Πέμπτη 30 Οκτωβρίου, Ώρα Εβδόμη Απογευματινή.
Χώρος: Γραφεία Αβοπολις
Παρόντες Στο Γραφείο: Αναστάσιος Βογιατζης, Παναγιώτης Κονδύλης, Ηλίας Πυκναδας κι ο γράφων.
Θέμα Συζήτησης: Επικείμενες ζωντανές εμφανίσεις καλλιτεχνών
Διάλογος που διημείφθη:
- Ηλίας: Θα έρθεις Do Make Say Think;
- Kων-νος: Όχι, λέω να πάω Uriah Heep (πρώτο εγκεφαλικό ο Ηλίας). Λέω να γράψω κιόλας κάτι για το live (δεύτερη αποπληξία ο νεοσμυρνιωτης συντάκτης)
- Ηλίας: (μασώντας τα λόγια του, προσπαθώντας να ξεπεράσει το σοκ αυτού που μόλις άκουσε) Σου αρέσουν αυτοί ή μας κάνεις πλάκα;
- Κων-νος: Δηλώνω θαυμαστής τους από μικρός. Τους έχω δει άλλες δυο φορές. Τώρα θα είναι η τρίτη. (Ο Ηλίας έχει πέσει ήδη στο πάτωμα και βγάζει αφρούς από το στόμα ενώ ο Αρχισυντάκτης προσπαθεί μάταια να τον συνεφέρει ανεμίζοντας πάνω από το κεφάλι του την συλλογή Desert Sessions Vol. 9 + 10)
Τι κακό έχουν τα Δεινοσαυρακια ρε σεις; Άκακα ζωάκια είναι κι αυτά κι έχουν δικαίωμα να ζουν, να κάνουν συναυλίες και να συστήνουν τα τραγούδια τους σε μια νέα ολοκαίνουργια γενιά ακροατών που μόλις τώρα στα 15-16 χρόνια τους έρχονται σε επαφή με το ροκ. Δηλαδή, πες μου ειλικρινά Ηλία, θα προτιμούσες τα πρώτα ακούσματα των παιδιών αυτών να είναι Βανδη και Τσαλικης κι αντί να πηγαίνουν σε συναυλίες Uriah Heep να λικνίζονται στους ρυθμούς του Μωρό μου Σορρυ; (Ο Ηλίας θα απαντούσε σίγουρα « Ναι, χίλιες φορές καλύτερα Βανδη και Τσαλικης παρά οι παππούδες!»). Με όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει μάζεψα το θλιβερό μου σαρκίο κι αποχώρησα από το Γραφείο.
Προσήλθαμε στο Gagarin ώρα Δεκάτη Νυχτερινή, χάνοντας το σετ λιστ των σαπορτ Mystery. Το τελετουργικό της συναυλίας είχε ήδη αρχίσει: στο μπαρ μοίραζαν τίλιο και φασκόμηλο, οι κοινωνικοί λειτουργοί είχαν μαζευτεί άπαντες προς παν ενδεχόμενο, ασθενοφόρα γύρω από τη σκηνή και στις τουαλέτες (γιατί ως γνωστόν, ο γέρος ή από πέσιμο ή από χέσιμο θα πάει) ενώ το merchandizing της μπάντας (βηματοδότες, χάπια, μασέλες κτλ) πωλούνταν σε τιμές όχι παραπάνω από μια μέση σύνταξη ασφαλισμένου στο ΙΚΑ.
Προσωπικά περίμενα να ακούσω όλα εκείνα τα τραγούδια που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 συντρόφευαν το μακρύ μου μαλλί που ανέμιζε ανακατεμένο με πιτυρίδα και κασίδα μαζί: Gypsy, Look At Yourself, Lady In Black, Easy Livin, Stealin’, Wizard, Return To Fantasy, Firefly, Sympathy. Αλλά ειδικά το ανυπέρβλητο July Morning, “our own Stairway To Heaven” , όπως είχε δηλώσει κάποτε ο οργανίστας Ken Hensley. Πάνω από όλα ήθελα να δω όμως τους δυο φίλτατους εναπομείναντες από την αρχική Uriah Heep Mk1 σύνθεση, τον Mick Box και τον Lee Kerslake. Τελικά η συναυλία κύλησε όπως ακριβώς φανταζόμουνα: ήταν ο θρίαμβος του Αλτσχαιμερ και του Πάρκινσον. Και για να μην παρεξηγηθώ, σπεύδω να δηλώσω ότι για άλλη μια φορά οι 60 παρά κάτι συνομήλικοι του πατέρα μου μου πρόσφεραν δυο ώρες με όλες εκείνες τις μελωδίες (γιατί η μουσική δεν είναι τιποτ’άλλο παρά μελωδίες κατανεμημένες έτσι ώστε να δημιουργούν ένα όσο το δυνατόν πιο ευήκοο αποτέλεσμα) το άκουσμα των οποίων με γοήτευε κυρίως μικρότερος, αλλά ενίοτε και τώρα, στα 27 μου. Το παλιό ροκ είναι σαν το σεξ βλέπετε: όσο κι αν τα χρόνια περάσουν και αποστασιοποιηθείς από αυτό ένεκα συγχρονικοτητας με τις τρέχουσες μουσικές εξελίξεις, ποτέ δεν το ξεχνάς αλλά πάντα επιστρέφεις σε αυτό και όταν το ξανακούς νιώθεις σαν να μην πέρασε μια μέρα από τη στιγμή που είχες έρθει για τελευταία φορά σε ηχητική επαφή μαζί του.
Ένας κιθαρίστας, ο Mick Box, που δεν έδειχνε σε μεγάλα κέφια σε σχέση με τις άλλες φορές που τον είχα δει, ο ντραμερ- παλιοσειρα, Lee Kerslake, φαινόταν υπέργηρος με τα 58 του χρόνια και την τεράστια μπυροκοιλια του και υπήρξαν στιγμές που ήταν τόσο μεγάλο το πάθος με το οποίο βάραγε τις μπαγκέτες του που φοβήθηκα ότι θα αφήσει τα κοκαλάκια του μέσα στο Γκαγκαριν. Τουλάχιστον ο άνθρωπος θα πήγαινε στα θυμαρακια ευτυχισμένος, βλέποντας ένα κ-α-τ-α-μ-ε-σ-τ-ο συναυλιακο χώρο όπου δεν έπεφτε καρφίτσα. Ο κιμπορντιστας, του οποίου το όνομα δεν γνωρίζω, συχνά πυκνά επιδιδόταν σε φιγούρες τύπου Keith Emerson, νομίζοντας ότι είναι το λιγότερο ο Rick Wakeman κι ότι παίζει στους Yes, αλλά ομολογώ ότι έκανε την παρουσία του άκρως αισθητή με το λιτό και ουσιαστικό του παίξιμο. Η επιβλητική φυσιογνωμία του τραγουδιστή Bernie Shaw δέσποζε στη σκηνή με περισσή άνεση και σεμνότητα και δίχως ίχνος φιοριτουρας στις κινήσεις του, γνωρίζοντας ότι πρέπει να αφήσει τον χώρο τους άλλους δυο άτυπους αρχηγούς μιας μπάντας 33 χρόνων. Κι ένας μπασιστας που από εκεί που καθόμουν έφερνε λίγο φυσιογνωμικά στον μακαρίτη (κι ατυχήσαντα από ηλεκτροπληξία εν ώρα συναυλιακου οργασμού) Gary Thain, τον καλύτερο μπασιστα που είχε ποτέ η μπάντα εκείνη την ένδοξη τετραετία 1971-1974.
Την οποία τίμησαν δεόντως: όταν οι πρώτες νότες του July Morning έσκισαν τα ηχεία, προσωπικά ανατρίχιασα και νομίζω ότι μαζί μου θα βάρεσαν προσοχή κι εκατομμύρια άλλες τρίχες στο χώρο. Περίμενα μάταια να βγει ο Manfred Mann και να παίξει εκείνο το σόλο στο οργανάκι, μια από τις καλύτερες στιγμές της δεκαετίας του ’70 που αποτυπώθηκαν ποτέ σε αυλάκια δίσκου. Στο Look At Yourself μου ήρθε στο νου το εξώφυλλο του δίσκου τους και αμέσως μετά συνειρμικά τόσο ο δίσκος των Bright Eyes όσο και ο πρόσφατος του Φοίβου Δεληβορια για να μου θυμίσει πόσο διαχρονικό ήταν το μήνυμα του εν λόγω τραγουδιού. Τα πολύ αγαπημένα, Bird Of Prey, Stealin’ και Lady In Black κρατήθηκαν για το τέλος, σε ένα ενκορ αφενός συναισθηματικά φορτισμένο, αλλά με έντονα τα προβλήματα ήχου, τουλάχιστον στον εξώστη, όπου καθόταν η αφεντιά μου και που ο ήχος ακουγόταν κουτσουρεμένος, σε σημείο να μην ακούγεται η φωνή του Shaw. Για ποιο λόγο να παραπονεθείς όμως; Αφού το ήξερες καλά, τόσο εσύ, όσο και οι υπόλοιποι δεν ξέρω κι εγώ πόσοι που κατέκλυσαν το Γκαγκαριν ότι πέρασαν μια υπέροχη βραδιά γεμάτη αρχετυπικο heavy hard rock. Αν παίζουν τόσο καλά στην ηλικία αυτή, δεν θέλω καν να φαντάζομαι πως θα ήταν στα ντουζένια τους.