Τον τελευταίο 1,5 χρόνο έχω παρακολουθήσει αρκετές συναυλίες στην Αγγλικανική Εκκλησία, στα πλαίσια των St. Paul’s Sessions: από ηλεκτρονικούς εξερευνητές μέχρι βιρτουόζους πιανίστες και από ambient μυσταγωγούς μέχρι dance ιέρειες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η επεξεργασία που απαιτούταν για τον συντονισμό και την αποκωδικοποίηση της live εμπειρίας ήταν εγκεφαλική, ενώ η εκκλησία αντανακλούσε κυρίως τις συμβολικές, αισθητικές και σημειολογικές διαστάσεις που αποκτάει ένας, τέτοιας φύσεως, χώρος, όταν η πραγματική, θρησκευτική του (στην προκειμένη περίπτωση) λειτουργία αναιρείται, δίνοντας τη θέση της σε ένα πολιτισμικό γεγονός –ως μία πράξη, συνηθισμένης πια, conceptual αποδόμησης.
Στο Σαββατιάτικο sold-out live του Coti K. και της αξιέπαινης μπάντας του, ένιωσα για πρώτη φορά πως οι συνήθεις συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον συγκεκριμένο κύκλο συναυλιών, είχαν αντιστραφεί πλήρως: ο ναός διατήρησε ακέραιη την ιερή του υπόσταση, ως μία στέγη μέσα στην οποία ο Man From Managra μετατράπηκε σε κοινωνό της Θεάς Μελωδίας και το κοινό σε αποδέκτη βαθιά ανθρώπινων συναισθημάτων.
Το live ξεκίνησε στις 9:20 και, όπως μας ενημέρωσε ο Coti K., θα χωριζόταν σε δύο μέρη, σχεδόν ίσης χρονική διάρκειας, με το πρώτο να είναι το πιο ήπιο και το δεύτερο το πιο uptempo, απόφαση που μεγιστοποίησε την απόλαυση και χάρισε στην εμφάνιση μία φόρμα κλιμακωτού συναισθηματισμού. Ήδη από τις πρώτες στιγμές της βραδιάς επικρατούσε μία συγκινησιακή ατμόσφαιρα: στη γλυκόπικρη κορύφωση του “Sailor”, στο εξομολογητικό μουρμουρητό του “This Wind”, στην κιθαριστική διαύγεια του “You Can Keep Your Winters” και στο στοχαστικό “Saviors” τα ζευγαράκια ενστικτωδώς αγκαλιάζονταν σφιχτά και οι loners χώνονταν βαθιά στα καθίσματά τους, ως αποτέλεσμα των διαδοχικών μελωδικών στροφών και χορωδιών που σκορπούσαν ρομαντισμό και μελαγχολία. Ενώ η μπάντα έπαιζε αρχικά μέσα σε έναν ψυχρό, σταθερό φωτισμό, το πρώτο μισό έκλεισε υπό ζεστά, κιτρινοπράσινα φώτα και με το «ίσως όχι και πιο χαρούμενο τραγούδι που υπάρχει στον κόσμο».
Με την εκκίνηση του δεύτερου μισού, προστέθηκαν στο υπόλοιπο (τετραμελές) σχήμα δύο οργανοπαίχτες πνευστών, ένα σαξόφωνο και μία τρομπέτα, η παρουσία των οποίων απογείωσε θεαματικά το υπόλοιπο live. Απολαύσαμε τραγούδια από το ντεμπούτο του Ελληνοϊταλού συνθέτη ως The Man From Managra, ένα νέο κομμάτι που έμοιαζε με τις καλύτερες στιγμές των Camera Obscura και των Belle And Sebastian, όπως και τα πανέμορφα “Sippin On Sorrow”, “In This Century” και “Se Ti Rivedro”. Ειδικά το τελευταίο ήταν υποβλητικό και λειτούργησε ως κορύφωση μίας σειράς ολοστρόγγυλων, πνευματωδών συνθέσεων, με κοφτερές, συναισθηματικές γωνίες, που πρέπει να ανάγκασαν ακόμη και τους πιο κορεσμένους ακροατές να αγαπήσουν εκ νέου –έστω και για λίγο– τις μαγικές ιδιότητες μίας υπέροχης μελωδίας.
Μετά από 1 ώρα και 20 λεπτά συναυλικής δράσης, ένα αφιερωμένο κομμάτι στον Γιώργο που δεν παρευρέθηκε στο live, ένα λάθος στο τελευταίο τραγούδι, δύο γουλιές καφέ, αλλά και μία δίκαιη παρατήρηση για τα κινητά από τον ίδιο τον Coti K., το γκρουπ μας ευχαρίστησε και αποχώρησε προσωρινά, για να επιστρέψει πολύ σύντομα μετά από τα διαρκή, επίσης δίκαια χειροκροτήματα. Δεν είχαν βέβαια άλλα τραγούδια να μας παίξουν κι έτσι, μετά από τη βοήθεια του κοινού, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην εκ νέου εκτέλεση του “Se Ti Riverdo”, όπως και του “Sailor”, με τους παίκτες πνευστών να το επιχειρούν χωρίς πρόβες, βασισμένοι μόνο στις νότες που άκουγαν.
Όπως έγραψα και στην αρχή, έχω παρακολουθήσει αρκετές συναυλίες μέχρι στιγμής στην Αγγλικανική Εκκλησία, όμως καμία από αυτές δεν είχε θέσει σε λειτουργία τις συναισθηματικές νευρώσεις με τόσο αδιαπραγμάτευτο και προφανή τρόπο. Η εξερεύνηση νέων ηχητικών τόπων, ο δημιουργικός οραματισμός και η τεχνολογική καινοτομία είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το μέλλον και θα ξεκολλήσουν τη μουσική από την στασιμότητά της, αλλά είναι μερικές φορές που όλο το νόημα αυτής της τέχνης κρύβεται στα τραγούδια. Ως μία τέτοια, ουσιαστική υπενθύμιση θα καταχωρηθεί λοιπόν στη μνήμη των παρευρισκόμενων το πολύ όμορφο live του The Man From Managra.
{youtube}q9lfciuczcs{/youtube}