Ανέλπιστη επιστροφή για ένα σχήμα που πολλοί θεωρούσαμε "νεκρό" και που κατά τα φαινόμενα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ξανά, μετά από μια θεαματική πορεία πίσω στις ένδοξες μέρες της britpop. Από μια άποψη, αισθανόμουν μια στενοχώρια που ένα τόσο αξιόλογο σχήμα το οποίο υπήρξε κάποτε από τα ονόματα - μαγνήτες για τα συναυλιακά δρώμενα της Βρετανίας, έπαιζε τώρα σ' ένα σχετικά μικρό χώρο στην άλλη άκρη της Ευρώπης (με τον ίδιο τρόπο που οι Audioweb είχαν φτάσει ν' ανοίγουν τις εμφανίσεις των U2 και λίγο χρόνο αργότερα αγωνίζονταν να διασκεδάσουν το Αθηναϊκό ακροατήριο σ' έναν πολλαπλάσια μικρότερο χώρο, και την επόμενη ημέρα να συζητούν με τον μάνατζέρ τους το τι έχει πάει στραβά στην καριέρα τους).
Απ' την άλλη, είναι τουλάχιστον παρήγορο που ο κόσμος τίμησε και με το παραπάνω την, έστω και ετεροχρονισμένη, έλευσή τους στα μέρη μας, κι έγινε έτσι μάρτυρας μιας υπέρ - δυναμικής εμφάνισης αλλά και ακροατής της νέας τους δουλειάς που ηχογραφούν αυτόν τον καιρό και πρόκειται να κυκλοφορήσουν στην εταιρία των Muse, Taste Media. Τα καινούργια τους τραγούδια ακολουθούν χοντρικά τις γραμμές των παλιότερών τους σε δυναμική και μελωδικότητα, και είναι πολύ πιθανό μ' αυτά να δουν σύντομα το άστρο τους να σκαρφαλώνει ξανά στον ουρανό της Βρετανικής ποπ. Το ελπίζουμε τουλάχιστον.
Το σετ των Shed 7 ήταν κατά το ήμισυ ένα καλογραμμένο κεφάλαιο του britpop ανθολογίου, με απίστευτα κομμάτια που κάποιοι από εμάς είχαν αγαπήσει ιδιαίτερα την εποχή που κυκλοφόρησαν, πίσω στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90 : "Long Time Dead", "On Standby", "Chasing Rainbows", "Getting Better", "Going For Gold", "Return" και ένα σωρό άλλα, μα όχι και "Mark", "Ocean Pie" ή "Speakeasy" (και τα τρία απ' το ντεμπούτο και πιθανόν κορυφαίο άλμπουμ τους).
Από εκεί και πέρα, έπαιξαν όπως είπαμε καινούργια κομμάτια που συνεχίζουν στο παλιό στυλ της μπάντας, κι αυτό ίσως είναι και η καταδίκη τους, το σφάλμα που δεν θα τους συγχωρήσει ο Τύπος που θέλει διαρκώς φρέσκες σκηνές. Τα τραγούδια τους είναι ούτως ή άλλως σπουδαία, σαν μουσικοί είναι καταπληκτικοί (το όνομα μάλιστα του κιθαρίστα Paul Banks ακούστηκε σαν αντικαταστάτη του Graham Coxon στις συναυλίες των Blur), όσο για τον τραγουδιστή Rick Witter, τώρα καταλάβαμε γιατί γράφονταν τόσα πολλά για την περσόνα του επάνω στη σκηνή. Φοβερά άνετος και με χιούμορ, κέρδισε το κοινό με τα αστεία του ανάμεσα στα κομμάτια και μας έφερε όλους πιο κοντά του, λες και δεν ήταν αρκετή η μουσική. Μια αποτυχία τους στο μέλλον θα είναι ένας θρίαμβος της επιβολής της τάσης έναντι στο αντικειμενικά καλό γούστο.
Τη συναυλία άνοιξαν οι Matisse, παρουσιάζοντας υλικό που θα βγει σε δίσκο προσεχώς για λογαριασμό πολυεθνικής εταιρίας. Είχα αρκετό καιρό να τους δω και παρουσιάστηκαν σαφώς καλύτεροι απ' την προηγούμενη φορά (πράγμα που καθιστούσε σαφές και το περυσινό τους demo με τα 7 κομμάτια που είχα στα χέρια μου), επαυξημένοι όπως ήταν σε εξαμέλες πλέον σχήμα. Britpop που κινείται σε πιο ελεύθερα πλαίσια, έχουν ενδιαφέρουσες στιγμές που μπορούν να μας εκπλήξουν ακόμη περισσότερο την επόμενη φορά που θα τους δούμε.