Υπήρχε μία εποχή εκεί στα βάθη της οικονομικής κρίσης που το διαδίκτυο είχε γεμίσει με DIY γκαραζοπάνκ και σερφοψυχεδελικές μπάντες που ακούγονταν σα να είχαν χρονομεταφερθεί κατευθείαν από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960. Με επίκεντρο την Καλιφόρνια είχε δημιουργηθεί μία εκτεταμένη σκηνή με ονόματα όπως τους Sic Alps, τους Thee Oh Sees, τον Ty Segall κ.α η οποία ήταν το χρυσό Ελντοράντο για αντίστοιχα συγκροτήματα που ξεπετάγονταν σε διάφορα σημεία του πλανήτη και εκμηδένιζαν τις αποστάσεις μέσω των blogs που διέθεταν τη μουσική τους. Στη δική μας γωνιά του κόσμου, οι Acid Baby Jesus ήταν οι εγχώριοι πρεσβευτές αυτής της παγκόσμιας κιθαριστικής αναβίωσης καταφέρνοντας πολύ γρήγορα από την ίδρυση τους το 2009 να φτάσουν να περιοδεύουν σε όλες τις Η.Π.Α μερικά χρόνια αργότερα.
Φτάνουμε στο σήμερα, όπου πέντε χρόνια έπειτα από την τελευταία τους συναυλία, αποφάσισαν να επανενωθούν για ένα ιστορικό live για τα εγχώρια εναλλακτικά χρονικά, απαντώντας θετικά στην πρόσκληση της Patari Records. Μία σύμπραξη που βγάζει απόλυτο νόημα, μιας και το DIY label λειτουργεί εδώ και 11 χρόνια στα πρότυπα όλων εκείνων των ανεξάρτητων labels που τα τρέχουν όλα μόνα τους (η βάση τους είναι ένα πρώην παπουτσοποιείο στη Δάφνη που το κάνει ακόμη πιο cool), οι ιθύνοντες είναι τα εναλλασσόμενα μέλη των συγκροτημάτων του label και εκπροσωπούν επάξια τον φαζαριστό, κιθαριστικό ήχο της πόλης, τελευταίοι μπαμπάδες του οποίου είναι οι Acid.
Η βραδιά της Κυριακής ξεκίνησε επίσης με acid, αλλά ως μουσικό genre δίπλα σε techno και synthwave κατευθείαν από την κονσόλα του XVIV. Κατάφερε να στήσει ένα ωραίο παρτάκι μπροστά σε καμιά 30αριά άτομα με τις εικόνες και τη μουσική να παραπέμπουν περισσότερο στις μικρές ώρες της ημέρας παρά σε αυτές που καταναλώνονταν οι πρώτες, αναγνωριστικές μπύρες. Το set του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αυτοσχέδια ηλεκτρονική μουσική για rock kids και συνολικά ήταν μία πρωτότυπη εκκίνηση που δεν είχε καμία σχέση με τη συνέχεια σε ηχητικό επίπεδο. Ο κόσμος άρχισε να καταφθάνει σταδιακά, κάνοντας μία πρώτη στάση στο πλούσιο merch με Τ-shirts από διάφορες μπάντες του διημέρου, και έτσι οι Lame Beach δεν έπρεπε να νιώθουν τόση μοναξιά επί σκηνής. Έπαιξαν με μεράκι και ψυχή τίμια γκαραζοσκειτοπάνκ που θύμιζε Fidlar και Together Pangea με μερικές τρομερές μελωδικές γραμμές και riffs. Για κάποιον λόγο η ένταση ήταν υπερβολικά δυνατά, κάτι που δεν ταίριαζε ούτε στον ήχο του γκρουπ ούτε στη δυναμική του χώρου εκείνη τη στιγμή, και σε συνδυασμό με κάποιες τεχνικές αστοχίες, έβαλαν κάπως αυτογκόλ στο κατά τ’ άλλα πολύ καλό live τους.
Οι δύο κιθαρίστες των Lame Beach επανεμφανίστηκαν στη σκηνή μαζί με τον πληκτρά των Nerrves (άλλη μία κομβική μπάντα του Παταριού) ως Primo Bake. Το τρίο παρουσίασε έναν κλασικό γκαράζ ροκ ήχο με λιγότερο εμπνευσμένες συνθέσεις από τους προηχήσαντες, με το live τους να συμπίπτει στην μαζικότερη προσέλευση του κοινού στο χώρο κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η προσοχή να δίνεται στις χαιρετούρες, τα νεάκια και τις μπύρες απ’ έξω παρά στη μουσική. Respect στην ενδυματολογική επιλογή του frontman με vintage φανέλα της ποδοσφαιρικής ομάδας Βαλένθια.
Επόμενοι ανέβηκαν στο σανίδι οι Film Jacket 35, οι οποίοι έδωσαν ένα εξαιρετικό live. Έχοντας τρομερή χημεία μεταξύ τους μας χάρισαν άφθονους γκαραζοπανκ ύμνους με κάποιες πιο εκλεκτικές post-punk και art rock πινελιές στο μείγμα. Στα τρία τελευταία κομμάτια τους πάτησαν γκάζια μεταδίδοντας εκείνο το αβίαστο συναίσθημα χαράς για ζωή που ξέρουν να κάνουν οι «σωστές» κιθάρες.
Οι ΗΞΧ απέδειξαν κατευθείαν γιατί θεωρούνται αυτή τη στιγμή ίσως το πιο hot όνομα στο ρόστερ του Παταριού. Στιβαρές συνθέσεις που κινούνται στο ευρύτερο γκαράζ ροκ φάσμα, σφιχτό δέσιμο μεταξύ των πέντε μελών του γκρουπ και κυρίως μία καλή ισορροπία ανάμεσα στον επαγγελματισμό και το χαβαλέ που απαιτεί η συγκεκριμένη σκηνή. Ξέρουν πολύ καλά πως να χειρίζονται τον ήχο τους, σκληραίνοντας και μαλακώνοντας του ανάλογα την περίσταση, με το κοινό να ακολουθεί πρόθυμα τις επιθυμίες του γκρουπ. Το “Try” που ακούστηκε λίγο πριν το τέλος του set τους παραμένει ακόμη ένα από τα τραγούδια με τις πιο γλυκές μελωδίες των τελευταίων χρόνων, ανεξαρτήτως είδους και χώρας προέλευσης. Το τρίτο τους άλμπουμ αναμένεται σύντομα με ανυπομονησία.
Στο διάστημα που ακολούθησε την προσωρινή παύση των Acid Baby Jesus, ο frontman του γκρουπ Νώντας Παππάς κυκλοφόρησε έναν εξαιρετικό προσωπικό glam pop-rock δίσκο χωρισμού, κρατώντας κατά κάποιον τρόπο ζωντανή τη θύμηση του γκρουπ μέσα στα χρόνια της πανδημίας. Τώρα απ’ ότι φαίνεται είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή «για να βγουν από τους τάφους τους» όπως αστειεύτηκε ο ίδιος κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του live. Δεν είμαι βέβαιος τι καθιστά αυτή τη στιγμή κατάλληλη, αλλά ένιωσα πως η τετράδα ξαναβρήκε μέσα σε αυτά τα χρόνια κάτι που έμοιαζε να το είχε απωλέσει κατά τις τελευταίες της εμφανίσεις. Καύλα να παίζουν μαζί; Ίσως να είναι τόσο απλό. Ντυμένο νεοχίπηκα, το γκρουπ ξεκίνησε το live του παίζοντας κομμάτια προερχόμενα από το ντεμπούτο του LP, όπως άλλωστε υποσχόταν και η περιγραφή του live. Τηρώντας ευλαβικά τη δισκογραφική σειρά έφτασαν ως το “Mesmerized” και μέσα σε αυτή την ακολουθία το κοινό που έζησε τις λαμπρές μέρες του γκρουπ σε μία διαφορετική ακόμη τότε πόλη πρέπει να ένιωθαν μία κάποια νοσταλγία, ενώ το υπόλοιπο μπορεί απλώς να το φανταζόταν απολαμβάνοντας τη στιγμή. Στη συνέχεια επισκέφθηκαν επόμενες δισκογραφικές τους δουλειές διαλέγοντας αγαπημένα κομμάτια από αυτές, όπως το “Vegetable” και το “Troublemaker” από το Selected Recordings και τα “No Such Thing As Twice” και “Love Has Left The House Today” από το Lilac Days, παρατηρώντας έτσι την εξέλιξη τους από μία καθαρόαιμη γκαράζ ροκ’ν’ρολ μπάντα σε νεοψυχεδελικούς, new-age μυστικιστές με αγωγό πάντα την ηλεκτρική τους ενέργεια. Έφτασαν ανώδυνα στο τέλος όπου επέστρεψαν στο LP για μία εναλλακτική ερμηνεία του “I’m A Baby” με τον Νώντα σε ρόλο αυτοσαρκαστικού crooner καταλαβαίνοντας σε αυτές τις στιγμές πόσο λατρεύεται από τον γυναικείο πληθυσμό.
Εν τέλει, ήταν πολύ ωραίο το ότι είδαμε ξανά μία από τις καλύτερες, εγχώριες rock’n’roll μπάντες των τελευταίων 15 χρόνων να γουστάρει να παίζει μαζί όπως κάποτε. Τώρα το αν έχουν να προσφέρουν κάτι περισσότερο από αγνή νοσταλγία για μία άλλη περασμένη εποχή, θα φανεί στο προσεχές μέλλον. Η μουσική βιομηχανία έχει αλλάξει αρκετά από τότε, αλλά οι καλές live μπάντες με το κατάλληλο υλικό δεν πρόκειται να μείνουν ποτέ στα αζήτητα.