Τελικά το hype πρέπει να είναι μεγάλο πράγμα. Και όταν το αποκτήσουν και αυτοί εδώ οι τριπαρισμένοι Γιαπωνέζοι τότε θα μου το θυμηθείτε θα γεμίζουν άνετα τα Gagarin και τα Ρόδον αυτής της πόλης. Γιατί πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλοι αυτοί που τρέχουν στους Godspeed (μεταξύ αυτών και εγώ) και του λοιπούς Constellation-όβιους δεν βρίσκονταν την περασμένη Κυριακή στο Αν. Από την μια ευτυχώς (για εμάς που ήμασταν εκεί) γιατί το μέρος γέμισε και από την άλλη δυστυχώς (για αυτούς) που έχασαν μια από τις καλύτερες post-rock (με την ευρεία έννοια) συναυλίες που έχουν γίνει στην χώρα μας. Και λεω με την ευρεία έννοια γιατί αυτό το τρίωρο (ναι, τρίωρο γιατί οι AMT ξεπλήρωναν τα γραμμάτια της περυσινής 20λέπτης εμφάνισης) σετ άλλοτε παρέκκλινε προς το post-rock, άλλοτε προς το stoner και άλλοτε έμοιαζε σαν να ακούς τους Add N To X να διασκευάζουν κάτι που αυθαίρετα θα ονοματίσω "γιαπωνέζικο γκόσπελ".
Το σετ ξεκίνησε με ένα δεκαπεντάλεπτο βομβαρδισμό από ηλεκτρονικές (αλλά και ηλεκτρικές) παραμορφώσεις που έκαναν τους εγχώριους συνδρομητές του Wire που στέκονταν κάτω από τα ηχεία να αλλάξουν γρήγορα θέση και να βρουν μια πιο ήσυχη γωνιά μέσα στο Αν.
Ο τραγουδιστής της μπάντας-κολεκτίβας έμοιαζε σαν την χίπικη εκδοχή του πρωταγωνιστή από την «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» του Οσίμα, σαν ψυχεδελικός καλόγερος από το Άγιο Όρος που ήρθε στην μουσική σκηνή για να κλέψει την δόξα των Flaming Lips (εποχής Yoshimi). Ο κιθαρίστας με το άφρο μαλλί ήταν η απόλυτη γιαπωνέζικη εκδοχή του Slash, ενώ ο μπασίστας της μπάντας ήταν ο Beavis του gig ειδικά όταν έδωσε ρεσιτάλ ρεψίματος κατά την διάρκεια ενός κομματιού.
Οι Acid Mothers Temple είναι οι Polyphonic Spree της Άπω Ανατολής. Μόνο που δεν παίζουν το παιχνίδι του lifestyle φορώντας λευκές κελεμπίες για χάρη του promo press αλλά ανεβαίνουν στην σκηνή και κάνουν αυτό που δύσκολα κάποια (so-called) ψυχεδελική μπάντα του πλανήτη μπορεί να κάνει: Να αποδομήσει το progressive rock και ύστερα να το ανασυνθέσει παίρνοντας στοιχεία από το stoner, από την αμερικανική folk παράδοση, από την abstract electronica ακόμα και από γηπεδικά συνθήματα (ιδανικό το encore-διασκευή του “ομαδάρα, ομαδάρα, οεο, ομαδάρα).
Ε, πιστέψτε με όλα αυτά τα έκαναν οι AMT στο Αν. Άρχισαν με ηλεκτρονικούς πειραματισμούς, πέρασαν σε stoner, ύστερα έπιασαν το post-rock και κατέληξαν σε εμβατήρια και γιαπωνέζικους ύμνους (ένας Θεός ξέρει αν ήταν τίποτα παραδοσιακά Γιαπωνέζικα σαν να λέμε τον δικό μας Πετρολούκα Χαλκιά).
Ήταν πολλοί που δεν άντεξαν αυτές τις 3 ώρες και αποχώρησαν (κακό του κεφαλιού τους) στην μέση της συναυλίας. Θυμήθηκα κάποτε που σε μια προβολή του τρίωρου «Εραστή της Κομμώτριας» το μισό σινεμά αποχώρησε όχι γιατί δεν του άρεσε η ταινία αλλά γιατί μάλλον δεν μπορούσε να αντέξει το υπόγειο βάρος του αριστουργήματος που έβλεπε. Έτσι έγινε και με τους ΑΜΤ. Τα καλά πράγματα σε αντίθεση με ότι λεει το γνωμικό βρίσκονται σε μεγάλες συσκευασίες. Όπως αυτό το θεϊκό τρίωρο στο Αν. Γιατί μερικές φορές η ποσότητα δεν είναι αντιστρόφως ανάλογη της ποιότητας. Και αυτό το απέδειξαν περίτρανα αυτοί οι spaced Γιαπωνέζοι.