Έχετε ακούσει αυτό που λένε ότι συνήθως το λεωφορείο αργεί να περάσει και μετά έρχονται δύο μαζί, το ένα πίσω από το άλλο; Κάτι τέτοιο συνέβη πρόσφατα στην Αθήνα, οι Swans δεν είχαν περάσει ούτε απ’ έξω απ’ τη χώρα (που λέει ο λόγος, δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση αν μου έλεγαν ότι έπαιζαν τακτικότατα στη γειτονική Γιουγκοσλαβία για παράδειγμα!), και ξαφνικά να η Jarboe, να και ο Gira κολλητά! Η πρώτη έκανε μια απογοητευτική, κατά την προσωπική μας εκτίμηση πάντα, εμφάνιση με το τρέχον σχήμα της που ονομάζει The Living Jarboe (σαν οι πρώιμοι Swans να συνοδεύουν τη Lydia Lunch, χωρίς καμία απ’ τις δύο πλευρές να είναι τόσο καλή όσο τα αναφερόμενα ονόματα όμως!), και ο Gira ήταν απλά ο μεγαλοπρεπής Gira. Απ’ την αρχή όμως τα πράγματα:
Τη συναυλία άνοιξαν οι Serpentine, μα δυστυχώς δεν προσήλθα έγκαιρα για να παρακολουθήσω την εμφάνισή τους (τρέχουν και οι διάφορες υποχρεώσεις βλέπετε!). Μου κάνει εντύπωση πάντως η επιλογή του συγκεκριμένου ονόματος για τη συγκεκριμένη βραδιά, αφού είναι γνωστό ότι το σχήμα από την Πάτρα κινείται στο χώρο της κιθαριστικής ποπ, οπότε δεν καταλαβαίνω πως μπόρεσαν να ταιριάξουν το ύφος τους στα όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Ίσως και να τα κατάφεραν, ποιος ξέρει!
Ο Devendra Banhart που ακολούθησε συνοδεύει τον Gira στις πρόσφατες εμφανίσεις του, και είναι η πιο πολύτιμη ανακάλυψή του. Το άλμπουμ που κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά στην ετικέτα του Young God με τίτλο “Oh Me Oh My…” (και συνεχίζεται για κανένα πεντάλεπτο…), πήρε αποθεωτικές κριτικές από σύσσωμο τον μουσικό Τύπο και όσοι δεν το είχαν ακούσει μέχρι εκείνη τη βραδιά, ίσως να κατάλαβαν το γιατί – αρκετοί ήταν εκείνοι που το προμηθεύτηκαν εξάλλου επί τόπου από τον σχετικό πάγκο μέσα στο Αν : είναι πριν και πάνω απ’ όλα ξεχωριστός, κινείται μέσα σε μια εντελώς δική του σφαίρα δημιουργίας και η πραγματική του δύναμη είναι το πώς κατορθώνει και συμπυκνώνει σε τρίλεπτα κομμάτια τόμους ολόκληρους από την ιστορία της μουσικής του περασμένου αιώνα (της μουσικής όλων των ειδών σημειωτέον, όχι μόνο της ροκ!). Καθισμένος οκλαδόν στο πάτωμα της σκηνής, έμοιαζε όπως παρατήρησε κι ένας φίλος μου με μουσικό που ζητιανεύει στο μετρό, έτσι όπως ήταν οπλισμένος με μια ακουστική κιθάρα και τη φωνή του. Ναι, αλλά δεν ακούς ποτέ μια τέτοια φωνή, κι όχι μόνο στο μετρό, αλλά πουθενά! Η κοντινότερη αναφορά είναι ο Tim Buckley, κυρίως στον τρόπο ερμηνείας κι όχι στην έκταση και τις δυνατότητές της. Όσο για τα τραγούδια του, τα αχνά γρατζουνίσματα στην κιθάρα σχημάτιζαν μελωδίες που σε γυρνούσαν με ζαλιστική ταχύτητα γύρω από τα blues του Δέλτα του Μισσισσιπή, και την φολκ παράδοση τόσο της Αγγλίας όσο και της Αμερικής (απ’ ότι μας είπε, λατρεύει ιδιαίτερα τον Nick Drake, τους Fairport Convention και τους Steeleye Span, λες και δεν το είχαμε καταλάβει!). Αφοπλιστικά γοητευτικός με τον τρόπο που έχει να επικοινωνεί με το κοινό που τον παρακολουθεί, άφησε να εννοηθεί ότι διαθέτει και μεγάλα αποθέματα χιούμορ πίσω από τις σοβαρές όσο και η ζωή του ιστορίες του.
Η παραπάνω πρόταση ταιριάζει γάντι και στον Michael Gira, με τη διαφορά ότι ο τελευταίος μοιάζει περισσότερο απρόσιτος και σου δίνει την αίσθηση ότι μάλλον θα πρέπει να το σκεφτείς δύο φορές πριν τον προσεγγίσεις για να τον κάνεις φίλο σου. Αν και αναμφίβολα θα πρόκειται για μια γοητευτική προσωπικότητα, αυτό που σου μένει σαν τελική εντύπωση από τις λίγες στιγμές που μένεις μαζί του είναι ότι η αυτοκαταστροφικότητά του είναι η κυρίαρχη ιδέα πίσω από τα τραγούδια του, μα και πίσω απ’ τη φιλοσοφία της ζωής του ολόκληρης. Κι αυτό δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούργιο, διατρέχει οτιδήποτε έχει κάνει, από τους Circus Mort και τους Swans μέχρι τους Skin και τους Angels Of Light (και όλα τα ενδιάμεσα σχήματα στα οποία έχει συμμετάσχει), απλά η άμεση επαφή με το έργο του σ’ έναν τόσο μικρό χώρο δεν παύει να σ΄ αιφνιδιάζει και να σε υποβάλει.
Μόνος κι εκείνος επάνω στη σκηνή, καθισμένος σ’ ένα σκαμπό με μια ηλεκτροακουστική κιθάρα, γέμισε το χώρο με την ένταση της κιθάρας, της φωνής και της φορτισμένης ερμηνείας του, η οποία ήταν αναμενόμενη αλλά και πρωτόγνωρη όταν δεν την έχεις ξαναζήσει από κοντά. Γρήγορα η διάθεσή του επιβλήθηκε στο ακροατήριο, μέσα από κομμάτια καθηλωτικά, σκοτεινά και υπέρμετρα παρακμιακά. Κουρασμένος από τις συνεχείς, ασταμάτητες εμφανίσεις, έδωσε έναν πολύ καλό εαυτό, αργότερα όμως ήρθε και ζήτησε από πολλούς συγνώμη γιατί η απόδοσή του δεν ήταν αυτή που εκείνος θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι. Σ’ αυτή επέρριψε και το ατύχημα που είχε, όταν στο τέλος ενός κομματιού, κι ενώ είχε κορυφώσει με κραυγές σχεδόν την ερμηνεία του, άρχισε να χτυπάει κάτω το πόδι του με μανία με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει κάτω με μια θεαματική τούμπα. Σίγουρα αισθάνθηκε ντροπή, το ακροατήριο όμως του ανταπέδωσε ένα θερμό “We love you”. Ακόμη και τότε παρέμεινε φουλ κυνικός : “No, you don’t love me! Even my wife doesn’t love me! My dog hates me!”.
Κάπου εκεί ήξερες ότι με αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούσες να κερδίσεις…Ή μάλλον κέρδιζες, κέρδιζες μια ερμηνεία που έβγαινε κατ’ ευθείαν απ’ την καρδιά του, μια καρδιά που είχε μαύρο χρώμα μα που μάτωνε και μετέτρεπε τη νύχτα σε κάτι τόσο αλλόκοτο που θα ορκιζόσουν ότι δεν το είχες ξανασυναντήσει μέχρι εκείνο το βράδυ…