Μετά το τέλος του καταιγιστικού live των Therapy? στην Αθήνα, επικρατούσε μια αίσθηση γενικευμένης έκπληξης. Ο κόσμος, που σε καμία περίπτωση δεν σνόμπαρε το εν λόγω event, δυσκολευόταν να πιστέψει πώς ένα γκρουπ που παλεύει σκληρά για να διατηρείται στην επικαιρότητα, μπορεί να δημιουργεί ιδανικές συνθήκες rock παροξυσμού. Ίσως τελικά η εμπειρία να είναι πιο σημαντική από το νεανικό ενθουσιασμό, για να μπούμε στην κλισέ λογική του γνωστού διπόλου.
Το κοινό πάντως, που ήταν πολύ σε ποσότητα, ετερόκλητο σε ποιότητα και πολύμορφο στα δημογραφικά χαρακτηριστικά του, ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με την περίπτωση των εγχώριων punks, Vodka Juniors “από τα βόρεια προάστια”, όπως δήλωσαν ημι-ειρωνικά. Μάλιστα οι νεαρότερες ηλικίες είχαν δημιουργήσει ένα φανατικό πυρήνα μπροστά από τη σκηνή, ορμώμενοι προφανώς και από την εργασιομανία των νεαρών που συμμετέχουν σε συναυλίες με ζηλευτή συχνότητα. Η ταχύτητα με την οποία ξεχύνονταν τα κομμάτια, αναγκαστικά δημιουργούσε μια ηχητική σύγχυση κατά καιρούς, αν και έτσι κι αλλιώς το χειμαρρώδες hardcore punk μείγμα από Biohazard και Agnostic Front, φαίνεται ότι ακούγεται καλύτερα ακατέργαστο στα αυτιά των φαν. Σπάνια οι συνθέσεις είχαν κάτι πρωτότυπο να πουν, ωστόσο ο Andy Cairnes των headliners τους συνεχάρη ενθουσιωδώς στη συνέχεια, οπότε πάω πάσο…
Το πραγματικά μεγάλο ερώτημα σχετικά με τους Therapy? είναι τελικά τι είδος κοινού προσεγγίζουν. Από τη μία υπάρχει η αγάπη τους για το εγκεφαλικό hardcore των Husker Du τους προσδίδει μια punk δυναμική, από την άλλη η τρέλα τους με τις σκληρές κιθάρες και τη metal αισθητική (ο μπασίστας Michael McKeegan εμφανίστηκε με μπλουζάκι Judas Priest) τους φέρνει κοντά σε ένα heavy metal ακροατήριο με ευρείς ορίζοντες, και από την “τρίτη” η δυνατότητά τους να γράφουν ανεβαστικούς indie rock ύμνους η οποία τους έκανε κάποτε επιτυχημένους σε ένα περισσότερο mainstream κοινό. Όλες αυτές οι επιρροές μπερδεύονται, συχνά μάλιστα και μέσα στη διάρκεια ενός τραγουδιού, και τελικά οι Βορειοϊρλανδοί δεν είναι τίποτα από όλα αυτά. Γι’ αυτό ίσως έχασαν και την ευκαιρία να κάνουν μεγάλη καριέρα – γιατί δεν προσδέθηκαν σε άρματα παροδικών genre.
Το καλό της υπόθεσης είναι ότι όλοι οι πιθανοί ενδιαφερόμενοι (punks, μεταλλάδες, indie kids, ροκάδες) είχαν ακόμα περιέργεια να τους δουν, και ο Cairnes, ο McKeegan και ο απίστευτος ντράμερ Neil Cooper, δεν έχασαν την ευκαιρία να το ανταποδώσουν. Η αρωγή του Cooper ήταν υπερπολύτιμη καθώς ο ευφάνταστος τρόπος παιξίματός του θύμισε τον τρελαμένο ρυθμικό ήχο που είχαν στην αρχή της πορείας τους όταν ο τότε ντράμερ Fyfe Ewing κοπάναγε με μανία το kit του σα να ήταν σετ από κατσαρόλες. Κατ’ αυτό τον τρόπο ακόμα και τα κομμάτια από το καινούριο δίσκο (“Die Like A Motherfucker”, “Rock You Monkeys” κ.α.) είχαν μια κλασική Therapy? αίσθηση. Το σετ πάντως ήταν σπαρμένο με μια σειρά από classics (“Screamager”, “Nowhere”, “Stories”, “Turn”, “Die Laughing”), τις γνωστές διασκευές στο “Isolation” και το “Diane” (το τελευταίο το έπαιξε μόνο με μια βρώμικη κιθάρα που θύμισε πολύ την αυθεντική εκτέλεση του Grant Hart) μέχρι και τα “Teethgrinder” και “Potato Junkie” από την πρώιμη, σχεδόν industrial περίοδό τους – παιγμένα όλα με αλά Ramones punk φρενίτιδα και παύσεις όπου ο Cairnes δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για τον καλώς εννοούμενο πανικό που επικρατούσε. Από την άλλη, όταν άρχισε το ξυλίκι μπροστά στη σκηνή μεταξύ κάφρων που ήθελαν να μας χαρίσουν ανεγκέφαλο rock νταηλίκι, το γκρουπ σταμάτησε το live άμεσα και απαίτησε να σταματήσει το “φιάσκο” όπως το χαρακτήρισε ο μουσάτος ηγέτης. “I thought I left that shit back in Belfast”, είπε με νόημα, και δεν μπορεί κανείς παρά να του βγάλει το καπέλο για την ειλικρινή διάθεσή του να περάσει όλος ο κόσμος ωραία, χωρίς καραγκιοζιλίκια.
Τελικά μάλλον δεν έχει σημασία που ακριβώς θέλουν να κατατάξουν οι Therapy? τον εαυτό τους και που έχουν σκοπό να καταλήξουν. Αφού μπορούν με τις εκκωφαντικές κιθαριστικές τους εφορμήσεις να ξεσηκώσουν μέχρι και την Εύη Αδάμ που θυμήθηκε τα νιάτα της, τότε μπορούμε να τους αφήσουμε να επιπλέουν σε μια σαρκοφάγα μουσική βιομηχανία, χωρίς να βγάζουν πια σημαντικούς δίσκους αλλά επιτελώντας στο ακέραιο το κοινωνικό έργο του σύγχρονου rock.