Μία παρά. Η σκηνή σκεπασμένη με όργανα, τσιγάρα, μπύρες, ποτά, μπουκάλια με νερό, καρέκλες, monitors. Πριν λίγα λεπτά είχε και εννιά άτομα πάνω στη σκηνή. Ο κόσμος έχει αρχίσει να αποχωρεί, ακόμα με την αίσθηση ότι ταξιδεύει. Απότομη η έξοδος από το κινηματογραφικό ταξίδι. Προσπαθώ να συνεφέρω την Ηλέκτρα και καθόμαστε λίγο παραπάνω μέσα... Σχόλια παντού. Μία ίσως ιστορική συναυλία, από αυτές που θα θυμόμαστε για πολύ, στη Θεσσαλονίκη -τη διψασμένη για συναυλιακά events Θεσσαλονίκη.
Τρεις και κάτι. Τρία μέλη βρίσκονται στο Λουκυ Λουκ μάλλον αδιάφορα για το περιβάλλον και εξαντλημένα.
Εντεκα και μισή. Tρόμος, δάκρυα, περφεξιονισμός, θόρυβος με νεοκλασικά αριστουργήματα, ευθείες και καθαρές μελωδίες, ταμπέλες που βάζει ο δύσκολος αλροατής "προσοχή, ο φορμαλισμός πνίγει", κι αυτές παύουν να υφίστανται μετά από λίγο, ανύπαρκτες αντιστάσεις. Ηχητικά τοπία που σε κουβαλούν μαζί τους, κι αν καταφέρεις να ξεφύγεις μάλλον ήρωας είσαι, κοινωνικό σχόλιο, δραματικός τόνος, κινηματογραφική πλοκή.
Δέκα και είκοσι. Εννιά άτομα ανεβαίνουν στη σκηνή -τρεις κιθαρίστες, δύο μπασίστες, δύο κρουστοί, ένα cello και ένα βιολί- tapes, moods που εναλλάσσονται, ενίοτε και ξυλόφωνο, αφηρημένες σκηνές, κάποιες φορές με νήμα. Η λέξη 'ελπίδα' αναδύεται από τα projections τους, η μουσική τους, μέσα από τις περιπέτειές της σε οδηγεί στο φως, στο happy end. Ο κυνισμός απαγορεύεται, οι ιδεαλιστικές ταμπέλες που τους κολλούν ως ρετσινιά δεν τους απασχολούν, το μόνο μεγαλοπρεπές της όλης ιστορίας είναι η επική μυρωδιά που αναδύουν τα κρεσέντο τους.
Υπομονή και αφοσίωση απαιτούνται. Το κοινό της Θεσσαλονίκης τα διαθέτει στο έπακρο. Δεν ζητά το διάλειμμα, όταν οι τόνοι χαμηλώνουν και το ίδιο ουσιαστικά δοκιμάζεται, περνά τις εξετάσεις με άριστα. Με άριστα τις περνά και η ίδια η κολλεκτίβα από το Μόντρεαλ που τα έχει καταφέρει. Ταλαιπωρεί το κοινό ευχάριστα ή δυσάρεστα με διαφορετικά συναισθήματα. Η εξερεύνηση της θλίψης γίνεται σε ανύποπτο χρόνο (αλλά ποιος έρχεται απροετοίμαστος για διαδοχές συναισθημάτων;) και μεταλλάσσεται σε μαγική ιεροτελεστία. Η ευφορία είναι προσωρινή, όσο και ο rock'n'roll θόρυβος που μας υπενθυμίζει παρά τις Morricone, Bernard Herrman, John Barry, Brian Eno αναφορές τους, δεν παύουν να έχουν punk rock ρίζες. Τεχνικές τους βρίσκουμε και στους Led Zeppelin.
Ίσως το μόνο απαραίτητο-περιττό είναι η προβολή, σκηνές από παντού, δικές τους και κυρίως του αποφοίτου της κινηματογραφικής σχολής του Concordia University, Efrim. Η σκηνή με τις γραμμές του τρένου έχει περάσει από το μυαλό μας ακούγοντας για πρώτη φορά το "Storm". Θολές εικόνες από τη Νέα Υόρκη, λέξεις, μοτίβα που επαναλαμβάνονται, αλλά που τα βρίσκουμε άχρηστα. Αφού και οι ίδιοι παίζουν με κλειστά τα μάτια (ειδικά ο Efrim είχε ρίξει το μαλλί κάτω καθ'ολη τη διάρκεια του live) και δεν κοιτούν το κοινό, μεγάλο μέρος του καλά κάνει και κλείνει τα μάτια πλάθοντας κι αυτό τις συνήθεις εικόνες. Τα πόδια να κουνιούνται στους σπασμούς, τα κεφάλια να δείχνουν ότι οι ιδιοκτήτες τους βρίσκονται κάπου αλλού. Όταν οι ρυθμοί αυξάνουν, όλη η μπάντα πάλλεται σ'αυτούς, τα ξυπόλητα πόδια (κάποιων εκ της μπάντας) χτυπούν την πολύ μικρή και άβολη -γι'αυτούς- σκηνή...
Ο ήχος καταλαμβάνει το χώρο, το μυαλό, τον ψυχισμό μας. Πανικός στο 'East Hastings', στο 'Moya', στο 'Dead Flag Blues', το 'Storm', το 'Static' (με κεφάλια να κουνιούνται με δύναμη), το 'Sleep', αλλά και σε δύο νέα κομμάτια που παίζουν. Οι ρυθμοί χτίζονται πιστά, στρώμα με στρώμα, κι έρχεται το μελόδραμα, η κιθαριστική κορύφωση, η κάθαρση, οι καταδύσεις στα ειδυλλιακά τοπία που ξεκουράζουν. Ήχος τέλειος και άριστα μελετημένος, φοβερή η συνεργασία των δύο drummers, το δοξάρι κυρίαρχο -σε hi-hat, κιθάρες (δημιουργώντας τον ήχο που αναγνωρίζουμε άμεσα ως Godspeed-ικό), βιολί και όπου αλλού δεν μπορούσαμε να φανταστούμε, ακόμα και για τη δημιουργία απλού θορύβου. Δυόμισι ολόκληρες ώρες, με τρία encore, με το ίδιο happening της Αθήνας (ένα μέλος να βαράει το drum ανάμεσα στο κοινό και το κοινό να χειροκροτά στον ίδιο ρυθμό αποθεώνοντάς τον). Τέλος. Ανοίγουμε οριστικά τα μάτια... Δειλά και με προσοχή αναχωρούμε...
Τι άλλο να πει κανείς για την απίστευτη αυτή εμπειρία. Να γκρινιάξει κανείς για το χώρο που -κατά γενική ομολογία- δεν τους χωρούσε; Να υποστηρίξει ότι όλα θα ήταν καλύτερα στην Αποθήκη του Μύλου και όχι στο Club όπου στοιβάχτηκαν οι εντός και "έχασαν" (παρά τη θέλησή τους) οι "εκτός"; Θα χαλούσε την εικόνα, κι εφόσον από το μυαλό μας πέρασε ελάχιστα, αφού τα καταφέραμε να μπούμε όλοι (έστω και με τρόπους που δεν γράφονται σε ένα review), δεν έχει νόημα. Ίσως δεν είναι δίκαιο. Δεν πειράζει... Μας αρκεί που χάρη, στην -ανυποψίαστη ίσως για το μέγεθος και τη δυναμική του group σε όλη την Ευρώπη- Astra παρακολουθήσαμε ένα group πάνω στο peak του. Πριν καλά καλά διαφημιστεί είχε διαδοθεί το νέο από στόμα σε στόμα και όλοι ανέμεναν τη μέρα που θα κυκλοφορούσαν τα εισιτήρια. Aς ελπίσουμε ότι θα δοθεί ξανα η ευκαιρία στο παραμελημένο τελευταία (γιατί;) και διψασμένο κοινό της συμπρωτεύουσας να απολαύσει παρόμοιες εμπειρίες.
Κι όσο για όσους -εκ του Τύπου- θα μιλήσουν ή μίλησαν ήδη για τη συναυλία της χρονιάς και για το υπέρτατο group ενώ ένα χρόνο πριν μιλούσαν για τους "υπερεκτιμημένους Godspeed", τους αξίζει μονάχα το χαμόγελο μιας μπάντας που κερδίζει live και τους τελευταίους "άπιστους", απ'οπου κι αν προέρχονται. Τα ευχάριστα λάθη είναι και τα πιο ευπρόσδεκτα στη μουσική.