«Μπράβο Τάνια». Αυτό έλεγα συνεχώς από μέσα μου, και ενίοτε φωναχτά μαζί με το πλήθος το βράδυ της Τρίτης, καθήμενη σε μια γωνιά του club του Σταυρού Του Νότου και παρακολουθώντας με πολύ ενδιαφέρον τη νέα παράσταση της Τάνιας Τσανακλίδου.
Ενδιαφέρον είχε για πολλούς λόγους. Γιατί, για παράδειγμα, πριν 4 χρόνια μάς την είχε κάνει (όπως θα έλεγε κι εκείνη μαγκιόρικα) και χρειάστηκε καιρός για να την ξαναδούμε στη σκηνή. Γιατί πριν 2 χρόνια μάς έκανε νερά με την κίνηση-φάουλ να συμμετέχει σε εξώφυλλο δημοφιλούς περιοδικού lifestyle. Γιατί πέρυσι επέστρεψε μετά από χρόνια στα θεατρικά της λημέρια και τα καμαρίνια του Κάρολος Κουν. Έτσι, αυτή η συνάντηση είχε την αίσθηση «reunion», και μάλιστα πολύ επιτυχημένου, αφού ο κόσμος γέμισε την αίθουσα του Σταυρού από νωρίς.
Με ανακοινωθείσα ώρα έναρξης 21:30 και έναρξη 21:31, η οργάνωση της βραδιάς κέρδισε εξαρχής στο σημαντικό της σημείο, καθότι καθημερινή. Μετά από ένα ορχηστρικό καλωσόρισμα των –εξαιρετικών, όπως σημείωσε η βραδιά– μουσικών της, η Τσανακλίδου ανέβηκε στη σκηνή με τα γκρίζα της μαλλιά για νέο σήμα κατατεθέν, αφού οι κόκκινες μπούκλες, μαζί με τα τσιγάρα της, ανήκουν πια σε παλιούς λογαριασμούς.
Από την αρχή κιόλας, τα 'βαλε με τους «λύκους» της –έναν της Αρλέτας και έναν του Μιχάλη Δέλτα. Κατόπιν καλωσόρισε τον κατάμεστο Σταυρό Του Νότου με το πιο γλυκό χαμόγελο στα χείλη και στα μάτια, με μια φωνή που για τις επόμενες δυόμιση ώρες θα μας εξιστορούσε γλυκόπικρα παραμύθια και παλιές ιστορίες.
Παρόλο που ένα πολύ «κακό μάτι» μπέρδευε στην αρχή τη γλώσσα της, έσβηνε από το κεφάλι της τους στίχους ή κάρφωνε τα τακούνια της στη σκηνή, το πρόγραμμα της Τάνιας Τσανακλίδου και των ταλαντούχων συνοδών της είχε απ' όλα.
Η ιστορία ξεκίνησε με τραγούδια από το Μαμά Γερνάω (1988) και το Ναδίρ (1992), τα οποία αποφάσισε φέτος να πει πρώτη φορά live –καθώς τώρα νιώθει πως καταλαβαίνει τι πραγματικά ήθελαν να πουν. Παρόλο που, όπως δήλωσε, πάντα την ενοχλούσαν κάπου βαθιά αυτά τα κομμάτια, πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβει το γιατί.
Με την ηλεκτρισμένη της πτυχή παρούσα σε στιγμές όπως το "Μια Αγάπη Μικρή" χάρη στις λούπες του Δημήτρη Μπαρμπαγάλα και την ηλεκτρική κιθάρα του Blaine L. Reininger (ο οποίος παρεμπιπτόντως έπαιξε μέχρι και Elvis Presley κάπου στη μέση του προγράμματος!), η βραδιά πέρασε σιγά-σιγά στα κλασικά, πλην «must», κομμάτια του ρεπερτορίου της ερμηνεύτριας: η "Μαριάνθη Των Ανέμων", η "Σουλτάνα Η Φωφώ", οι "Μοίρες», το "Πάτωμα", τα "Αλλιώτικη Μέρα", "Γράμμα Στον Κύριο Νίκο Γκάτσο", "Ανθρωπάκος" και πολλά ακόμη, ήταν ίσως από τις καλύτερες φάσεις της βραδιάς. Με πολλή ενέργεια, χιούμορ και αυτοσαρκασμό, η Τσανακλίδου δημιούργησε κλίμα χαρμολύπης στο club του Σταυρού Του Νότου, όπως άλλωστε τόσο περίτεχνα κεντά σε κάθε της ζωντανή εμφάνιση.
Έτσι, οι παρευρισκόμενοι ζητούσαν «κι άλλο», με επίμονα χειροκροτήματα ή ακόμα και ποδοβολητά, σα μικρά παιδιά, μέχρι περασμένα μεσάνυχτα. Σε μια απόπειρα απολογισμού, θα έλεγε κανείς ότι, ακόμα και με φωνή που σπάει ή στίχους που μπερδεύονται και μάτια τα οποία βουρκώνουν ακόμη μετά από τόσα χρόνια στο "Γερνάω Μαμά", η Τσανακλίδου είναι μοναδική.
Και μετά από σχεδόν 40 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, παραμένει αυτό το «τόσο 'δα μικρό φωτάκι» στις προσωπικές αναμετρήσεις του καθενός με τον δικό του Λύκο, «για να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι κάποιος κρατάει αναμμένη μια φωτιά, και ότι μας περιμένει».
{youtube}R69upyTpG-U{/youtube}