Puressence
Του Κωνσταντίνου Τσάβαλου
Το σκεφτόμουν από την πρώτη στιγμή που τελείωσε η συναυλία, αλλά ακόμη περισσότερο το πρωί που ξύπνησα: Tελικά οι Puressence έπαιξαν "καλύτερα" ή "χειρότερα" από τους Suede; Ο κόσμος δείχνει πάντως να μην τους έχει βαρεθεί στο ελάχιστο, μετά από 5 ή 6 συναυλίες στη χώρα μας - έχω χάσει το λογαριασμό πια -, η τελευταία από τις οποίες έλαβε χώρα μόλις πριν 7 μήνες στο νεόδμητο κι ολοκαίνουργιο τότε Gagarin. Ο James μπορεί βέβαια να μην διαθέτει την αδιαμφισβήτητη σκηνική ακτινοβολία του Brett, αλλά η εντύπωση που αποκόμισα χθες ήταν ότι κανείς μα κανείς από τους θεατές δεν αντιμετώπισε τους Puressence ως συνοδευτική μπάντα, αλλά περισσότερο ως το συγκρότημα που άνοιξε μεν για τους Suede, αλλά που στεκόταν αυτούσιο κι αυτόφωτο στη σκηνή χωρίς να χρειάζεται το “δεκανίκι” του support group.
Και πάλι μας χάρισαν ένα best of από τους 3 δίσκους τους, παρουσιάζοντας μας γενναιόδωρα ένα ένα όλα τα χιτακια τους και τελειώνοντας –αν θυμάμαι καλά– με το India (ή μήπως ήταν το I Suppose; Ομολογώ ότι την ώρα εκείνη το πιτσι πιτσι που είχαμε πιάσει με τον αρχισυντάκτη ενόψει του Wonderland και οι μπύρες που είχα καταναλώσει, μου δημιούργησαν ένα κενό μνήμης …whatever…). Και πάλι έβγαλαν φωτογραφίες του παραληρούντος κοινού στο τέλος για να τις δείχνουν στις κοπέλες τους, στις μανάδες και στα παιδιά τους μετά από χρόνια – ίσως και στο Βρετανικό φανκλαμπ τους που δεν θα πιστεύει στα μάτια του βλέποντας μια αγνοημένη στη Γηραιά Αλβιόνα μπάντα να γνωρίζει τέτοια απήχηση στην Ελλάδα και στο Βέλγιο μόνο. Στα πλην της βραδιάς ο μέτριος ήχος που διαχεόταν από τα μεγάφωνα όχι μόνο στους Puressence, αλλά και κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των έτερων Λονδρέζων –για περισσότερες λεπτομέρειες απευθυνθείτε στην ανταπόκριση του κυρίου Βογιατζη για τους Suede.
Μετά το πέρας της εμφάνισης τους οι 4 τους εθεάθησαν να ανεβαίνουν τις κερκίδες, όχι φυσικά για να παρακολουθήσουν τους Suede –με τους οποίους η εντύπωση μου είναι ότι δεν έχουν και τις πιο αγαστές των σχέσεων…- αλλά κυρίως για να επιδοθούν στο σπορ που εδώ και 4-5 χρόνια εξασκούν με επιτυχία, το καμάκι σε νεαρές θαυμάστριες τους. Οι οποίες ίσως αυτή τη φορά να μην ήταν τόσο δεκτικές στην επικοινωνία με τους 4 Μancunians, ιδιαίτερα δε όταν 20 λεπτά αργότερα ένας από τους πιο χαρισματικούς περφορμερ της εποχής μας βγήκε κι άλωσε τη σκηνή του Θεάτρου Βράχων.
Suede
Του Τάσου Βογιατζή
Ομολογώ ότι δεν ξετρελάθηκα με άλλη μία εμφάνιση των μαντσεστεριανών. Όσο καλοί και αν είναι, όταν παίζουν με τη συχνότητα Ελλήνων καλλιτεχνών σε μουσικές σκηνές, είναι αναπόφευκτο κάποια στιγμή να έλθει ο κορεσμός. Αντιθέτως, το κύριο όνομα της βραδιάς ήταν εκείνο που πρωταρχικώς, ίσως και αποκλειστικώς, με ενδιέφερε, παρά την επίγνωση του δισκογραφικού ντεφορμέ τα τελευταία χρόνια.
Kι αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα ήταν ότι σ'αυτό που κάνουν είναι 100% επαγγελματίες. Χωρίς το πάθος των πρώτων ημερών, ακόμη και της προ οκταετίας εμφάνισής τους στη χώρα μας, αλλά με ένα σακούλι πλέον από τρίλεπτα βρετανικά glam και καθαρόαιμα pop anthems στα χέρια τους, οι Suede δεν χρειάστηκαν και πολλά για να κατακτήσουν ένα μεγάλο μέρος του κοινού.
Ο Brett απέδειξε πόσο χαρισματικός performer είναι, μετακινούμενος σε χρόνο ρεκόρ από τη μία άκρη της σκηνής στην άλλη και ταυτόχρονα ερμηνεύοντας τα κομμάτια με τα γνωστά του φωνητικά κόλπα, όσο η υπόλοιπη μπάντα φαινόταν να βρίσκεται σε ευθυμία (κάτι που δεν τους διέκρινε παλιότερα στο στήσιμό τους στη σκηνή). Κάτι που φανερώνει ότι οι εποχές έχουν αλλάξει, το glamour και το μυστήριο, έχουν αντικατασταθεί με πιο γήινες και καθημερινές αντιδράσεις, γενικά με μία χαλαρότητα μιας μπάντας που κοιτά πίσω στο παρελθόν της και ανασηκώνει τις κορυφαίες του στιγμές, δίχως φόβο, κόμπλεξ και πάθος. Ο Brett κινείται πλέον στη σκηνή με μία χαρακτηριστική σιγουριά του sex symbol και δείχνει απλώς να απολαμβάνει το ταξίδι στο χρόνο (και οι θηλυκές παρουσίες ακατάπαυστα σχολιάζουν), τεστάροντας όμως παράλληλα και τα νέα πονήματα (τέσσερα για την ακρίβεια) της μπάντας του, που ακούγονται αναπόφευκτα ως συνέχεια των προηγουμένων, παρά τις σαφείς πιο ηλεκτρονικές τους αναφορές. Ειδικά το "Love The Way You Love", το νέο κομμάτι που θα συμπεριληφθεί στο greatest hits τους και που άνοιξε το set τους, είτε ένεκα της φόρας από την είσοδο της μπάντας στη σκηνή, είτε γιατί είναι αρκούντως πιασάρικο, είχε την τύχη να τραγουδηθεί από τους πιο φανατικούς τουλάχιστον...
Metal Mickey (το έπαιξαν τρίτο κατά σειρά και ξεσήκωσαν τους πάντες), Animal Nitrate, Wild Ones, So Young, Beatutiful Ones She's In Fashion κ.α. αρκούσαν για να γεμίσουν τους πάντες με χαμόγελα, πριν αποχωρήσουν για πρώτη φορά, για να μας έρθουν πίσω με ένα νέο κομμάτι, με το αγαπημένο "Killing of a Flashboy", αλλά και το "Saturday Night".
Όντας προετοιμασμένοι για μικρή διάρκεια δεν φύγαμε με έντονη την αίσθηση του "λίγου" και του "ανικανοποίητου", ίσως και γιατί πρόλαβαν σε μία ώρα και ένα τέταρτο να μας χαρίσουν 18 κομμάτια ενός greatest hits. Και, εν τέλει, αυτό ήταν και το συναίσθημα που αποκόμιζε κανείς από την ατμόσφαιρα του Θεάτρου Βράχων: Χαμόγελα κι ενεργή συμμετοχή, τραγούδι και άφθονο μπλα μπλα, αναμνήσεις από την προηγούμενες φορά, αλλά κι απο τα 90s γενικώς. Ελάχιστες φορές όμως είδαμε αυτή τη φωτιά, τον υπέρμετρο ενθουσιασμό, να διαχέεται σε όλα τα μήκη και πλάτη του Θεάτρου, κάτι που κατάφεραν για πλάκα οι Puressence με το πιο πολυπαιγμένο ζωντανά (στη χώρα μας) κομμάτι από βρετανικό group, τα τελευταία χρόνια (ε, μάλλον είμαστε και λίγο υπερβολικοί!).