Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει το αντίθετο, αν λάβει υπόψη του το «αλήτικο» όνομα της μπάντας και τους στίχους των τραγουδιών του. Είναι όμως γνωστό ότι ο Mike Skinner δεν είναι από το γκέτο (You think I’m ghetto? Stop dreaming), δεν έχει ζήσει ποτέ του σε estate (παραπλανητική η φωτογραφία στο εξώφυλλο του πρώτου δίσκου) και προσπαθεί, παρά το νεαρό της ηλικίας του, να είναι απόλυτα ντόμπρος σε σχέση με την ταυτότητα του και το τι θέλει από τη ζωή.
Είναι προφανές ότι όταν δεν ασχολείται με τη μουσική, μπορεί πλέον να μην γίνεται λιώμα με μπάφους και μετά να παίζει playstation για ώρες, όπως έκανε την “Original Pirate Material” εποχή, αλλά να έχει πια τα φράγκα για «ενήλικα» drugs και για να διεκδικεί πανάκριβα αυτοκίνητα-αντίκες σε δημοπρασίες. Έχουμε άραγε να κάνουμε με μια από τις περιπτώσεις ταλαντούχου πιτσιρικά που με το δεύτερο δίσκο έχει μπει στη διαδικασία, «η δημοτικότητα ανεβαίνει, η προσωπικότητα κατεβαίνει»;
Το βράδυ της περασμένης Παρασκευής αποδείχτηκε ότι το αγόρι με το Bambi-το-ελαφάκι βλέμμα είναι κάτι παραπάνω από λαοφιλής. Και διατηρεί απίστευτα χαμηλό προφίλ. Τόσο χαμηλό που άφησε τον τραγουδιστή που τον συνόδευε, τον Leo, ο οποίος συμμετέχει (φωνητικά) στον δεύτερο δίσκο “A Grand Don’t Come For Free” (η ντομπροσύνη που λέγαμε), να συμπεριφέρεται σαν το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας αρκετά υπερόπτης, «είμαι ο νέος Keziah Jones, δοξάστε με» τραγουδιάρης. Μόνο που δεν άρχισε να φιλάει το ίδιο του το μπράτσο.
Η μπάντα παρόλα αυτά ήταν εξαιρετική μες στην λιτότητα της: κιθάρα, πλήκτρα/samples, drums. Ο ίδιος ο Skinner παρουσιάστηκε βαρεμένος, αλλά με απόλυτα αυθεντικό τρόπο. Αυτό πρέπει να είναι γενικά το στυλ του, το «θα προτιμούσα να είμαι σπίτι και να βλέπω channel 4 με junk food ή να τρωω κουμπιά στην τοπική pub λιώμα με τους κολλητούς μου». Είναι φανερά ο νέος εθνικός ήρωας όχι μόνο της cockney φράξιας. Οι Άγγλοι τον λατρεύουν. Τον αποθεώνουν. Τον προσκυνούν. Ξέρουν τους στίχους απ’ έξω και συμπληρώνουν πολλά «oi» στα ήδη υπάρχοντα. Αλήθεια, πόσα “Oi, oi, oi” μπορεί να αντέξει κανείς μέσα σε ένα βράδυ; Με το που έκανε την εμφάνιση του στη σκηνή, εν μέσο τρελών χειροκροτημάτων και άδειων pints να χορεύουν στον αέρα, κατάφερα να μετρήσω πάνω από τριάντα. Μετά βαρέθηκα.
Με την πλειοψηφία των τραγουδιών να προέρχονται από τον πρώτο ευτυχώς δίσκο, “Turn The Page”, “Let’s Push Things Forward”, “Has It Come To This”, ένα ανατριχιαστικό “It’s too Late”, “Don’t Mug Yourself” και δυστυχώς όχι το αγαπημένο μου “Weak Become Heroes”, ο τσογλαναράς με το αθώο πρόσωπο, φάνηκε πώς κέρδισε ακόμα περισσότερο, το ήδη δικό του κοινό.
Προς το τέλος και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του πρώτου single από τον τελευταίο δίσκο, «Fit But You Know It”, το οποίο μοιάζει εκνευριστικά πολύ στο “Parklife” των Blur αλλά και (λιγάκι επαναλαμβάνεται ο φίλος μας εδώ) στο δικό του “Don’t Mug Yourself”, ο κόσμος τραγουδούσε σε έξαλλη κατάσταση- σαν να παρακολουθούσε νικηφόρο αγώνα ράγκμπι της εθνικής Αγγλίας στην pub ένα Σαββατιάτικο απόγευμα, δυο βήματα πριν το απόλυτο hangover. Μόνο που η pub ήταν ένα όπως πάντα χαοτικό Brixton Academy. Πολύ αγγλικό το όλο σκηνικό για τα δικά μου δεδομένα, αλλά παραδόξως μου άρεσε. Χριστέ μου, κάνε να μην αρχίσουν να μου αρέσουν και τα φασόλια, οι τροφές από κονσέρβες και τα κρεμμύδια. Πλιζ.