Το club του Μύλου είχε αρχίσει να γεμίζει από νωρίς για να υποδεχτεί για 3η φορά τους Νορβηγούς Madrugada, μία μέρα μετά την εμφάνισή τους στη Λάρισα. Τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί από νωρίς και ο μικρός χώρος του club βρέθηκε ασφυκτικά γεμάτος λίγο πριν τη συναυλία. Μία ώρα σχεδόν μετά την προκαθορισμένη ώρα έναρξης, στις έντεκα παρά τέταρτο, οι νορβηγοί Madrugada ανέβηκαν στη σκηνή για να μας κρατήσουν συντροφιά για τις επόμενες δύο σχεδόν ώρες με κομμάτια από τις δύο προηγούμενες δουλειές τους αλλά και για να μας παρουσιάσουν κομμάτια από την νέα δισκογραφική δουλειά που ετοιμάζουν.

Η συναυλία άνοιξε με ένα κομμάτι που είχαμε πρωτοακούσει στην πρώτη εμφάνιση του group στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 2000 πριν ακόμη από την επίσημη κυκλοφορία του μέσα στο δεύτερο album τους με τίτλο «The Nightly Disease», το Black Mambo. Το set συνεχίστηκε με άλλα 12 κομμάτια από τα δύο συνολικά albums τους, τα «Industrial Silence» και «The Nightly Disease», ώσπου οι Madrugada αποχώρησαν από τη σκηνή για να ακολουθήσουν τα δύο προγραμματισμένα encores (δυστυχώς όχι και τρίτο παρά τις υπομονετικές κραυγές του κοινού).

Στο πρώτο encore ακούστηκαν τo Vocal και το καινούριο Lord why have you left me ενώ στο δεύτερο τελικά παραλήφθηκαν τα Sister και Step Into This Room And Dance For Me που υπήρχαν στην playlist και ακούστηκαν το Fire of Love των Gun Club και το Salt (με αποχαιρετιστήριο ρόλο αυτή τη φορά, ένα κομμάτι που είχε άλλοτε ανοίξει την πρώτη τους εμφάνιση στο Μύλο) προγραμματισμένο μεν αλλά και μετά από τις κραυγές του πλήθους που έπρεπε να περιμένει το δεύτερο encore για να ακουστεί τελικά το αγαπημένο του (;) κομμάτι.

Εντύπωση μου έκανε η απουσία από το set ενός από τα «hits» τους (και μιλάω για το Norwegian Hammerworks Corp.) αλλά και ο κόσμος που δεν το απαίτησε και τελικά δεν έμεινε δυσαρεστημένος που δεν παίχτηκε. Αυτό φανερώνει από τη μία πως οι Madrugada ετοίμασαν μία playlist που να απευθύνεται στο φανατικό κοινό τους και όχι σε απλούς φίλους των δημοφιλέστερων κομματιών τους και από την άλλη βέβαια πως τελικά όσοι βρέθηκαν τη βραδιά της Πέμπτης στο Club του Μύλου ήταν στην πλειοψηφία τους πράγματι οι θερμότεροι φίλοι τους και όχι απλώς γνώστες των νορβηγών «αστέρων» πλέον.

Η γενική εικόνα του συγκροτήματος τώρα ήταν από τις καλύτερες, με τον Sivert να κλέβει την παράσταση για μία ακόμη φορά με την εκπληκτική, ερωτική, μελαγχολική φωνή του, επηρεασμένη από μεγάλους ροκ αλλά και τζαζ καλλιτέχνες και την ηρεμία να εναλλάσσεται με στιγμές έντονου ξεσπάσματος (βλέπε “Go honey, be a holiday” στο “Higher” αλλά και σε πολλά ακόμη) όπου ο Sivert δε δίσταζε να γονατίσει στη σκηνή, να θρηνήσει και να σπαράξει, να κουλουριαστεί και να παραμείνει εκεί ηρεμώντας για αρκετή ώρα μετά τη λήξη του τραγουδιού.

Αξιοσημείωτη επίσης ήταν η διαρκής επικοινωνία του με το κοινό, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που κατευθύνθηκε στην άκρη ακριβώς της σκηνής για να τραγουδήσει πάνω από τα αφοσιωμένα κεφάλια του πλήθους. Δεν έλειψαν επίσης τα “thank you”ανάμεσα στα τραγούδια καθώς και όσα μας είπε στα δύο encore από τα οποία ελάχιστα όμως κατάφερα να καταλάβω.Ο Sivert έπαιξε, εκτός από ντέφι, κιθάρα κλασσική και ηλεκτρική, και πλήκτρα στο καινούριο «Lord why have you left me”, ενώ ο drummer Jon έπαιξε κάποιο όργανο που δεν κατάφερα να διακρίνω καθαρά τι ακριβώς ήταν, αφού ήταν ακόμη καθισμένος πίσω από τα drums, έμοιαζε όμως με μικρή κιθάρα και ακουγόταν σαν μπάντζο! Όσο για τον κιθαρίστα και τον μπασίστα, αρκέστηκαν στα παραδοσιακά τους όργανα, με τον Robert Buras να εναλλάσσει τρεις κιθάρες σε όλο το live, ενώ τον Frode μόλις δύο μπάσα.

Σε γενικές γραμμές το κοινό φάνηκε αρκετά ικανοποιημένο, αφού ακόμα και μετά τη λήξη της συναυλίας μεγάλο μέρος του παρέμεινε στο συναυλιακό χώρο για να κουβεντιάσει για τη συναυλία και αποχώρησε μόνο μετά από τις συστάσεις του προσωπικού του club.

Προσωπικά έμεινα εξίσου ικανοποιημένη με την πρώτη εμφάνισή τους. Η εκφραστικότητα, η αμεσότητα, η ειλικρίνεια και η επικοινωνία ήταν εξίσου έντονες, μόνο που τώρα είχαν περισσότερο υλικό λόγω της κυκλοφορίας και του δεύτερου album τους και μου φάνηκαν πιο «ψημένοι», ίσως πιο έμπειροι, ίσως πιο άνετοι… πιο σίγουροι, πράγμα λογικό μετά από τις τόσες συναυλίες τους που παρεμβλήθηκαν στο μεσοδιάστημα αυτό που είχα να τους δω.

Όσον αφορά τώρα το ίδιο το συγκρότημα, παρόλη την επιτυχία που γνωρίζει στη χώρα μας αλλά και σε όλη την Ευρώπη, δεν άλλαξε καθόλου από τους θερμότερους βόρειους που είχαμε πρωτογνωρίσει, με εξαίρεση ίσως την “ψυχή” του group Sivert, ο οποίος απουσίαζε από το τραπέζι όπου τρώγανε και πίνανε τα υπόλοιπα μέλη του group και μέλη από το team λίγο πριν από την έναρξη της συναυλίας για άγνωστους λόγους.

Από τα υπόλοιπα όμως μέλη εισπράξαμε την καλύτερη ανταπόκριση στη μικρή συζήτηση που είχαμε μαζί τους καθώς ήτανε ιδιαίτερα φιλικοί μαζί μας.“Have a nice live” τους ευχηθήκαμε λίγο πριν αποχωρήσουμε και ξέσπασαν σε γέλια: “you are gonna have a nice live” μου εξήγησαν και δώσαμε το επόμενο ραντεβού: “see ya next time” άφησαν να εννοηθεί πως η επόμενη επίσκεψή τους στη χώρα μας μάλλον δεν θα αργήσει πολύ… “of course” τους καθησύχασα φεύγοντας. Οι Madrugada λατρεύουν την Ελλάδα και μάλλον θα ξαναέρθουν σύντομα γιατί κι εμείς τους αποδείξαμε για άλλη μία φορά ότι θα τους υποδεχτούμε με τον καλύτερο εαυτό μας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured

Best of Network

Δεν υπάρχουν άρθρα για προβολή