«Γιατί αυτό-το αληθινό ρεμπέτικο, λαϊκό τραγούδι-δεν μπορεί να το γράψει όποιος-όποιος ή όποτε του καπνίσει. Πρέπει να το ζήσει, να το νιώθει, να το ‘χει στο αίμα του» (Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και σταράτα, εκδ.Κάκτος 1996 - παραπομπή μέσω Πάνου Σαββόπουλου, Περί της λέξεως “ρεμπέτικο” το ανάγνωσμα…και άλλα, εκδ. Οδός Πανός, 2η έκδοση 2010). Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, και χωρίς καμιά διάθεση εμπλοκής στα χωράφια των ρεμπεταναλυτών (κανείς τέτοιος λόγος δεν απορρέει ούτως ή άλλως από τη φύση του “Ρεμπέτικου” των Ξαρχάκου/Γκάτσου), η αναφορά στον Παπαϊωάννου είναι μείζονος σημασίας λόγω της ιστορίας που παραλήφθηκε στη φετινή παρουσίαση του “Ρεμπέτικου” στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού μεν, εξιστορήθηκε δε σε εκείνες της περασμένης χρονιάς (καθόσον γνωρίζω και σε εκείνης του Μεγάρου Μουσικής). Στις περσινές του εμφανίσεις, στο φινάλε των ασταμάτητων χειροκροτημάτων, ο Σταύρος Ξαρχάκος διηγήθηκε τη φτιαξιά του “Τρεις μάγκες, τρεις γερόμαγκες”, τραγουδιού «ζόρικου» όπως θα έγραφαν και μερικοί ρεμπετολόγοι στα χαρακώματα των διαδικτυακών τους forums, 45αριου που προέκυψε από την παρότρυνση του “καπετάν Γιάννη” προς τον τότε μικρό “Σταυράκη”. Ο Παπαϊωάννου ήταν που τον παρέπεμψε στον Χρήστο Στίπα, ώστε να καταλήξουν οι στίχοι του μέσα στη φωνή του Παγιουμτζή, κι όλα αυτά χάρη στη δίψα του Ξαρχάκου που πηγαινοερχόταν στο Φαληρικόν -μα και σε όλα εκείνα τα στέκια- για να μελετήσει τους μεγάλους. «Έμαθα ότι είναι μαγκιά το τραγούδι που έγραψες», τον παραδέχτηκε ο Παπαϊωάννου κι όλα αυτά συνέβησαν 20 χρόνια πριν το “Ρεμπέτικο”, της ιδέας που θα έπαιρνε σάρκα και οστά στο πανί από τη σύμπραξη των Κώστα Φέρρη και Σωτηρίας Λεονάδρου. Του φιλμ που κατά Φέρρη «είναι μια έντεχνη απόδοση της λαϊκής ελληνικότητας», κάτι που απαντάται και στη μουσική σε σχέση με αυτό που αυτονόητα ορίζεται ως αυθεντικό ρεμπέτικο τραγούδι.

Περιττεύει μια περαιτέρω αναφορά στη σχέση του Ξαρχάκου με το ρεμπέτικο. Σε μια διαδρομή από το δισκογραφικό “Μάρκος ο Δάσκαλος μας”, μέχρι τα θεατρικά “Αμάν Αμήν”, ή τους θεματικούς κύκλους στο Gazarte, ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει τα πεπραγμένα, αντί να αρκείται σ' έναν απρόσωπο θαυμασμό, που αυτόματα προκύπτει για τέτοια μεγέθη. Ο Ξαρχάκος δε σέρνει μουσειακές μνήμες, είναι ουσιαστικός και ρωμαλέος, διευθύνει με ενάργεια, και στην περίπτωση του «ζωντανού» επετειακού “Ρεμπέτικου”, εφόσον ο απολογισμός έχει δεδομένα κατατάξει το δισκογράφημα στα εμβληματικότερα της ελληνικής δισκογραφίας, κατόρθωσε αν μη τι άλλο να συνεπάρει ακόμη και εκείνους που ουδεμία τυπική μουσική «συγγένεια» έχουν ως ακροατές με τα πεπραγμένα του. Είτε στα “40”, είτε στα “40 και 1 χρόνια μετά”, ο Ξαρχάκος ενορχήστρωσε την παρουσίαση συναρπαστικά.

(Ξανα-)ήμουν κι εγώ εκεί, όπως έγραφαν και τα μπλουζάκια που φορούσε η ορχήστρα (πλην Πάππου, Ξαρχάκου), οι ψάλτες και το δίδυμο των ερμηνευτών. Έχουμε και λέμε, με αλφαβητική σειρά και μερικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το 2023, παρόντες ήταν οι Ανδρεάδης Θανάσης (ψάλτης), Βασίλας Γρηγόρης (μπουζούκι, τραγούδι) Βεργόπουλος Φώτης (μπουζούκι, τραγούδι), Δρογκάρης Βασίλης (ακορντεόν),
Ζάκκας Ηρακλής (μπουζούκι, τραγούδι), Καρούνης Ζαχαρίας (τραγούδι), Καψοκαβάδης Αλέξανδρος (τζουράς, τραγούδι), Κολοβός Κωνσταντίνος (ψάλτης), Λίβανος Δημήτρης (μπουζούκι, τραγούδι), Μιχελλής Θεολόγος (βιολί), Νεοφυτίδης Νεοκλής (πιάνο), Νικόπουλος Γιώργος (κιθάρα, τραγούδι),
Πάππος Μανώλης (μπουζούκι, τραγούδι), Πασχαλίδης Βαγγέλης (σαντούρι), Ρέππας Δημήτρης (μπουζούκι, τραγούδι), Σαΐα Ηρώ (τραγούδι),Τζίκας Αντώνης (κοντραμπάσο) και Τρασάνης Χάρης (ψάλτης).

Η ηχογραφημένη φωνή του Νίκου Γκάτσου (σκέλος που δεν υπήρχε στην περσινή παρουσίαση) ακούγεται στους στίχους του για να μας προϋπαντήσει,  το “Μάνα μου Ελλάς” ξεκινά. Η παράσταση αφιερώνεται στα πρόσωπα που υπήρξαν κομμάτι της, αλλά έχουν φύγει από τη ζωή. Νίκος Γκάτσος, Σωτηρία Λεονάρδου, Νίκος Δημητράτος, Νίκος Μαραγκόπουλος, Κώστας Τσίγκος, Τάκης Μπίνης, Αριστείδης Μόσχος, Θόδωρος Πολυκανδριώτης. Δεν είναι τυχαίο, πως βλέποντας τους παρόντες η νοητή ή βιωματική σχέση τους με τους “απόντες” αποτυπώνεται στην εκφορά τους. Ο Καρούνης εν παραδείγματι έχει συνυπάρξει με τον Δημητράτο, ο Βασίλας με τη Λεονάρδου κ.ο.κ. Κοινώς γνωρίζουν τα κατατόπια για να σταθούν “Στην Αμφιάλη”, “Στου Θωμά”, στα “Ερηνάκι” και “Τα Παιδιά της Άμυνας”. Ο Νικόπουλος κατέχει τα μικρασιάτικα, ο Καρούνης τα βυζαντινά (στο “Ιμιτλερίμ” κατορθώνει με τις ψαλτικές κορυφώσεις του κατά το κοινώς λεγόμενο «να σειστούν τα μάρμαρα»), η Σαΐα ερμηνεύει με μέτρο, εξωστρέφεια και γοητεία τα "Καίγομαι, Καίγομαι” και “Μπουρνοβαλιά”. Ο Νεοφυτίδης (χρόνια στο πλάι του Ξαρχάκου) πορεύτηκε αεικίνητος, έστω κι αν εφέτος ο διάλογος με το κοντραμπάσο υπήρξε λακωνικότερος στο σκέλος σολαρίσματος σε σχέση με τον περσινό. Ο Μανώλης Πάππος ερμήνευσε εκ νέου “Το Δίχτυ” και αναρωτιέμαι αν υπάρχει μεγαλύτερο παράσημο από τον εναγκαλισμό με το μαέστρο. Κοντολογίς, δε μπορείς να μην εξάρεις τούτη την κομπανία, τους ψάλτες, τον καθένα ξεχωριστά και τον τρόπο που έθεσε και κλιμάκωσε το σχέδιο ο Ξαρχάκος, ο οποίος αναντίρρητα δεν έφυγε ποτέ από την πίσω πόρτα ή από κάποια έξοδο κινδύνου, γενικώς και ειδικώς. Με παρρησία ερμήνευσε το “Πρακτορείο” είτε στα 44, είτε στα 84, είτε στα 85. 

Αν πρέπει να μπει μια υποσημείωση, ας είναι πως φέτος μας έλειψε το encore, ο τέταρτος ψάλτης, και μιαν ακόμη ιστορία από τα λόγια του συνθέτη.  Από την άλλη, τουλάχιστον όσοι το είχαμε ξαναδεί, κάπως στρεβλά θέσαμε ως δεδομένο το ενδεχόμενο μιας περαιτέρω υπέρβασης, ενός ατελεύτητου άθλου, όμως με τέτοιες παραξενιές μας διαφεύγει το ουσιώδες. Κοινώς, το “Ρεμπέτικο” των Ξαρχάκου και Γκάτσου καταγράφηκε δισκογραφικά το 1983 (ένα soundtrack που είχε απορριφθεί απ’ όλες τις εταιρείες!), και το διάστημα 2023/24 επανασυστάθηκε ζωντανά, ορίζοντας για όσους το παρακολούθησαν μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα συναυλιακές εμπειρίες που θα εξιστορούν ως αριστουργηματικές. Προνομιούχοι αυτόπτες μάρτυρες, νυν και αεί.

Υγ. Στη συναυλία της Παρασκευής, στα δεξιά της πλάτης του μαέστρου, δύο πιτσιρίκια, ένα μικρό αγόρι κι ένα μικρό κορίτσι, λίγο πιο πέρα από πρόσωπα με ύψιστα αξιώματα, καλλιτεχνικές διαδρομές, πολιτικές καριέρες, καίρια ή αναιμικά αποτυπώματα, παρακολουθούσαν τους γονείς τους, Σταύρο και Ηρώ, σε ένα κατάμεστο θέατρο. Το αγόρι και το κορίτσι, τραγουδούσαν, διηύθυναν, ξαπλώναν, χόρευαν, μα προπαντώς αδημονούσαν να βρεθούν μαζί τους. Το αναφέρω όχι στα πλαίσια  ενός γενικότερου κλίματος κοινοποίησης των πάντων μα ως ένα στιγμιότυπο, ερμηνευτικό των κινητήριων δυνάμεων περί προσφοράς είτε των θρύλων, είτε των «απλών» ανθρώπων…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured