Ως ένας φίλος που ήρθε απόψε από τα παλιά, φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις (καθώς κι ένα καινούριο προσωπικό cd κι ένα βιβλίο βιωματικών rock’n’roll ιστοριών), ο Jim Bob, ο ένας εκ των δύο Carter The Unstoppable Sex Machine, δε χρειάστηκε να κάνει τίποτα ακραία ευρηματικό για να φτιάξει μια εξαιρετική βραδιά στη βροχερή Αθήνα. Το αυτονόητο βέβαια (ακουστική κιθάρα, φωνή που αντέχει και καλό αγγλικό χιούμορ) δεν ήταν δεδομένο ότι θα λειτουργήσει πετυχημένα καθότι σε γενικές γραμμές τα ακουστικά σετ βρίσκονται από τη φύση τους ένα βήμα πριν το βραδινό προσκλητήριο.
Στην περίπτωση του Jim Bob όμως, η φόρμουλα δούλεψε και τα χασμουρητά αποφεύχθηκαν, κυρίως γιατί τα εκατόν είκοσι περίπου άτομα που μαζεύτηκαν στο μικρό club στου Ψυρρή ανήκουν σ’ αυτή τη μειοψηφία που θεωρεί τους Carter USM ένα από τα πλέον αδικημένα σχήματα του βρετανικού indie rock. Πέρα από την παρουσία τόσων φαν όμως, η επιτυχία της βραδιάς στηρίχθηκε στην αύρα του ίδιου του 44χρονου (ναι, ξέρω, δεν του φαίνεται ούτε στο ελάχιστο) μουσικού. Η ακουστική απόδοση τόσων classics της παλιάς του μπάντας (“Sheriff Fatman”, “After The Watershed”, “Bloodsport For All”, “The Only Living Boy In New Cross”, “The Music That Nobody Likes” και οι γνωστές διασκευές σε Smiths, Inspiral Carpets και Pet Shop Boys) απέδειξε ότι η δύναμη των Carter δεν ήταν τόσο οι μανιασμένοι ρυθμοί του drum machine όσο οι μελωδίες και ακόμα περισσότερο οι στίχοι.
Η Λονδρέζικη προφορά του Jim Bob ήταν ευλογία καθώς οι ιστορίες που αφηγούνταν (όχι μόνο με κιθαριστική συνοδεία) γίνονταν εύκολα κατανοητές, εκτός από τα σημεία όπου όλος ο κόσμος ούρλιαζε υπερκαλύπτοντας τον τραγουδιστή. Τα κομμάτια που παρουσίασε από τον πρόσφατο προσωπικό του δίσκο “Angelstrike!” (“The Revenge Of The School Bullied”, “Angelstrike!”) έδεσαν αρμονικά με το γενικό ακουστικό σύνολο (παρότι κι αυτά διασκευασμένα), αν και ο ίδιος πρόλαβε τυχόν βαριεστημένες αντιδράσεις με το γνωστό βρετανικό αυτοσαρκασμό. Υπήρξαν στιγμές που το vibe ήταν αυτό μιας κανονικής rock συναυλίας αν και η κατάσταση εκ πρώτης όψεως θύμιζε περισσότερο φοιτητική σύναξη στην παραλία της Λούτσας με κιθαρίτσα (sic) και παραφωνίες γύρω από τη φωτιά παρά live – και αυτό από μόνο του είναι τιτάνιο επίτευγμα.
Ο Jim Bob στο τέλος μας είπε ότι το Ελληνικό κοινό του θυμίζει πολύ το κοινό της Γλασκώβης σε πάθος και όποιος έχει ποτέ παρακολουθήσει συναυλία στη Σκωτσέζικη πρωτεύουσα καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μεγάλο κομπλιμέντο. Ο ίδιος πάντως παραμένει ασυμβίβαστος και χαρισματικός έστω και αν οι εκφραστικές του φόρμες δεν έχουν πια την ίδια απήχηση. Πάντοτε άλλωστε ο πολιτικός του λόγος, όπως έβγαινε μέσω των Carter, ήταν πολύ πιο ευφάνταστος και υπαινικτικός από ό,τι αυτός διαφόρων συνοδοιπόρων του που προτιμούσαν το φωναχτό αναμάσημα πιασάρικων σλόγκαν. Κι έτσι φυσικά δεν πας μπροστά αν θες να συνεχίσεις να ζεις από την τέχνη σου. Καλύτερα για μας πάντως, αν αυτό μεταφράζεται στο ότι θα έρχεται συχνά για επισκέψεις σε τέτοιου τύπου εξαιρετικά events που (επιτέλους) δεν εκμεταλλεύονται το μουσικόφιλο (8 ευρώ με ποτό; που τα έχετε δει αυτά;).Λεωνίδας Αρβανίτης