Photos: LiveAlive Pictures / Kissadjekian
Όπως ήρθαν τα πράγματα, κανονικά θα έπρεπε να είμαστε ευχαριστημένοι και μόνο από το γεγονός ότι κατάφεραν να εμφανιστούν το βράδυ της Παρασκευής στην Αθήνα οι Lambchop. Ακολουθούν δικαιολογίες για την καλή σε γενικές γραμμές αλλά μέτρια για τα μέτρα της κολεκτίβας του Kurt Wagner στο Gagarin και άλλες ιστορίες «Nashville-ιακού» πάθους.
Φαντάσου λοιπόν ότι είσαι μέλος μίας μπάντας από το Nashville του Tennessee και για δύο ολόκληρους μήνες γυρνάς την Ευρώπη παίζοντας σχεδόν κάθε βράδυ σε διαφορετική πόλη. So far, so good. Την Πέμπτη εμφανιζόσουν για δύο ώρες πάνω στη σκηνή ενός club της Ρώμης και το πρωί της Παρασκευής πας στο αεροδρόμιο Fumicino της Ρώμης να πάρεις την πρωινή πτήση της Alitalia για Αθήνα. Εκεί μαθαίνεις ότι μόλις ξεκίνησαν απεργία οι πιλότοι της Ιταλικής αεροπορικής εταιρίας και φυσικά όλες οι πτήσεις ακυρώνονται. Ωραία πράγματα.
Ο πανικόβλητος Ολλανδός tour manager προσπαθεί να βρει κάποια άκρη σε συνεννόηση με τους αγουροξυπνημένους Έλληνες διοργανωτές, ενώ εσύ και τα υπόλοιπα, κάποιας ηλικίας τα περισσότερα, μέλη της μπάντας αναγκάζεσαι να περάσεις το πρωινό σου χαζεύοντας τους καραμπινιέριδες και τα duty free καταστήματα. Έξι ώρες μετά, με έκτακτη πτήση ελληνικής ιδιωτικής αεροπορικής εταιρίας, ύστερα από προσπάθειες των διοργανωτών, τελικά απογειώνεσαι και αισίως προσγειώνεσαι. Ξενοδοχείο, club, πολύ καθυστερημένο sound check που διαρκεί το ελάχιστο δυνατό, μόνο 20 λεπτά, πείνα, κούραση, γρήγορα τηλεφωνήματα πίσω στην οικογένεια, και γκρίνια backstage… Δυσκόλεψαν οι συνθήκες ε; Άντε τώρα να ευχαριστήσεις τους πολλούς Αθηναίους που ευλαβικά περιμένουν να μαγευτούν από τις μελωδίες σου.
Όχι ακριβώς. Η μικρή προπώληση ήταν ένα απλώς σημάδι, αλλά τελικά ήταν και προφητικό. Λίγος κόσμος, πολύ πιο λίγος από το πρώτο live της μπάντας στο Club 22, και δυστυχώς όχι στο κλίμα της βραδιάς. Αρκετός θόρυβος από τις ομιλίες και τα γέλια εκεί στα όπισθεν και γενικά μία εμφανέστατη έλλειψης αυτοσυγκέντρωσης του κοινού στα τεκταινόμενα επί σκηνής. Μήπως έφταιγαν και οι Lambchop όμως;
Όσο πιο αντικειμενικά μπορεί να κρίνει ο υπογράφων αυτές τις γραφεί, δηλωμένος hardcore fan του ιδιότυπου country λυρισμού του κ.Wagner, έφταιγαν και οι Lambchop, πράγματι.
Οι οχτώ Lambchop που έφτασαν στη χώρα μας, συγκρινόμενοι με τις δύο παρελθούσες φορές που τους έχω παρακολουθήσει ζωντανά, μία στο Λονδίνο στην περιοδεία του “Nixon” και μία στην Αθήνα για την περιοδεία του “Is A Woman” στερούνται των παρουσιών του φοβερού pedal steel κιθαρίστα, μεταξύ άλλων, Paul Niehaus, του Mark Nevers και των σημαντικών, κατά την γνώμη μου, βιολιών. Μπορεί η Deanna Varagonna να επέμενε λίγο πριν βγουν στη σκηνή την Παρασκευή ότι δεν έχουν ανάγκη στην πραγματικότητα «all this bunch of people», όμως ας μου επιτρέψει να έχω κάποιες αντιρρήσεις.
Από την άλλη ήταν και η επιλογή των τραγουδιών που επέλεξαν να παρουσιάσουν. Κανένα, αν δεν κάνω σοβαρό λάθος, από την προ-Nixon εποχή δυστυχώς και δύο μόνο από αυτό το album-σταθμό, με το “Up With People” σε μία μετριότατη εκτέλεση στο encore, με τους Relevant Box, που άνοιξαν την βραδιά, στη σκηνή μαζί με τους Lambchop. Και με όλο τον σεβασμό για το συμπαθητικό Αθηναϊκό pop group, ομολογώ ότι με χάλασε αρκετά αισθητικά αυτή η παρουσία δίπλα τους, εκείνη την στιγμή.
Από την άλλη το υπόλοιπο set ήταν μοιρασμένο στα τρία. Τραγούδια από το “Is A Woman”, η χαρά του Tony Crow δηλαδή, και φυσικά αρκετά από τα φετινά “Awcmon και “Noyoucmon”, τα οποία έχω την εντύπωση ότι δεν έχουν χωνευθεί ακόμα καλά από το κοινό τους. Καθώς και κάποιες εκπλήξεις, αρκετά καινούργια τραγούδια δηλαδή, από τα οποία ξεχώρισαν το πάρα πολύ καλό “Every Waking Moment” καθώς και η εξαιρετική πραγματικά διασκευή στο “(Get A) Grip (On Yourself)” των Stranglers (Σημ. Και τα δύο αυτά κομμάτια καθώς και άλλες νέες ηχογραφήσεις τους χαίρονται αυτή την στιγμή στο σπιτικό στερεοφωνικό τους, όσοι σωστοί fans αγόρασαν στο foyer μετά το τέλος της συναυλίας το Tour-only limited edition cd “Nashville Does Dallas”).
Και όμως, ακόμα και έτσι, ο Kurt Wagner με το κλασικό πλέον ντροπαλό εαυτό του, κρύβοντας τα μάτια του κάτω από το baseball καπέλο του, στο μεγαλύτερο μέρος του live σε ανατρίχιαζε και μόνο που τον έβλεπες να ερμηνεύει με αυτό το απαράμιλλο στυλ τα τραγούδια του. Παθιασμένος, νευρικός, χαμογελαστός, και συγκινητικός, μία ιδιοφυΐα η οποία ακόμα και όταν μουρμουρίζει το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε να τον νιώσεις βαθιά μέσα σου, εάν το θέλεις βέβαια. Όταν για παράδειγμα στο “Steve McQueen” λέει «You can call me bastard, you can call me friend, but don’t forget to call me», το κάνει με το πιο παθιασμένο και ειλικρινή τρόπο αποτυπώνοντας την απελπισία σε κάθε νευρική σύσπαση του προσώπου του. Ενώ την ίδια στιγμή, στο δικό μου πρόσωπο ελάχιστα μόνο μέτρα από το δικό του, αποτυπώνεται το πιο ηλίθιο χαμόγελο ικανοποίησης…
Και κάπου εδώ, εάν συνεχίσω να γράφω, θα χαθεί τελείως η όποια αντικειμενικότητα μου. Και μετά θα αναρωτιέσαι που τα είδα και τα άκουσα όλα αυτά που έχω στο μυαλό μου να γράψω, ειδικά εάν ήσουν ένας από αυτούς που δεν σταμάτησαν να μιλάνε καθ’όλη την βραδιά, ένας από αυτούς και στο τέλος κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν παρά μία βαρετή και υπνωτική συναυλία…
Και πίστεψέ με, δεν ήταν τέτοια! Απλά, δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή δυστυχώς…