Οι δύο βραδιές που ζωντάνεψαν στο Ηρώδειο η Inner Ear και η Goodheart Productions στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, διαπνέονταν από έναν χαρακτήρα συνάντησης. Συνάντησης, όχι μόνο χωρικής, ανάμεσα σε ένα κοινό καταπονημένο πνευματικά και φανερά διψασμένο για συναυλιακή ευχαρίστηση και σε καλλιτέχνες που λυτρώθηκαν από την επιστροφή στο φυσικό τους στοιχείο, αλλά και χρονικής, ανάμεσα στο λαμπρό παρελθόν και στο αντάξιο παρόν της ελληνικής, μουσικής σύνθεσης. Ήταν μία συνθήκη χωροχρονικής συνάντησης που λειτούργησε σαν καθησυχαστική όαση ανάμεσα στα δίνη της πανδημίας, που δε λέει να σταματήσει να στροβιλίζεται και να τα κάνει όλα άνω - κάτω στο διάβα της.
Το βράδυ της Δευτέρας 12 Ιουλίου, το αρχαίο θέατρο ήταν κατάμεστο, με τον κόσμο να είχε ήδη αρχίσει να το γεμίζει από νωρίς. Hip παρέες που κανονικά θα πλημμύριζαν αστικές ταράτσες, βιομηχανικούς χώρους και ψαγμένα υπόγεια, διασταυρώθηκαν τώρα με το εστέτ κοινό που ακολουθεί πιστά και υπάκουα το πρόγραμμα του φεστιβάλ εδώ και χρόνια, για να ζήσουν από κοινού μία εμπειρία ζωντανής, μουσικής επικοινωνίας μετά από καιρό. Οι The Boy και Παύλος Παυλίδης ήταν οι υπεύθυνοι αυτής της ειδικής και ιδιαίτερης αποστολής, εξωθώντας τον κόσμο, ανάλογα με το από που προερχόταν και που πήγαινε, να χορέψει στο μικροχώρο των μαρμάρινων θέσεων, να δώσει πεταχτά φιλιά αγνοώντας τις επίμονες παρατηρήσεις των ταξιθέτριων, να κάνει πιο δυνατό αέρα με τις βεντάλιες από τις κακές λέξεις που άκουγε, να συγκινηθεί και να αφεθεί ξανά στη μαγεία του συναυλιακού εδώ και τώρα.
Ο Τhe Boy στήθηκε πίσω από τα synths και την μπότα και άρχισε να τραγουδάει γλυκά: «Σε θυμάμαι τα πρωινά πια, όταν με βλέπει ο ήλιος» και μετά »Αν φοβάμαι τα χείλη σου είναι γιατί με φιλήσανε», δίνοντας το τόνο. Η setlist που επέλεξε μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί άφοβα ως μία πανοραμική ματιά της δισκογραφίας του: από τον αυθόρμητο κήρυκα-πρεσβευτή του συλλογικού ρομαντισμού της πρώτης καραντίνας («Το Αγαπημένο Μας Μέρος Στη Γη») μεταλλάχθηκε στο αθυρόστομο αγόρι που έχει μελετήσει τα crossover episodes του ( το «Απαιτώ» στο οποίο ακούγονται οι στίχοι «τον πούτσο τώρα παίζει» και «Τραγούδι του Παυλίδη ακούγεται από μακριά») και από τον τρυφερό εραστή της Αθήνας που ξέρει να λιώνει («Γλυκειά Μου Αγάπη», «Σ’ αγαπάω να της λες») στον ψύχραιμο παρατηρητή της αττικής παράνοιας («Αυτοκινητοπομπή»). Το «Κόψε Χέρι» ακούστηκε σαν ευχή και κατάρα μαζί, το αιώνια αναπάντητο ερώτημα «Γιατί δεν χορεύετε ρεεε;» έσκασε πιο επείγον από ποτέ και το «Θρίλε» στο φινάλε θα μπορούσε να ήταν το soundtrack των επόμενων lockdowns, παρόλο που ηχογραφήθηκε σε άλλες εποχές. Η πιο ενδεικτική στιγμή της εμφάνισης, ήταν όταν μίλησε: «Είστε καλά;», «Ναιι», «Χα, σίγουρα;».
Όσο και να μην έγινε ακριβώς σαφές, αυτή ήταν μία σημαντική στιγμή για τον μουσικό The Boy, καθώς 10 χρόνια και κάτι από τότε που άρχισε να αναστατώνει με την ύπαρξη του, συνεχίζει να σοκάρει με την ανατρεπτική του ηχητική γλώσσα. Κυρίως γιατί βρίσκει ακόμη τον τρόπο να τραγουδά την ευαίσθητη και εύθραυστη, ανθρώπινη φύση στην Αθήνα του φανταστικού και του πραγματικού.
Από την άλλη, η εμφάνιση του Παύλου Παυλίδη δε θα μπορούσε να ήταν εκ των πραγμάτων τόσο κοφτερή όσο του Αλέξανδρου Βούλγαρη. Ωστόσο, ήταν ένα set που ήρθε να σβήσει τις φωτιές στους δρόμους που μπήκαν νωρίτερα και να αναζωπυρώσει καινούργιες εστίες, σε λιμάνια, ακτές και λεωφόρους. Επίσης, ήταν μία παράσταση απολύτως ολοκληρωμένη και αντιπροσωπευτική της προσωπικής του διαδρομής ως ένας από τους πιο αισθαντικούς και ταλαντούχους μουσικούς παραμυθάδες της χώρας των τελευταίων δεκαετιών.
Έχοντας ένα νέο σχήμα στο πλευρό του, με τον Φώτη Σιώτα στο ηλεκτρικό βιολί να ξεχωρίζει με τις γνωστές του εδώ και χρόνια δεξιότητες, έστησε ένα μεστό, γεμάτο και βυθιστικό live ήχο, μέσα στο οποίο το κοινό βούτηξε πρόθυμα και καταδύθηκε στους βυθούς του θεσσαλονικιού μουσικού. Μέσα σε αυτό το μακροβούτι, μερικά από τα πιο διάσημα και αγαπημένα του τραγούδια, όπως η «Λευκή Καταιγίδα», ο «Βροχοποιός» και ειδικά «Ο Κηπουρός» (που ήταν αφιερωμένο σε όλους) λειτούργησαν ως πυξίδες για το μέλλον, για τους ανθρώπους που νόμιζαν ότι χάθηκαν όλα όσα περίμεναν μέσα στην πανδημία, αλλά «η αγάπη θα 'ρθει, θα 'ρθει». Αλλού, τα «Περιμένω» και «Δειλιέν» έριξαν τους τόνους και έδωσαν μία αφηγηματική, θεατρική διάσταση στην εμφάνιση, ενώ ο Παυλίδης δεν αμέλησε να επισκεφθεί ακόμα παλαιότερες μέρες των Ξύλινων Σπαθιών, με τη «Φωτιά Στο Λιμάνι», που το κοινό τραγούδησε σύσσωμο το ρεφρέν, σε μία από τις συγκινητικές στιγμές της βραδιάς. Η «Μαίρη» μπορεί να μην ακούστηκε, αλλά την αντικατέστησε η «Άννα», το νέο single του Παυλίδη (μετά τα «Άνοιξη/ Στο Μάτι Του Κυκλώνα») δένοντας αρμονικά με τον υπόλοιπο κατάλογο του. Λίγο πριν το τέλος, η ποιητική και υπαρξιακή νοσταλγία της «Μόχα» ακούστηκε πιο επίκαιρη από ποτέ, ενώ μετά από περίπου 90 λεπτά, η συναυλία ολοκληρώθηκε με το «Σκοτεινό Ποτάμι» υπό το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού, το οποίο εκτίμησε με μία νέα καθαρότητα τις ιστορίες του Παύλου Παυλίδη. Ο ίδιος φάνηκε πραγματικά ευγνώμων που είχε την ευκαιρία να εμφανιστεί στον χώρο μετά από αυτή την κοινή περιπέτεια όλων μας, με τα χρόνια και τις εμπειρίες να τον έχουν μαλακώσει. Εκεί, καθισμένος στη θέση του, φάνηκε να συγκινείται και να τσαλακώνεται, μπροστά σε όλα όσα έχουν περάσει, αλλά και για όλα όσα είδε να έρχονται.
Δύο βράδια αργότερα, την Τετάρτη 14 Ιουλίου, η ζέστη ήταν αρκετά πιο πυκνή, αλλά ο κόσμος φανερά αραιότερος, όπως άλλωστε αναμενόταν, για ένα δίδυμο πιο αντισυμβατικό και απαιτητικό στην τελική του αποτίμηση σε σχέση με το πρώτο. Δύο γυναίκες που έχουν προσφέρει με το δικό τους τρόπο στο εγχώριο τραγούδι: η Nalyssa Green, η οποία που από τότε που μεταπήδησε στον ελληνικό ήχο και επανεφηύρε την μουσική της ταυτότητα, έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο ζωτικές παρουσίες του ελληνόφωνου, εναλλακτικού κύματος των τελευταίων ετών και η Λένα Πλάτωνος της οποίας ο μύθος, η πρωτοπορία και η επιδραστικότητα αναδεικνύονται όλο και περισσότερο με την πάροδο των χρόνων. Τελικά, η συναυλιακή βραδιά αποδείχθηκε πιο απρόβλεπτη και ανταποδοτική από την πρώτη στο σύνολό της.
Για τη Nalyssa Green, αυτή θα ήταν ουσιαστικά η πρώτη ευκαιρία να παρουσιάσει ζωντανά το νέο της δίσκο, Ταξίδι Αστρικό, ο οποίος κυκλοφόρησε μέσα στην καρδιά των αλλεπάλληλων καραντίνων, όπως φυσικά και μία μοναδική στιγμή για την ίδια το να το κάνει μέσα σε έναν τόσο ξεχωριστό και υποβλητικό χώρο. Ο τρόπος που ευχαριστούσε, επικοινωνούσε και αναζητούσε την επαφή με το κοινό, καταδείκνυε ακριβώς αυτή την επιθυμία της, να κοινωνήσει την ψυχή του ήχου της μετά από τόσους μήνες εκφραστικής ασφυξίας.
Και ήταν παραπάνω από εμφανές πως είχε όλο τον χρόνο που χρειαζόταν για να προετοιμαστεί κατάλληλα με την ειδικά διαμορφωμένη για τη συνθήκη μπάντα της (τον LogOut στο μπάσο, τη Δεσποινίς Τρίχρωμη στα πλήκτρα, τον Νίκο Τσώλη στα έγχορδα και τη Χρυσάνθη Τσουκαλά των Callas στα ντραμς), η οποία μπορεί να έχανε την τεχνική σύνδεσή της σε ορισμένα, αλλά είχε όλη τη συναισθηματική χημεία που απαιτούσε η συνθήκη. Έτσι, κομμάτια από το νέο άλμπουμ, όπως τα «Παράξενα Πουλιά» και κυρίως το «Φως», που μετατράπηκε σε ένα ψυχεδελικό, dream pop έπος προκαλώντας αντριχίλα, αλλά και παλιότερα τραγούδια όπως η «Παπαρούνα» και φυσικά το «Κοκτέιλ ΙΙ», που έλαβε το κιθαριστικό σόλο που του άξιζε, πήραν διαφορετικές, πιο grande διαστάσεις, και απογειώθηκαν, αγκαλιάζοντας τις live δυνατότητές τους. Κι αν το «Πάλι Καλά» υπό τον ατμοσφαιρικό, μπλε φωτισμό ήρθε να απλώσει μία διάχυτη μελαγχολία στα διαζώματα, η δροσερή 60s ελαφράδα της ολοκαίνουριας «Πανσελήνου» ήρθε να μας ζαλίσει με τις sexy δονήσεις της για «όλους, όλες, όλα εμάς που είστε φανταστικοί». Ο ολάνθιστος κήπος του «Μη Με Ξεχάσεις» ακούστηκε περισσότερο σαν μία γλυκιά παράκληση της Nalyssa Green, η οποία αποχώρησε με τη μπάντα της μετά από 45 λεπτά μετά την πρώτη της νότα, δίνοντας όλοι μαζί μία θεατρική υπόκλιση σε φορτισμένο κλίμα.
Οι προετοιμασίες για την έλευση της Λένα Πλάτωνος ήταν αρκετές και τελικά εύλογες, καθώς η σπουδαία καλλιτέχνιδα, έστησε μία φιλόδοξη, παράδοξη και, εν τέλει, απολύτως αντιπροσωπευτική της αντισυμβατικής ματιάς της, μουσική παράσταση, με την πολύτιμη βοήθεια των συνεργατών της. Βαστάμενη από δικούς της ανθρώπους, κατέφθασε ως το πιάνο της και έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει η γιορτή. Ουσιαστικά, η όλη εμφάνιση χωρίστηκε σε δύο διακριτά μέρη: στο πρώτο παρουσίασε ολόκληρο το νέο της δίσκο, δηλαδή μελοποιημένα ποιήματα της αμερικανίδας Emily Dickinson, ενώ στο δεύτερο απολαύσαμε ένα προσεκτικά επιλεγμένο ποτ πουρί από τις πιο ξεχωριστές στιγμές του καταλόγου της. Οι εξαιρετικές ερμηνεύτριες Αθηνά Ρούτση και Sissy Rada αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος της μπάντας, πλαισιωμένες από τον ηχητικό αρχιτέκτονα της παράστασης, Στέργιο Τσιρλιάγκο, στα πλήκτρα, τον Στράτο Σπηλιωτόπουλο στην κιθάρα και τον Tsiko στα ντραμς.
Όλοι μαζί κατάφεραν να οικοδομήσουν έναν εντυπωσιακό ήχο που ελισσόταν ιλιγγιωδώς ανάμεσα σε διαθέσεις, υφές και αισθητικές, ακολουθώντας την αφηγηματική πλοκή που ύφαινε με τη φωνή της η ίδια η Πλάτωνος, απαγγέλλοντας στίχους με το δικό της, ιδιαίτερο στυλ. Τα ποιήματα της Dickinson, αγκαλιάζουν θέματα όπως ο θάνατος, ο έρωτας και η ελπίδα με έναν επιτακτικό τρόπο. Επομένως, βρίσκονται πολύ κοντά στο σύμπαν της ελληνίδας δημιουργού και δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση ότι καταπιάστηκε μαζί τους. Μπορεί για όσους δεν ακολουθούν στενά τις τελευταίες ανησυχίες της Λένα Πλάτωνος, το πρώτο μισό να είχε το χαρακτήρα της έκπληξης και του απρόβλεπτου, όμως σε στιγμές όπως το “Hope Is The Thing With Feathers” (ένα από τα πιο σημαντικά έργα της Dickinson) η έκπληξη είχε μόνο θετικό πρόσημο, προσφέροντας τελικά ένα αλλόκοτο, ιδιαίτερο και μυστηριακό θέαμα. Για τις ανάγκες του δεύτερου κεφαλαίου της παράστασης, ανέβηκε στη σκηνή ο Γιάννης Παλαμίδας με τις εκπληκτικές ψηλές του για να πρωταγωνιστήσει σε αυτό το σαρωτικό σερί από λατρεμένα τραγούδια της Λένα Πλάτωνος. Η μελοποίηση ενός άλλου ποιήματος, του «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη, ο «Μάρκος» με τα μάτια του από το ιστορικό και όμορφα ενηλικιωμένο Γκάλοπ, που ήταν και το πρώτο κομμάτι στο οποίο τραγούδησε απαγγελτικά και η ίδια, η ριζοσπαστική, αισθηματική αγωγή με τους «Εμιγκρέδες της Ρουμανίας», όπως φυσικά και τα «Μία Άσκηση Φυσικής Άλυτη», «Σαμποτάζ» και «Τι Νέα Ψιψίνα» μετά από τις παραγγελιές του κόσμου. Κάπου εδώ τελείωσαν οι αντοχές της Λένα Πλάτωνος και αποχώρησε βαστάμενη υπό τον αχό των χειροκροτημάτων, σε μία πολύ δυνατή στιγμή. Γιατί, μπορεί τα χρόνια να πέρασαν, αλλά ο αέρας αυθεντικής, ηχητικής περιέργειας και πειραματισμού που έφερε στα δικά μας μουσικά πράγματα η πρωταγωνίστρια της βραδιάς, παραμένει πηγή κίνησης και έμπνευσης.
Εν τέλει, οι δύο βραδιές στο Ηρώδειο προσέφεραν στο αθηναϊκό κοινό μία ανάπαυλα -αν κι ελπίζουμε όχι προσωρινή- μετά από δύο σεζόν εγκλεισμού. Μακάρι αυτές οι συναντήσεις να μην έχουν ποτέ ξανά τη σπανιότητα των ημέρων μας.