Ένας από τους κυρίαρχους συλλογισμούς καθώς κατηφόριζα για τη φαντεζί Afrikana, τέλος του Οκτώβρη και με την ώρα αλλαγμένη απ' το περασμένο χάραμα, ήταν πως κάθε τι παραδοσιακό έχει ιδιότητες και φτιασιά «Highlander»: μπορεί δηλαδή να επιζήσει μέσα στον χρόνο χάρη στη στόφα και στην αυθεντικότητά του, την τιμιότητα ως προς την πρόθεση και την ανοιχτωσιά ως προς τη φόρμα και την εξέλιξή του. Μένοντας έτσι όρθιο σ' έναν σωρό από κουφάρια περιστασιακών μουσικών ιδιωμάτων. Ακόμα και το ρεμπέτικο, που τόσο έχει χαϊδέψει τ' αυτιά μας και τόσο το έχουμε απολαύσει σε όμορφα κουτούκια, συνοδεία κράσου και μεζέ, ίσως και να το σιχαθήκαμε σε περιόδους. Έχει πάντως κι αυτό τη δυνατότητα να ακουστεί μ' έναν τρόπο πραγματικά σύγχρονο και πρωτότυπο, εν έτει 2017.
Οι Τρίο Τεκκέ (παρέα με τον Dave De Rose στα τύμπανα, σε τούτη τη φάση της πορείας τους), καταφέρνουν κάτι παραπάνω από το να τακιμιάσουν το ρεμπέτικο με τη reggae, το dub με τη «ντάγκλα», την ψυχεδέλεια με την «ψυχάρα» που θέλει ένας μάγκας για να στάξει την πενιά, την jazz fusion των 1970s με τον «τζαζεμένο» χαβαλέ που προέρχεται από μια παρέα ανθρώπων οι οποίοι γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους, έχουν συμπράξει ουκ ολίγες φορές και έχουν παίξει ακόμα περισσότερο. Δυο Κύπριοι, λοιπόν, συναντάνε δυο Βρετανούς και τινάζουν τη σκεπή στον αέρα, ως party band μιας άλλης εποχής, του παρόντος και του μέλλοντος.
Η Afrikana γέμισε γρήγορα με ενθουσιώδεις ακροατές, αλλά και με θαμώνες ανυποψίαστους, καθότι ο χώρος αποτελεί ούτως ή άλλως στέκι για όσους επιθυμούν ν' απολαύσουν ποιοτικές και δεξιοτεχνικές βραδιές, κυρίως από τον χώρο της jazz, του blues, του funk κ.ο.κ. Ένα τέταρτο μετά την καθορισμένη ώρα έναρξης, το κουαρτέτο ανέβηκε στη σκηνή για ν' αρχίσει το ζέσταμα μ' ένα σεκλέτικο οργανικό, με ήχο δεμένο, ξεχωριστό και χωνεμένο όσο δεν πάει. Με τον Αντώνη Αντωνίου στο τραγούδι και στον ηλεκτρισμένο τζουρά, τον Λευτέρη Μουμτζή στην ηλεκτρική κιθάρα, τον Colin Sommervel στο ηλεκτρικό μπάσο και την πρόσφατη προσθήκη, τον εξαιρετικό και επιφανή για τις συνεργασίες του (Moloko, Rokia Traore, Mark Ronson, Mulatu Astatke) Dave De Rose στα τύμπανα. Με κομμάτια τόσο από το νέο τους άλμπουμ Zivo, που ήδη έχει αρχίσει να λαμβάνει διεθνείς διακρίσεις, αλλά και επιλογές τόσο από το Samas (2011), αλλά και από τα Reggetika (2009), το δίωρο περίπου set υπήρξε χορταστικό, πλήρες και άκρως χορευτικό, αφού οι παύσεις και οι ρυθμικές ακροβασίες δεν άφηναν καμία και κανέναν ασυγκίνητο και ακίνητο.
Προχωρώντας, οι Τρίο Τεκκέ πήραν τον κόσμο μαζί τους: πότε με το πρωτότυπό τους υλικό, πότε παίζοντας τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη με τον πολύ ιδιαίτερο groovy και στακάτο τρόπο τους ("Όλοι Οι «Ρεγγέτες» Του Ντουνιά", "Ο Αραμπατζής", "Φραγκοσυριανή"), πότε με τη "Σούρα Και Μαστούρα" του Ανέστη Δελιά (1936). Όλα λες και τα είχαν γράψει οι Gang Οf Four ή οι Bloc Party παρέα με τους Clash και τους Stranglers. Τα ψυχεδελικά πάλι σημεία, γεμάτα με εφέ και αντηχήσεις που σου έφεραν στ' αυτιά τον Syd Barrett και την παρέα του, αλλά και τα σόλο του εκάστοτε οργανοπαίχτη, δημιουργούσαν αίσθηση ομογένειας και ισορροπίας ως προς το ύφος, τη γνώση και την εμπειρία της μπάντας. Η σπουδή και η επιμονή πάνω στην κάθε φόρμα που αναδυόταν καθώς κυλούσαν όλες αυτές οι τόσο ενδιαφέρουσες διασκευές «έβγαζε μάτι» και σε παράσερνε σ' ένα λίκνισμα εγγενές και φυσικό. Κάτι τέτοιο ομολογουμένως το καταφέρνουν κυρίως γκρουπ που εξερευνούν τη δεξιοτεχνική μουσική (είτε αυτή λέγεται jazz, rock, fusion, είτε λέγεται παραδοσιακή, ακόμη και στο ρεμπέτικο βεβαίως), αλλά και καλλιτέχνες που έχουν πασχίσει για κάτι πρωτότυπο και δουλεμένο, όπως άλλωστε οι Τρίο Τεκκέ, αλλά και ο Λευτέρης Μουμτζής, με ό,τι κι αν καταπιαστεί.
Ως προς το δικό τους ρεπερτόριο, οι Τρίο Τεκκέ μας τραγούδησαν ιστορίες για τον "Βαγγέλα", τον "Πασχάλη" (φιλαράκια τους αμφότεροι, μάλλον), τον "Μπάτμαν" και τη στολή του (αφιερωμένο σε κάποιον ανώτερο ιερωμένο, αν κατάλαβα καλά), μας είπαν τους δημοφιλείς "Λούληδες" (που ακούσαμε και 2η φορά στο encore), τα "Τρελά Πουλιά" και το "Δες Χαράζει", μα και την "Ατσιγγάνα". Κι όλα έγιναν ένα αμάλγαμα εκρηκτικής γκρούβας, ηλεκτρισμένης δεξιοτεχνίας, χορευτικής διάθεσης και χαμογελαστού νταλκά, πάντοτε με αυτοσαρκασμό και χιούμορ. Ιδιαίτερη στιγμή για 'μένα, αποτέλεσε «η μοναδική μπαλάντα του νέου δίσκου» όπως ακούσαμε από μικροφώνου, ένα τραγούδι για τη Συρία, εκείνο που κλείνει το καινούργιο τους άλμπουμ. Πιο αισθαντικό και πιο χαμηλών τόνων, το άσμα ετούτο έδωσε την ανάσα που χρειαζόταν το ακροατήριο, το οποίο μέχρι τα μέσα του set είχε γεμίσει ικανοποιητικά την Afrikana.
Αναζητώντας περαιτέρω αναφορές στον ήχο του κυπριακού σχήματος, θα μπορούσε κανείς να βρει μύριες: απ' τους δίσκους του Andy Summers με τον Robert Fripp στον πρώιμο Peter Gabriel (μετά-Genesis, ειδικά ως προς τον ήχο, τη ρυθμική αγωγή και τις ενορχηστρώσεις), αλλά και στους Police, με τον De Rose να φέρνει στο μυαλό μου τον θρύλο Stewart Copeland, ειδικά στα πιο dub και reggae ξεσπάσματα των τυμπάνων του. Οι φωνές των Αντωνίου/Μουμτζή ήχησαν δεμένες, στιλιζαρισμένες στο ύφος, αλλά και διατηρώντας το προσωπικό τους τρόπο στο τραγούδισμα, ενώ ο Sommervel στο μπάσο αποτελούσε τη ραχοκοκκαλιά του τόσο χορευτικού και γεμάτου ήχου της μπάντας.
Φεύγοντας λίγο μετά τα μεσάνυχτα από την Afrikana, με το δικό μου Zivo ανά χείρας, η εξαιρετική μουσική και το απίστευτο performance ήταν τελικά που με μέθυσαν, και όχι η ζιβανία (είδος δυνατού τσίπουρου της Κύπρου). Η δύναμη και η μεστή ενέργεια τούτης της μουσικής, το δέσιμο και η διάθεση της μπάντας, η όμορφη βραδιά και το θερμό κοινό, όλα υπήρξαν στα σίγουρα αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, επιμονής και αφοσίωσης, μα και momentum της συγκεκριμένης υφολογικής επιλογής εκ μέρους των καλλιτεχνών. Είναι η ώρα για τέτοιου είδους γκρουπ να φέρουν με τον τρόπο τους την παράδοση, το ρεμπέτικο, τα κλαρίνα, τα νταούλια και τους ζουρνάδες στις μουσικές σκηνές και στους δημόσιους χώρους, επαπροσδιορίζοντας τη σχέση μας με ό,τι χαρακτηρίζεται «παραδοσιακό», «λαϊκό», γενικώς «ημέτερο».
Μήπως, τελικά, η μουσική είναι ανθρώπινο δικαίωμα, γεγονός και κατάκτηση, και όταν το απηχεί αυτό αρμονικά και αβίαστα, συντονιζόμαστε αυθόρμητα και την ακολουθούμε όπου μας πάει; Ακόμη και στον τεκέ...
{youtube}1e2kI3uoDso{/youtube}