Αυτό το 2004 ήταν πράγματι σουρρεαλιστικό. Για κάποιο περίεργο συνωμοτικό λόγο η Ελλάδα θέλοντας και μη βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο στο επίκεντρο του κόσμου. Ξεκινώντας απο το Euro 2004, έπειτα στην Ολυμπιάδα και στην επερχόμενη ταινία για τη ζωή του μεγαλύτερου φασίστα όλων των εποχών (Alexander), αυτή η χώρα πρωταγωνιστεί. Σε πιο καλλιτεχνικά επίπεδα, ο βασικός τραγουδιστής και συνθέτης του πιο hot group στον πλάνήτη, έχει ελληνικές ρίζες και όνομα. Σε πιο κοινωνικοπολιτικά επίπεδα τούτη η έξαρση του ελληνικού στοιχείου μας φοβίζει για εθνικιστικά παραληρήματα τύπου «Το μεγαλείο της μεσογειακής φυλής» αλλά δεν είμαστε τέτοιο περιοδικό που θα αναλωθεί σε ανθρωπολογικές αναλύσεις. Το νούμερο ένα συγκρότημα στον κόσμο αυτή τη στιγμή ήταν το Σάββατο στο Ρόδον της Αθήνας. Και ήταν τόσο υπέροχο.
Ελάχιστα είναι τα group που μας επισκέπτονται αμέσως μετά τα ντεμπούτα τους και σαφώς λιγότερα αυτά που το κάνουν και έχουν και κάτι να δώσουν. Ένας δίσκος και μία υποψία κάποιων καινούργιων κομματιών ήταν όλο και όλο το πάζλ των προσδοκιών μας και επαληθεύθηκε στο ακέραιο. Σε ένα Ρόδον που ασφυκτιούσε από την ανάσα 1300 ατόμων, η συναυλία ήταν τόσο δυνατή, γεμάτη και όμορφη που όλοι αυτοί που ακόμα επιμένουν ότι το rock’n’roll είναι νεκρό, θα πρέπει να κρυφτούν διαπαντώς. Το ιδεώδες αυτό genre θάφτηκε για πρώτη φορά κάπου στα 1969, του έγινε μνημόσυνο στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αποτεφρώθηκε δέκα χρόνια μετά και οι στάχτες του διασκορπίστηκαν πριν μερικά χρόνια. Αυτά υποστηρίζουν κάποιοι ρομαντικοί σκληροπυρηνικοί ειδήμονες οι οποίοι αρνούνται να πιστέψουν ότι το rock’n’roll δεν έχει πεθάνει και μέσα στην εγωιστική τους στενοκεφαλιά κρατούν χαρακτήρα. Οι Franz Ferdinand δεν έπαιξαν γι’αυτούς. Έπαιξαν για όλους εμάς που λατρεύουμε το είδος και το βλέπουμε να εξελίσσεται αργά μεν, ιδανικά δε.
Όσο για τη καταραμένη λέξη hype που συνοδεύει οτιδήποτε κάνει επιτυχία (δικαίως ή όχι) ποσώς ενδιαφερόμαστε. Είναι θέμα χρόνου να αρχίσει κάποιος να λοιδωρεί τους Franz Ferdinand (αν δεν το έχει ήδη κάνει) και είναι φυσιολογικό στη συγκεκριμένη κοινωνία που ζούμε, όπου το πνεύμα αντιλογίας στην προσπάθεια του να φανεί υστεροβουλικό και προοδευτικό, περνάει πάνω από πτώματα. Πατήματα θα βρεθούν άπειρα. Και εμείς είδαμε ότι εκτός από T-Shirts, ο πάγκος με τα προϊόντα που είχαν φέρει για να πουλήσουν οι FF είχε και βρακιά με το λογότυπο τα οποία είχαν μάλιστα 20 euros. Αλλά δεν μας ενδιαφέρει και τόσο, όταν η συναυλία ήταν τόσο άρτια και ακόμα περισσότερο, όταν ο δίσκος δεν έχει ούτε ένα μετριο τραγούδι. Όσο γι’αυτούς που περιμένουν τον δεύτερο sophomore LP για να αρχίσουν να κάνουν δριμύα κριτική, λυπάμαι, δεν τους δίνω σημασία.
Μία ώρα και πέντε λεπτά διήρκησε το live. Όσο ακριβώς το περιμέναμε, αλλά κανείς δεν πρέπει να έχει παράπονο. Όλο το ντεμπούτο αποδόθηκε εκπληκτικά, ενώ τα καινούργια τραγούδια δεν πρέπει να αφομοιώθηκαν και ιδιαίτερα καλά μιας και αν προσέχεις κάτι πολύ, χάνεις το νόημα του. Θα περιμένουμε το δίσκο για περαιτέρω ανάλυση. Ο ήχος του Ρόδον ήταν όσο τέλειος χρειαζόταν και αυτό μας ευχαρίστησε υπέρ του δέοντος. Παλιά και καινούργια τραγούδια μπλέκονταν σε ένα ιδανικό σετ, το “Dark of the Matinee” ήταν το αποκορύφωμα της βραδιάς (όπως και του δίσκου) ενώ το φρενήρες κλείσιμο με το “This Fire” ήταν απλά μαγικό. Το “teenage post-punk” των Franz Ferdinand θα μας μείνει για πάντα και με δύο δικές τους κουβέντες, το show ήταν “Super Fantastic”.