Οι «φυλές» της πόλης. Ασχολούμαστε ακόμα αυτό ή το ξεπεράσαμε; Οι «κάγκουρες» και οι «χίπστερ». Οι «κυριλέ» και οι «χύμα». Τα «ΒΠ» και τα «ταγάρια. Τα «σκυλάδικα» και τα «ψαγμένα». Το «έντεχνο» και το «εναλλακτικό». Η μανία με τις ταμπέλες καλά κρατεί σ’αυτή την πόλη (ή μάλλον σ’αυτή τη χώρα) μα τελευταία, αισθάνομαι, ολοένα και μεγαλώνει μια τάση που θέλει τα γούστα, οι προτιμήσεις και οι τρόποι διασκέδασης να είναι πιο απενοχοποιημένοι, πιο απελευθερωμένοι, πιο fluid. Έτσι, εκείνοι που ακούν indie θα βρεθούν και σε συναυλία του ΛΕΞ, εκείνοι που τρέχουν σε rave parties θα βρεθούν και σε αφτεράδικο με ελληνικά ή με drag show, εκείνοι που βγαίνουν μόνο σε «κουλ μπαράκια», δεν έχουν πρόβλημα μια στο τόσο να «νιώσουν» και στα μπουζούκια και, βέβαια, κάπου ανάμεσα σε όλους αυτούς κυκλοφορούν και όλοι αυτοί οι «ακατανόμαστοι» που ακούνε trap. Η Μαρίνα Σάττι στις τελευταίες συνεντεύξεις της -αφότου μέσα από τη διαδικασία ολοκλήρωσης του πρώτου της δίσκου YENNA καταστάλαξε ως προς το ποια (θέλει να) είναι- δηλώνει πως δεν της αρέσει να μπαίνει σε κουτάκια και πως αν ένα πράγμα επιθυμεί περισσότερο για τον εαυτό της το 2023 είναι το να μην χρειάζεται να δικαιολογείται σε κανέναν και για τίποτα. Οπότε ας ξεκινήσουμε με το ότι η Σάττι αυτό το απενοχοποιημένο, που δεν κατηγοριοποιείται, το έχει και η ίδια επιλέξει τόσο για τον εαυτό της, όσο και για τη μουσική της, ή ακόμα και το ντύσιμό της: στο VOX δεν βγήκε με φολκλόρ δαντελωτά, αλλά μ’ένα φαρδύ T-shirt -στο δρόμο που χάραξε η Billie Eilish- με στάμπα το πρόσωπό της και τον τίτλο του δίσκου και -όχι αθλητικά, αλλά- μπότες πάνω από το γόνατο. Αυτό που με μπερδεύει δεν είναι το ποια είναι η Μαρίνα Σάττι αλλά το ποιο είναι το κοινό της. Τι εννοώ.
Το VOX δεν είναι συναυλιακός χώρος, αλλά νυχτερινό μαγαζί, με εξώστες και πάσα για να ακουμπάς το ποτό σου (στα «κανονικά» του έχει τραπέζια, φιάλες, ελάχιστη κατανάλωση και τα γνωστά). Οπότε η συναυλία της Τετάρτης 25 Ιανουαρίου ήταν μια συναυλία «στημένη» για την αισθητική του VOX. Δεν αναφέρομαι στον κιτς διάκοσμο, αντιθέτως βρήκα απίστευτα ταιριαστά όλα τα backdrops, από το καλτ video clip του “Μοιρολόι”, που χρησιμοποιήθηκε στην αρχή και το τέλος, μέχρι τις φωτιές στο “Σπίρτο και Βενζίνη”, τα λουλούδια στο σημείο που σκάει το τσιφτετέλι του “Άδειοι Δρόμοι” και κυρίως το σεμεδάκι που στο “Πάλι” έντυσε όλο το φόντο (και με ώθησε να ανεβάσω στο Instagram story "make χειροποίητο κοφτό με βελονάκι great again"). Αναφέρομαι κυρίως στην επιλογή του opening act (ένα “loud” dj set του IAMSTRONG, παραγωγού που έχει βάλει και το χέρι του στο YENNA, που θύμιζε warm-up act της Ημέρας Θετικής Ενέργειας που διοργανώνει το MAD), αλλά και στο αναγκαίο κακό του προηχογραφημένου υλικού (playback) που φαινόταν να χρησιμοποιείται (για τις ανάγκες της ροής του show) σε πολλά σημεία του setlist, προσδίδοντας στη συναυλία μια λογική πίστας. Τώρα που είπα πίστα, νομίζω έφτασε η ώρα να διευκρινίσω -πριν παρεξηγηθώ από όποιον διαβάζει- ότι τόσο χορό, με τέτοιο νταλκά είχα να ρίξω χρόνια. Και όλα αυτά, ενώ αυτοπροσδιορίζομαι ως άτομο που «δεν ακούει ελληνικά».
Δεν ήμουν αμέτοχος θεατής. Δεν ήρθα ψυχαναγκαστικά στο κέφι, όπως συμβαίνει σε γάμους και σε πανηγύρια που (ό,τι μουσική κι αν ακούς σπίτι σου) λες «άντε, αφού είμαι εδώ, ας χορέψω». Αντέδρασε ειλικρινά ο οργανισμός μου σε αυτό που παρακολουθούσα. Πώς να το πω, μεράκλωσα. Δεν με συγκίνησαν μόνο ο καημός του “Πόνος κρυφός”, τα «χιτάκια» “Κούπες” και “Μάγισσα”, ή η ενέργεια του (φανταστικού) “Άσε Με Να Φύγω”. Με παρέσυρε και το όλο «γυναικεία ενδυνάμωση» attitude των κοριτσιών που την πλαισιώνουν επί σκηνής φωνητικά και χορευτικά, η χημεία της με τις Fonés, η γκάιντα, τα τραγούδια στα αραβικά και στα βουλγάρικα, το παραδοσιακό κρητικό “Μερακλίνα”, μια διασκευή του “Τι λείπει” της Αρβανιτάκη (που άγγιξε χορδή και με έκανε να βουρκώσω), μια αναπάντεχη εκτέλεση του “Crystaline” της Björk στο ρεμίξ του Omar Souleyman, οι πάντες γύρω μου που σε κάθε αλλαγή τα ‘διναν όλα και έσπαγαν τη μέση τους και ήξεραν όλους τους στίχους απέξω.
Γιατί ξεκίνησα αυτό το κείμενο με γκρίνια, αφού τα βρήκα όλα τόσο fun; Γιατί εγώ όλο αυτό το πακέτο «παράδοση με σύγχρονο επαναπροσδιορισμό» το οραματίζομαι σε άλλου τύπου χώρους (χωρίς playback, με πολυμελή ορχήστρα, με πολλά παραδοσιακά όργανα, με ακόμα περισσότερα back vocals, με ακόμα πιο δουλεμένα visuals), μα και σε σκηνές του εξωτερικού, σε φεστιβάλ world music, με σφραγίδα πιστοποίησης ΠΟΠ. Όσο η δισκογραφική της, η Walnut, τηρεί σιγή ιχθύος για το «πότε θα βγει το YENNA σε βινύλιο» (όπως ρωτούν -σε διάφορες γλώσσες- οι fans της κάτω από τις αναρτήσεις της στο Instagram) εγώ έχω πολλή περιέργεια πώς, πόσο και κυρίως προς ποια κατεύθυνση θα εξελιχθεί αυτό το κορίτσι -και ένα κάποιο άγχος για το τι την «δασκαλεύουν» οι παράγοντες της mainstream ελληνικής μουσικής βιομηχανίας που συναναστρέφονται μαζί της. Πάντως, αν για κάτι είμαι σίγουρη είναι πως live θα επιδιώξω να τη δω ξανά και ξανά. Και πάλι -(«θα σ’αφήσω πάλι»)- θα μεθύσω, θα χορέψω, θα τραγουδήσω, θα μερακλώσω, και δεν θα δικαιολογηθώ σε κανέναν.
Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης