Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο και, ως τέτοιο, έχει την ιδιαιτερότητα να δημιουργεί ομάδες με περιπλοκότητα και με σύνθετους συμπεριφορικούς κώδικες. Μέσα στα χιλιάδες χρόνια ζύμωσης κι εξέλιξης του είδους μας, κάπως καταλήξαμε και στον φαινότυπο του σύγχρονου μπουζουκόβιου, ο αξιακός κώδικας του οποίου έχει συσχετιστεί με ένα τεράστιο κομμάτι της αρρωστημένης ύπαρξης του Νεοέλληνα. Όχι άδικα, αφού οι μεγάλες πίστες των τελευταίων δεκαετιών είναι χώρος φορτωμένος με λεβεντομαλάκες, αχυράνθρωπους με λερωμένα χέρια (και τσέπες), ιπτάμενα λεφτά-γαρύφαλλα, γυναίκες ελαχιστοποιημένες σε διακοσμητικό ρόλο· χώρος επίσης στρωμένος με χώματα τα οποία αποτέλεσαν γόνιμο έδαφος για την καλλιτεχνική και αισθητική παρακμή της γενιάς μας. Δεδομένων αυτών, λοιπόν, μένει απορίας άξιο πώς είναι εκεί μέσα όπου άνθισε το ερμηνευτικό μυδραλιοβόλο Νατάσσα Θεοδωρίδου.
Παρότι στο μυαλό του σύγχρονου Έλληνα η Θεοδωρίδου έχει μπει στο κουτάκι «Κυρία, με κεφαλαίο Κ» και η ίδια όντως φέρει αρκετό απ' το διάσημο καρντασιλίκι που υπογραμμίζει τον προαναφερθέντα ρόλο, εκείνο που υπερβαίνει όλα αυτά τα στερεότυπα ανυψώνοντάς τη στο στάτους της Ερμηνεύτριας (ναι, με κεφαλαίο Ε), είναι οι ίδιες της οι ερμηνείες. Ευλογημένη με μια άφταστη λαϊκή φωνή, που στέκεται επάξια δίπλα στα μεγαλύτερα λαρύγγια του πάλκου –μπορείς να πεις «Μαρινέλλα», τρεις φορές και γρήγορα;– η Θεσσαλονικιά έχει ένα πολύ έξυπνο όργανο, με το οποίο φτιάχνει ενστικτωδώς μουσική εξαιρετικής ποιότητας. Τα περάσματά της, τα λαϊκά της γυρίσματα, το παιχνίδι που κάνει με τους (απίστευτα) βασικούς μπουζουκικούς ρυθμούς, καθώς και οι διακυμάνσεις της φωνής της στις απαλές μα δυναμικές της βιμπρασιόν, είναι στοιχεία που μεταμορφώνουν τα τραγούδια της σε ανόθευτη έκφραση των ενωτικών υπόγειων ραφών του καθόλα ελληνικού νταλκά, χωρίς ίχνος λαϊκισμού ή περιττών λυγμών.
Με όλα αυτά στο μυαλό, πέρασα τις πόρτες της Ιεράς Οδού (που συνήθως έχω διαβεί για μεταλλικές συναυλίες), ώστε να ακούσω την τζενεράλε πρόβα της Θεοδωρίδου με τη Μελίνα Ασλανίδου και τον Γιώργο Παπαδόπουλο. Ο συνδυασμός βρίσκεται με το ένα πόδι στα λαϊκά ακούσματα και με το άλλο σε πιο light, ποπ μουσικές (με αμφίβολες αναφορές). Η βραδιά ξεκινά με τρία πάνελ, τα οποία μας δείχνουν τις σκιές των πρωταγωνιστών, με τον καθένα να τραγουδάει ένα σύντομο medley από τις επιτυχίες του, ως μεταξύ τους ερωταπάντηση. Πρώτη βγαίνει ενώπιόν μας η Θεοδωρίδου, ενώ η τηλεοπτική παρουσία της Ασλανίδου εξασφαλίζει μια πολύ θερμή ανταπόκριση από τον κόσμο. Η σύντομη κοινή εμφάνιση της αρχής κλιμακώνεται κατόπιν με τη "Γιορτή Των Ζεϊμπέκηδων" του Απόστολου Καλδάρα, με την Ασλανίδου και τον Παπαδόπουλο να αφήνουν έπειτα την (αρχικά) πορφυροντυμένη Θεοδωρίδου να μας χαρίσει ένα ποτ-πουρί από ...funky διασκευές σε τραγούδια της. Έτσι, οι "Δύσκολες Στιγμές", το "Θα Μιλήσω Με Τ’ Αστέρια" και το "Δεν Σε Νοιάζει Για Μας" ντύνονται όλα τα γιορτινά τους, φορτώνονται με πνευστά (μα τρομπόνι στα μπουζούκια;!) και κυλάνε το ένα μέσα στο άλλο, μέχρι να βγει στην πίστα ο Γιώργος Παπαδόπουλος.
Ο Κύπριος τραγουδοποιός έχει γράψει κομμάτια για πολλά ονόματα του ελαφρολαϊκού χώρου, μεταξύ αυτών και η ίδια η Ασλανίδου, η οποία έχει να τον ευχαριστεί για μερικές από τις πιο λαοφιλείς της επιτυχίες. Αν και η φωνή του είναι ευλύγιστη και αντιδρά καλά στις απότομες αλλαγές, ο ίδιος θα μπορούσε να ωφεληθεί πολύ από ελαφρύτερο χέρι στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζει την ερμηνεία. Επόμενη σε σειρά η μάλλον αμήχανη Μελίνα Ασλανίδου, η οποία –παρόλη την pitch perfect παρουσία της– καλλιέργησε ένα ελαφρώς αφιλόξενο κλίμα, με μουδιασμένες αλληλεπιδράσεις με το κοινό. Αν και η φωνή της είναι ομολογουμένως καλή (χωρίς τίποτα να ζηλέψει από τις έντεχνες συναδέλφισσες των μουσικών σπαργάνων της) και τα γυρίσματά της δεν ξεφεύγουν ούτε λίγο από τον τόνο, κάτι έχει χάσει νομίζω στις αισθητικές της κωλοτούμπες, μένοντας με ένα μουσικό «αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι», το οποίο καθρεφτίζεται εν τέλει και στη σκηνική της παρουσία.
Τη βραδιά έσωσε πάλι η Θεοδωρίδου, στη δεύτερη, λαϊκότερη κι απαστράπτουσα εμφάνισή της, όπου ακούσαμε στιγμές-ερμηνευτικά διαμάντια, ειδικά όταν έπαιρνε αποστάσεις από τη θορυβώδη ορχήστρα κι έστεκε δίπλα στο πιάνο, αφήνοντας τη φωνή της να λάμψει. Ο εξαιρετικός έλεγχος του αέρα τής δίνει τη δυνατότητα να υπογραμμίζει τα συναισθηματικά κρεσέντο των τραγουδιών με τρόπο που πολλά έχει να διδάξει στις υπόλοιπες ερμηνεύτριες του χώρου –αποκορύφωμα στάθηκε το "Φοβάμαι". Έπειτα είχαμε και τους 3 συνοδοιπόρους επί σκηνής, να μας χαρίζουν ένα πιο λαϊκότοπο πρόγραμμα καθήμενοι σε σκαμπό, όπως θέλει η αθάνατη μπουζουκοπαράδοση. Κι εκεί είναι που το πράγμα κύλησε κάπως ομαλότερα, με τον κάθε τραγουδιστή να αναπτύσσει έναν υγιή διάλογο, τόσο με τη μπάντα, όσο και με τους συναδέλφους του.
Έτσι τελείωσε λοιπόν ακόμα μία βραδιά στις εγχώριες πίστες, με μοναδικό της απότοκο να έχει μείνει η εξής σκέψη: η Νατάσα Θεοδωρίδου εκπροσωπεί την όμορφη, ουσιαστικά λαμπερή πλευρά των μπουζουκιών, αυτήν που έχουμε εγγεγραμμένη στον πολιτισμικό μας κώδικα. Οι ερμηνείες της αποτελούν άλλοθι μα και κλειδί για να απολαύσει κανείς πραγματικά και ακομπλεξάριστα τη λαϊκή έκφανση που σίγουρα κουβαλάει μέσα του, εφόσον μεγάλωσε σε ελληνικό έδαφος. Έχει ωστόσο πολλά να κερδίσει και η ίδια, ειδικά όταν παίρνει αποστάσεις από τις επιταγές της βιομηχανίας και τραγουδάει αυτό που και η ίδια μάλλον θέλει. Αγνά, λαϊκά άσματα, τα οποία σε βρίσκουν στο δόξα πατρί, εκεί κατά τις "Έντεκα Παρά".
{youtube}qj6S-AmrK8k{/youtube}