Βγαίνοντας από το συναυλιακό χώρο εκείνο το βράδυ, η φράση που άκουγα από τις διπλανούς μας περισσότερο από κάθε άλλη ήταν «όλα τα λεφτά». Συνεννοημένοι ήταν όλοι μεταξύ τους; Φυσικά όχι, επρόκειτο όμως για μια άκρως εύστοχη παρατήρηση που συνόψιζε όλα όσα ζήσαμε το περασμένο Σαββατιάτικο βράδυ. Ε λοιπόν ναι, ο Nick Cave και η παρέα του που μόλις είχαμε δει ήταν όλα τα λεφτά! Δεν ήταν βέβαια τίποτε που δεν περιμέναμε, απ’ όσες φορές θυμάμαι να τον έχω δει ζωντανά (και θα πρέπει να είναι όλες στην Αθήνα πλην από τις δύο πρώτες του, οπότε και με εμπόδιζε το νεαρό της ηλικίας μου!) δεν μας έχει απογοητεύσει ποτέ. Αλήθεια, πόσοι περφόρμερ του δικού του βεληνεκούς υπάρχουν σήμερα; Πόσοι έχουν το προνόμιο να εισπράττουν τόσες επευφημίες μόνο με την είσοδό τους στη σκηνή; Πόσοι μπορούν να παράγουν ένα ανάλογο σόου επί δύο ώρες, χωρίς να αφήνουν το ακροατήριό τους να χαλαρώσει έστω και για ένα δευτερόλεπτο – και δεν μιλάω για τους άσχετους που θα υπάρχουν πάντα και θα στέλνουν ασταμάτητα μηνύματα με το κινητό τους, αγνοώντας τα μουσικά τεκταινόμενα, καλά ή κακά, στο χώρο γύρω τους; Πόσοι μπορούν να υποστηρίξουν το μισό τους σετ με καινούργια και μόνο κομμάτια και όχι απλά να μην ενοχλήσουν κανέναν αλλά να αποθεώνονται στον ίδιο βαθμό με τα παλιά κλασικά τους;
Ο Cave έχει το χάρισμα να παρασύρει το κοινό εκεί που εκείνος επιθυμεί, από τα τρίσβαθα της ψυχής του με αιματοβαμμένες μπαλάντες μέχρι το ζενίθ της ροκ εν ρολ έκστασης και έντασης, να το υποχρεώνει να τον ακολουθεί αδιαμαρτύρητα, να κυλιέται στο βούρκο αν χρειαστεί ή να πετάει στον έβδομο ουρανό. Είναι ένας ροκ αστέρας με την καλύτερη έννοια του όρου, πάντοτε ήταν μα τώρα το αντιλαμβάνεται ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της υφηλίου (και όχι μόνο, το αντιλήφθηκε και ο ίδιος και κυκλοφορεί πια μόνος του με λιμουζίνα, χώρια από τη μπάντα. Κι ίσως να είναι από τις λίγες φορές που το συγκεκριμένο γεγονός δεν μας ενοχλεί, αφού το αξίζει τελικά! Γιατί θα πρέπει οι αγαπημένοι μας καλλιτέχνες να έχουν τον υπόνομο για στέκι τους για πάντα, ο Cave έχει ξοδέψει χιλιάδες ώρες εκεί και ήρθε η ώρα του να γευτεί και την άλλη όψη του νομίσματος!). Και καθόλου άδικα ασφαλώς, μετά από ένα άλμπουμ σαν το διπλό “Abattoir Blues / The Lyre Of Orpheus”, μια από τις κορυφαίες δουλειές της φετινής χρονιάς.
Δεν είναι μόνο ο δίσκος που ήταν απίστευτα εμπνευσμένος και με πάθος – όπως πάντα – γραμμένος, είναι και η μπάντα που έχει συναρμολογήσει που έχει απίστευτες, σχεδόν απεριόριστες, ικανότητες. Όποιος πει ότι ένοιωσε την έλλειψη του Blixa μάλλον λέει ψέματα! Οκτώ άτομα επί σκηνής, όλα με μεγάλη προϋπηρεσία στο πλάι του ή προϋπηρεσία γενικώς, έκαναν περίπου ότι ήθελαν, χάϊδευαν ερωτικά τα όργανά τους (τα μουσικά εννοείται, μην δω κανέναν και γελάσει πονηρά) ή έφταναν ένα μικρό βήμα πριν τα σπάσουν στα ουκ ολίγα κρεσέντο που μας χάρισαν (το δοξάρι του Warren Ellis είχε παραδώσει στο τέλος της συναυλίας, ενώ δεν θα ήθελα να είμαι σε κάποια επόμενη ζωή το drum set του Sclavunos!). Το σκηνικό συμπλήρωνε μια τετραμέλης χορωδία, το πιθανότερο η London Community Gospel Choir που συμμετέχει και στο άλμπουμ, και η οποία θα πρέπει να έψελνε από μέσα της μετάνοιες τη στιγμή που ο Cave διηγιόταν την ιστορία του “Stagger Lee”.
Μια χορωδία όμως που δεν ακούγαμε και τόσο καλά, και εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε το πρόβλημα του ήχου εκείνης της βραδιάς. Παρακολουθήσαμε τη συναυλία αρκετά μπροστά και λίγο προς τα δεξιά, και ακόμη και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, περίπου 24 ώρες μετά το live, η ακοή μας στο δεξί αυτί δεν είναι και η καλύτερη. Με λίγα λόγια, η ένταση «ξύριζε» τα πάντα στο πέρασμά της, και απειλούσε κάποτε και τη σωματική μας ακεραιότητα, ειδικά σ’ ένα σημείο της εμφάνισης των Sigmatropic που ο μπροστινός μου έπιασε το στομάχι του από το βόμβο ενός σαμπλαρισμένου μπάσου! Την ίδια άποψη είχαν και φίλοι μου που είδαν τη συναυλία από το πίσω μέρος του σταδίου και τις κερκίδες. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Cave είχε φέρει μαζί του δικούς του μηχανικούς ήχου (για να μη ρίχνουμε το φταίξιμο μόνιμα στους ντόπιους ομόλογούς τους).
Μια και πιάσαμε τα support ονόματα, να πούμε δύο λόγια γι’ αυτά. Οι Αυστραλοί Silver Ray που άνοιξαν τη συναυλία ξεκίνησαν νωρίς – γύρω στις 8 – και είδαμε δύο μόνο κομμάτια τους (κι ενώ στο χώρο θα πρέπει να υπήρχαν γύρω στα 500 άτομα από τα 7000 που υπολογίσαμε με το μάτι ότι θα πρέπει να τίμησαν συνολικά τους Bad Seeds). Όσοι δεν τους προλάβατε μην στεναχωριέστε, δεν χάσατε τίποτε το αξιόλογο, μάλλον κάποια χάρη τους ξεπλήρωνε ο Cave για τους έχει σαπορτ (τι κρίμα που δεν τον ακολούθησαν και σ’ αυτή την ημερομηνία οι Mercury Rev, που τον συνόδευσαν για πέντε βραδιές και έφτασαν μέχρι την Ιταλία, οι υποχρεώσεις τους όμως τους ανάγκαζαν να χωρίσουν τους δρόμους τους πριν την Αθήνα). Έπαιζαν μεγάλα κομμάτια που πατούσαν στα σίγουρα, με post rock απόηχους και κονσερβαρισμένο άρωμα ερήμου. Τρίο με κιθάρα, τύμπανα και πλήκτρα, από γυναίκα τα τελευταία για να είστε πλήρως πληροφορημένοι. Δεν αγόρασα καν το cd τους που πουλούσαν στον πάγκο με το merchandise, κι αυτό, πιστέψτε με, λέει πολλά!
Οι Sigmatropic πάλι ήταν όπως πάντα σπουδαίοι! Πρόκειται για μια μπάντα που σε κάνει να αισθάνεσαι περήφανος για τα όσα μπορούν να κάνουν οι εγχώριες μπάντες, με εντελώς δική τους ηχητική προσωπικότητα και αναφορές που οι ξένοι συνάδελφοί τους ούτε που μπορούν να αγγίξουν. Έπαιξαν κυρίως κομμάτια από την αγγλόφωνη έκδοση του άλμπουμ τους «16 Χαϊκού Και Άλλες Ιστορίες» - ένα μόνο στα ελληνικά, και κακώς κατά την ταπεινή μας γνώμη, θα έπρεπε μάλλον να επιδείξουν περισσότερο την αρχική τους σύλληψη για το δίσκο, και στο κάτω κάτω στην Αθήνα έπαιζαν, όχι στο εξωτερικό! Το σετ τους συμπλήρωσαν με ένα κομμάτι από το νέο άλμπουμ της Carla Torgerson, στο οποίο ο Άκης Μπογιατζής έκανε την παραγωγή, ένα νέο τους τραγούδι καθώς και το “Ordinary Life” από το ντεμπούτο τους άλμπουμ “Random Walk”. Γενικά ικανοποίησαν το ακροατήριο που είχε αρχίσει να γίνεται πυκνότερο εκείνη την ώρα, και είναι καλό που τους δόθηκε η ευκαιρία να ακουστούν από περισσότερους ανθρώπους με τον τρόπο αυτό, αν και μάλλον το μέγεθος του χώρου δεν τους ταίριαζε, η μουσική τους ικανοποιεί περισσότερο όταν έρθεις σε περισσότερο άμεση επαφή μαζί της, και οι μικροί χώροι βοηθούν σ’ αυτό.
Να πούμε τώρα κάτι παραπάνω για την εμφάνιση του Cave; Ας αρχίσουμε από το δεύτερο μέρος, αυτό με τα «παλιά». Οκτώ κομμάτια από το πλούσιο ανθολόγιό του είναι σίγουρα λίγα, και είμαστε βέβαιοι ότι πολλοί είναι εκείνοι που έφυγαν χωρίς να έχουν ακούσει ένα αγαπημένο τους κομμάτι. Έκπληξη το ότι έπαιξαν το «αουτσάιντερ» “City Of Refuge” από το “Tender Prey” ενώ άφησαν απ’ έξω το “Do You Love Me?” για παράδειγμα ή το “Baby I’m On Fire” αν ρωτήσετε εμάς προσωπικά. Τα υπόλοιπα λίγο ή πολύ αναμενόμενα, εκτός ίσως από το “God Is In The House”, που ήρθε θα’ λεγες για να υπενθυμίσει σε πολλούς ότι το “No More Shall We Part” δεν ήταν και τόσο μέτριο όσο ισχυρίζονται κάποιοι.
Όσο για το πρώτο μέρος, οι εκτελέσεις ήταν κάποιες φορές ακόμη καλύτερες από εκείνες του δίσκου, με τα κομμάτια παιγμένα ανακατεμένα από τα δύο άλμπουμ, μεταπηδώντας διαρκώς στις διαθέσεις, δίχως να μας ενοχλεί διόλου κάτι τέτοιο. Ο Cave φαινόταν υγιέστατος και με απόλυτο έλεγχο όλης της κατάστασης, δίνοντάς μας την εντύπωση μιας καλοστημένης παράστασης ορισμένες φορές – πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά μετά από 25 πάνω – κάτω χρόνια στο ροκ εν ρολ κουρμπέτι; Όσο καλοστημένη κι αν ήταν όμως, υπήρξε πάντοτε απρόβλεπτη. Εξάλλου ακούσαμε πολλά τραγούδια για πρώτη φορά ζωντανά στη χώρα μας, είδαμε τον αγαπημένο μας James Johnston σε ρόλο πρωτάρη στη μπάντα που έκδηλα λάτρευε για χρόνια, είδαμε μπουζούκι επί σκηνής και δεν φρικάραμε για πρώτη φορά στη ζωή μας, είδαμε ένα λιτό αλλά με τη δική του δυναμική light show – ειδικά στο κόκκινο-σαν –αίμα φωτισμό στο “Red Right Hand”, θαυμάσαμε ξανά το στιβαρό μπάσο του Martyn Casey να κρατάει την υπόθεση απ’ την απόλυτη διάλυση, εκστασιαστήκαμε από τη γοητεία που εξέπεμπε η χημεία της μπάντας και το πνεύμα της μουσικής…
Γίναμε μάρτυρες ενός διαβόλου που, μετά από τόσα χρόνια, αποπλανά με το σαμανικό του χορό κι ενός Θεού που είναι εδώ να εξαγνίσει τις ψυχές μας. God was in the house…
Set list
Abattoir Blues
Messiah Ward
Hiding All Away
Let The Bells Ring
Easy Money
Supernaturally
Babe, You Turn Me On
Breathless
Get Ready For Love
O Children
There She Goes, My Beautiful World
Red Right Hand
Deanna
The Weeping Song
God Is In The House
City Of Refuge
Stagger Lee
The Ship Song
Mercy Seat