχεδόν αδύνατο να μην προσηλωθείς στη χαρισματική αυτή φιγούρα που με μία μόνο κίνηση μπορούσε να κατευθύνει την αντίδραση του κοινού. Το χάρισμα αυτό ή το ΄χεις ή δεν το ΄χεις κι όσο κανείς να τον θεωρεί έναν έξυπνο τσαρλατάνο, βλέποντάς τον επί σκηνής νιώθει υποχρεωμένος να του σφίξει το χέρι για το χάρισμά του να δίνει ένα πραγματικό shock-rock show με goth-industrial εμμονές, ένα μισανθρωπικό θέατρο με νοήματα, κάτω από κιθάρες, άλλοτε ξυράφια κι αλλοτε εντός του απαραίτητου glam πλαισίου και in-your-face φωνητικά που σου τινάζουν τα σωθικά. Οι τρεις διασκευές ήταν παρούσες ("Personal Jesus", "Sweet Dreams" και "Tainted Love"), τα "Beautiful People", "Disposable Teens" και "Dope Show" δεν άφησαν τίποτα όρθιο και το "mOBSCENE" αποκάλυψε τη χάρη του απόλυτου συναυλιακού anthem. Best-of, λοιπόν...
Απόλυτος leader της βραδιάς ήταν ο Manson και μάλιστα χωρίς να προσπαθεί επί ματαίω να σοκάρει -όλο το στημένο σκηνικό, ακόμα κι εκείνο του αυτοσχέδιου άμβωνα, ως δικτατορική σάτιρα, έμοιαζε με decadence θέατρο. Και εντός αυτού του πλαισίου, οι δύο οθόνες ήταν κάτι παραπάνω από λειτουργικές.
Το μάτι πήγαινε μία στη σκηνή, μία έκλεινε για να υποστεί τις δονήσεις από το βομβαρδισμό των κιθάρων και μία ξανάνοιγε με κατεύθυνση στην οθόνη για να δει τις λεπτομέρειες: Με προγούλια πλέον και αρκετά παχάκια, ο Manson κρυβόταν εντός της φόρμας του και έδινε άλλη μια παράσταση πριν επιστρέψει στον κανονικό κόσμο. Στον οποίο εμείς δεν επιστρέψαμε πριν κοιμηθούμε. Πήραμε τις εικόνες μαζί και προσθέσαμε στο καρνέ των εμπειριών μας άλλο ένα φύλλο. Τί κρίμα που αυτό το -αξέχαστο- live παρακολούθησαν μόνο γύρω στις τέσσερις με πέντε, το πολύ έξι χιλιάδες άτομα (η προπώληση, σύμφωνα με την έρευνά μας, ήταν στα 3.700, ενώ ένα έμπειρο συναυλιακο-διοργανωτικό μάτι έκανε στο τέλος του set των Garbage μια εκτίμηση της τάξεως των πέντε χιλιάδων), καμία σχέση με τα νούμερα που η μπάντα αυτή συγκεντρώνει στο εξωτερικό. Tόσο οι συγκρίσεις με τις επιτυχημένες εμπορικά συναυλίες που προηγήθηκαν και έπονται (στους Black Sabbath, σύμφωνα με τις πηγές μας, θα έχει 20.000 κόσμο), όσο και το ότι φτάσαμε πανεύκολα στις πρώτες σειρές του δεξί άκρου της σκηνής, έβαλαν το χεράκι τους για την (γενική) εντύπωση.
Αν υπολογίσουμε και την παρουσία των Garbage, μάλλον θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε τα σχόλια για το φετινό συναυλιακό καλοκαίρι, που πλην των συναυλιών που απευθύνονται σε ένα μη-συναυλιακό κοινό ή των live που η παρουσία είναι καθήκον έναντι της μουσικής ιστορίας, θα είναι αρκετά περίεργο. Ελπίζουμε, βέβαια, να ξαναπεράσει κάποτε από τα μέρη μας ο Manson και οι εν δυνάμει πολλές χιλιάδες ακροατές αυτού του crossover αισθητικής και ειδών να είναι παρούσες. Γιατί πραγματικά επρόκειτο για μία από τις κορυφαίες συναυλιακές (-σουρεαλιστικές) εμπειρίες εν Ελλάδι και είμαστε χαρούμενοι που το rockwave μας έδωσε την ευκαιρία να τη ζήσουμε...