Η Bohème (Μποέμ) του Τζάκομο Πουτσίνι (Giacomo Puccini) αποτελεί μία από τις πιο αγαπημένες και πολυπαιγμένες όπερες του ιταλικού ρεπερτορίου και είναι ίσως η πιο σταθερή επιλογή παγκοσμίως για την περίοδο των Χριστουγέννων. Τοποθετημένη στον 19ο αιώνα, αφηγείται την ιστορία 6 μποέμ νέων των Παρισίων, με κύριο άξονα τον καταδικασμένο και βραχύβιο έρωτα μεταξύ της ράφτρας Μιμί και του ποιητή Ροντόλφο.
Η Μποέμ είναι χαραγμένη στην ιστορία της μουσικής ως μία όπερα που ισορροπεί μεταξύ τραγωδίας και ελαφρότητας. Δεν ξαφνιάζει καθόλου λοιπόν που η Εθνική Λυρική Σκηνή την επέλεξε ως βασική της φετινής γιορτινής περιόδου, με μία σημαντική παρόλαυτα διαφορά: έναντι του πιο παραδοσιακού ανεβάσματος της Lina Wertmüller –το οποίο και βλέπαμε εν συνεχεία μέσα στα χρόνια της Κρίσης– παρουσιάστηκε τώρα η εκδοχή του Graham Vick, η οποία πρωτοανέβηκε στο θέατρο Ολύμπια πριν από ακριβώς 10 χρόνια. Μια καινούρια εποχή και μια καινούρια Λυρική, καλούν για μια ανανεωμένη ματιά.
Ο Vick επηρεάστηκε έντονα από την Αθήνα του 2007, μεταφέροντας την ένδοια της μποέμικης συνοικίας του Καρτιέ Λατέν σε μια γειτονιά που θυμίζει αμυδρά αυτήν των Εξαρχείων. Έτσι, προσφέρει ένα απλωμένο αφηγηματικό ύφασμα, ώστε οι θεατές να μπορούν να προβάλλουν επάνω του τις δικές τους ερμηνείες, κάνοντάς το να μεταφράζεται το ίδιο ταιριαστά σε διαφορετικές εποχές και αναγνώσεις. Όπως τονίζει κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης στο εξαιρετικό πρόγραμμα της παράστασης (πάντα φτιαγμένο ύπο το οξυδερκές πηδάλιο του Νίκου Α. Δοντά), «επιχειρήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ουσία (του έργου), ώστε να υπάρχει κάτι το οικουμενικό που θα ταιριάζει σε κάθε εποχή. Όχι τόσο ως διαχρονικότητα, όσο ως διαπίστωση ότι η ανθρωπότητα δεν αλλάζει ποτέ. Ο θάνατος θα είναι πάντα θάνατος, η φτώχεια φτώχεια, οι φοιτητές φοιτητές».
Απομακρυσμένη όμως από το θέατρο Ολύμπια, η Μποέμ του Vick μοιάζει λίγο αποπροσανατολισμένη στην πλούσια, μοντέρνα σκηνή της αίθουσας Σταύρος Νιάρχος: οι φωνές των μονωδών άδουν πάνω από το φαραωνικό αρχιτεκτόνημα, αντηχούν στους ερημωμένους κήπους και περνούν πάνω από την εσπλανάδα, κυματίζοντας τα παγωμένα νερά του καναλιού. Εν αντιθέσει, το 2007 ξεχύνονταν στους δρόμους της κεντρικής Αθήνας, αντηχώντας στα ανταριασμένα στενά των Εξαρχείων.
Τα εξαιρετικά κοστούμια και σκηνικά του Ρίτσαρντ Χάντσον –ανάφορα όλα τους στη μοντέρνα, παγωμένη εποχή– παλεύουν να συντονίσουν το κοινό στο πνεύμα της ανάγνωσης του Vick, υπό το αυστηρό φως του Τζουζέπε ντι Ιόριο· η ρομαντικότητα του πρωτότυπου παραμένει μονάχα στις μελωδίες του Πουτσίνι, καθώς το ανέβασμα απεκδύεται κάθε ουσιαστικής ελαφρότητος, χάριν της σκληρής πραγματικότητας. Εξαιρετική επιλογή παρόλαυτα αποτελεί η σημειολογία του εξώφυλλου υπό την κηδεμονία των k2design studio: το κερί-αφορμή για την αρχή του έρωτα του Ροντόλφο και της Μιμί αποκτά καινούριο βάρος, με τη φλόγα του να σημειώνεται ως η ανάποδη καρδιά ενός καταδικασμένου έρωτα, υπό τη σκιά του θανάτου.
Την αίσθηση της παγωμάρας ίσως ενίσχυσε και η αναμενόμενη ανισορροπία μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης διανομής. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους της Μιμί και του Ροντόλφο είχαμε την Άννα Στυλιανάκη (έναντι της διεθνώς καταξιωμένης Μυρτώς Παπαθανασίου) και τον Άγγελο Σαμαρτζή (έναντι του Γιάννη Χριστόπουλου). Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι έδωσε μία τίμια ερμηνεία, με τη Μιμί της Στυλιανάκη να λάμπει με κάπως εγωκεντρική ευαισθησία κι απαλότητα και τον Ροντόλφο του Σαμαρτζή να επιδεικνύει ρωμαλέο τραγούδισμα.
Αντιθέτως, αχυρένιος φωνητικά και υποκριτικά υπήρξε ο Γιώργος Ιατρού, ως ο ζηλόφθων ζωγράφος Μαρτσέλο, με προηγούμενα ανεβάσματα να μας κάνουν να αναπολούμε ερμηνείες όπως αυτήν του Ιταλού βαρύτονου Ματτία Ολιβιέρι. Η Μαρία Παλάσκα, πάλι, έλαμψε στον ρόλο της προκλητικής αγαπητικιάς του, Μουζέτα, με πολύ ζυγισμένες ερμηνευτικές υπερβολές, σαφώς ταιριαστές στον πύρινο ρόλο της φίλης της πρωταγωνίστριας. Παράλληλα, τίμιες ερμηνείες έδωσαν οι Γκλεμπ Περιάσεφ και Νίκος Κοτενίδης στους ρόλους των Κολίνε και Σωνάρ, αντιστοίχως. Το αποκορύφωμα του έργου έρχεται με ένα από τα ευφυέστερα και πιο συγκινητικά ντουέτα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, το "Sono Andati?", λίγο πριν τον θάνατο της φυματικής Μιμί, τραγουδισμένο με εξαιρετική ευαισθησία από την Παλάσκα, υπό την άψογη διεύθυνση της Ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής από τον Ηλία Βουδούρη.
Το ανέβασμα αυτό σηματοδοτεί και την αρχή του αφιερώματος στον πρώην καπετάνιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Στέφανο Λαζαρίδη –λάτρη του Πουτσίνι– ο οποίος κι έκανε την επιλογή να ανεβάσει την πολυσυζητημένη αυτή εκδοχή του Vick στο Ολύμπια, το 2007. Κάπως έτσι, φτάνουμε να αναρωτιόμαστε κατά πόσο αποτελεί σοφή επιλογή, δεδομένου του ειδικού βάρους που κουβαλάει η ανάγνωση του σκηνοθέτη, σε συνάρτηση με τις εποχές μας και τον χώρο που πλέον τη φιλοξενεί.
{youtube}CuPblfJFyls{/youtube}