To Ωραία Mου Κυρία του συνθέτη Φρέντερικ Λόου (Frederick Loewe) και του στιχουργού Άλαν Τζέυ Λέρνερ (Alan Jay Lerner) φέρεται συχνά ως το τέλειο μιούζικαλ, παρότι μπορεί πλέον να θεωρηθεί κάπως ξεπερασμένο. Μας αφηγείται την ιστορία της Ελάιζα Ντουλίτλ, ενός πλανόδιου χαμινιού, και το πώς καταλήγει να εισχωρήσει στα πολυτελή σαλόνια της αριστοκρατίας, υπό τη μαθητεία του αυταρχικού καθηγητή Χένρυ Χίγκινς.

Αξίζουν συγχαρητήρια στην εναλλακτική σκηνή της Λυρικής για τη διάθεσή της να αναμετρηθεί με τέτοια έργα, καθώς και για την ανάγκη της να πειραματιστεί, μιας και η πλειονότητά τους φέρει μεγάλο πλούτο, ο οποίος μπορεί να αναγνωσθεί υπό δεκάδες διαφορετικά πρίσματα. Αυτό όμως που τελικά έλειπε από το κατά Γιάννο Περλέγκα Ωραία Μου Κυρία, ήταν μια διακειμενική και διεπιστημονική γνώση και έρευνα.

Η ανάγκη αποδόμησης ενός θεσμού (όπως του μιούζικαλ) απαιτεί βαθιά και ουσιαστική μελέτη επάνω στο αντικείμενο, τη γλώσσα του και τη δομή του. Δεν γίνεται να ξεγράψεις κάτι, χωρίς να το ξέρεις. Ούτε και γίνεται να κάνεις κινηματικό μανιφέστο, χωρίς να έχεις επαφή με το ίδιο κίνημα. Ο σκηνοθέτης, μάλιστα, αναρωτιέται σε πρόσφατη συνέντευξή του πότε θα μιλήσουμε επιτέλους για τον «γκέι σεξισμό» που υφίστανται οι γυναίκες. Και είναι ακριβώς αυτή η υπερφίαλη έλλειψη αντίληψης προνομίου που διέπει κάθε δευτερόλεπτο του ανεβάσματός του. Ακόμα δε μεγαλύτερο φάουλ είναι ότι τελικώς δεν επιστρατεύει καν εκείνο το έγκλημα για να το κάνει όπλο στη φαρέτρα του Χίγκινς –μιας και, απ' ό,τι φαίνεται, θα μπορούσε να αντλήσει εκ των έσω για να ενημερώσει κάπως τον ξύλινο ήρωά του.

Επιλέγεται λοιπόν ένα ανέβασμα με δύο πιάνα: μία συγκλονιστικά επισφαλής συνθήκη, αφού ό,τι φάλτσο στέκει ξεβρακωμένο πάνω στη σκηνή, χωρίς δείγμα φτέρης για να κρυφτεί. Στο πρόγραμμα αναφέρονται επίσης ο Φεντερίκο Φελλίνι, ο Ραφαέλο Φόσσι και ο Ανρί Τουλούζ-Λωτρέκ, τρεις καλλιτέχνες που το έργο τους διέπει (μεταξύ άλλων) ένας ασυγκράτητος ερωτισμός. Εδώ όμως ήρθαν ως κενές, άκαυλες στιλιστικές αναφορές, χωρίς να καταφέρουν να μπολιάσουν την παράσταση με πυγμή ή θέρμη.

Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη κλήθηκε να ερμηνεύσει την Ελάιζα Ντουλίτλ η Βάσια Ζαχαροπούλου, μια σοπράνο με ομολογουμένως όμορφη χροιά. Εκεί που η υψίφωνος χάνει το στοίχημα, είναι στην τοποθέτησή της (αν και δεν είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για δικό της σφάλμα). Χωρίς ποτέ να προβάλλει πραγματικά, η Ζαχαροπούλου μας δίνει μία Ελάιζα με τεταμένες βιμπρασιόν, αλλά και σιδερωμένο συναίσθημα. Στον αντίποδά της, ο Περλέγκας αποδίδει έναν Χίγκινς μιλητό, κλέβοντας το τραγουδιστικό μέρος με υποκριτικούς χρωματισμούς, δίχως να πετυχαίνει τον στόχο. Η μόνη αγνά όμορφη τραγουδιστική στιγμή έρχεται από τον καθώς πρέπει Άινσφορντ Χιλ του Νικόλα Μαραζιώτη, καθώς και από μικρές αναλαμπές των λοιπών συντελεστών, όπως της Ιωάννας Φόρτη και του Νικόλα Ντούρου.

Η μετάφραση επίσης (στίχοι από τον Δημήτρη Δημόπουλο, πρόζα από τη Μαρία Κυριαζή και τον Γιάννο Περλέγκα), αφήνει διαρκώς μία αίσθηση ανικανοποίητου. Παρότι υπάρχουν όντως έξυπνες επιλογές και προσεγγίσεις στην προσαρμογή του έργου στα ελληνικά, τελούμε διαρκώς υπό την εντύπωση ότι κάτι έμεινε στη μέση, κάνοντας σκόντο και στο πόσο τελικά από το αρχικό κείμενο θα ακούσουμε στη γλώσσα μας, όσο και στη νοηματική του απόδοση. Παράλληλα, η συντριπτική πλειονότητα των γλωσσοδετών του πρωτότυπου παρέμειναν στα αγγλικά, αφήνοντας έτσι τον σκηνοθέτη και τη Ζαχαροπούλου να πασχίζουν να μεταφέρουν τις βρετανικές ντοπιολαλιές. Πόνημα για το οποίο αγγλόφωνοι ηθοποιοί εκπαιδεύονται επί χρόνια, χωρίς στην περίπτωσή μας να υπάρχει πρόβλεψη αντίστοιχης διδασκαλίας.

Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά και τους άστοχους, άκομψα δοσμένους παραλληλισμούς με τις (σαφώς λιγότερες) ελληνικές ντοπιολαλιές, καταλήγουμε στο φιάσκο που τελικά είδαμε. Η επιλογή επίσης του Περλέγκα να γείρει στον Πυγμαλίωνα του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω –το θεατρικό δηλαδή πάνω στο οποίο βασίστηκε το Ωραία Μου Κυρία– για να καταφέρει να βγάλει ένα φεμινιστικό αφήγημα, σκόνταψε σε κάθε μέτρο της διαδρομής, βάζοντας και βγάζοντας τη δόλια την Ελάιζα σε ένα κλουβί· ως άχαρη μεταφορά των αντρικών αποφάσεων που δυναστεύουν τη ζωή της, λόγω (κυρίως) έλλειψης στιβαρής δραματουργίας.

Λέγεται ότι ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Κάπως έτσι, το Ωραία Μου Κυρία πάσχει από ελλείψεις σχεδόν σε κάθε ταμπλό. Εκείνο όμως που τελικά έδειξε τον δρόμο προς τον Καιάδα –αλλά και η μόνη πιθανή σωτηρία, η οποία δεν ήρθε ποτέ– ήταν οι βλέψεις του ανεβάσματος. Είναι κρίμα πάντως να τα τραβάει όλα τούτα το καημένο το είδος του μιούζικαλ, μιας και το ίδιο δεν έχει φταίξει σε τίποτα. Χρησιμότερο θα ήταν να βλέπαμε εν τέλει ένα ανέβασμα του Πυγμαλίωνα, χωρίς να γίνουν οι ξεσκισμένες οργάντζες της Ωραίας Μου Κυρίας λασπωμένα λάβαρα ενάντια στο μουσικό θέατρο και ό,τι αυτό έχει να προσφέρει.

{youtube}L3mjoq7Tkfk{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured