Τη Δευτέρα όλα ήταν έτοιμα στο θέατρο Τζένη Καρέζη για τη νέα μουσικοθεατρική παράσταση Πέρασα…, όπως τη συνέλαβε, σκηνοθέτησε και έντυσε μουσικά η συνθέτης Σοφία Καμαγιάννη.
Στις 21:30 ήμασταν ήδη όλοι καθισμένοι στο σχεδόν γεμάτο (πλην 2-3 σειρών) θέατρο και το μινιμάλ σκηνικό που στεκόταν μπροστά μας απρόσωπο, ψυχρό και γκρίζο ήταν έτοιμο να παραδοθεί στις συνθέσεις της Καμαγιάννη, στην υποκριτική της Γιώτας Φέστα και στη φωνή της Θεοδοσίας Σαββάκη. Μαζί τους επί σκηνής και οι μουσικοί Τάσος Γουσέτης (βιολί), Φίλανδρος Κάρρας (κλαρινέτο) και Όσβαλντ Αμιράλης (κοντραμπάσο).
Δύο καρέκλες αντικριστές –μία κανονική και μία μεγαλύτερη, βαριά και επιβλητική– και ανάμεσά τους ένα τραπέζι. Αμέσως η μνήμη μου ανατρέχει στον στίχο της Κικής Δημουλά «Όταν στρώνεις το τραπέζι, πριν καθίσεις, να ελέγχεις σχολαστικά την αντικρινή σου καρέκλα [...] γιατί εκείνος που δεν κάθεται γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς». Πράγματι, λίγα λεπτά αργότερα, η ερμηνεία της Θεοδοσίας Σαββάκη στη μελοποίηση του “Πρόσεχε”, με δικαίωσε.
Μία άλλη μελοποίηση όμως, αυτή του “Η Ομορφιά Του Απογοητευτικού”, ήταν εκείνη που «σήκωσε την αυλαία», όπως θα λέγαμε στον χώρο του θεάτρου, ενώ αμέσως μετά ακολούθησε η εμφάνιση της Γιώτας Φέστα, με μια μάλλον εγκρατή σε επίπεδο ερμηνείας και συναισθηματισμού απαγγελία του ποιήματος “Το Λίγο Του Κόσμου”.
Η μελοποίηση είναι απαιτητικό κεφάλαιο. Και το έργο της Δημουλά ένα μακρύ οδοιπορικό ενδοσκόπησης, μοναξιάς, αναστοχασμού και απολογισμού. Η ποιήτρια είναι ευτυχώς από τους ανθρώπους που έδωσαν λόγο στη μοναξιά και στην απώλεια –μας έμαθε πως «όταν μιλάει η αταξία, η τάξη να σωπαίνει». Δύσκολα λοιπόν θα πόνταρα στη μελοποίηση του έργου της. Ίσως να με έχουν κερδίσει μία ή δύο προσπάθειες στο παρελθόν, όμως η επιλογή μιας ασφαλούς, θα έλεγα, και περισσότερο θεατράλε προσέγγισης (όπως αυτής στην οποία έδωσε έμφαση η παράσταση), δεν θα ήταν ανάμεσα σε εκείνες.
Το πιάνο της Σοφίας Καμαγιάννη, η ατίθαση νεότητα της Θεοδοσίας Σαββάκη και η τσαλακωμένη όψη της Γιώτας Φέστα –ως γυναίκας μόνης, μετέωρης ανάμεσα σε μνήμες και κουρασμένης από την πολλή Κυριακή– προσέγγισαν προσεκτικά και ίσως κάπως δειλά το έργο της Δημουλά. Οι συνθέσεις έβαιναν σε ασφαλή μοτίβα, τα οποία ενέπλεκαν σε σταθερό ρυθμό και καθαρή ομοιογένεια τη φωνή, το πιάνο και τα έγχορδα, ενώ μόλις μία μελοποίηση μονοπώλησε το κλαρινέτο του Φίλανδρου Κάρρα.
Το μεγάλο άλμα έγινε έτσι σε ανύποπτο χρόνο. Οι συνθέσεις της Καμαγιάννη με υλικό από προηχογραφημένες αναγνώσεις της Δημουλά, ηλεκτρονικούς πειραματισμούς και ηχητικά τοπία της φύσης και της πόλης, ανέδειξαν εξαιρετικά το παιχνίδι των λέξεων και των εννοιών (κυρίαρχο στην ποίησή της), εξυψώνοντας τη φιγούρα της μοναχικής γυναίκας στο σύγχρονο αστικό τοπίο και απορροφώντας αβίαστα τον θεατή στη δίνη της μοναξιάς, της λήθης και της αέναης επιστροφής ενός απόντος «εσύ».
Συνολικά, η παράσταση κύλησε νηφάλια, χωρίς μεγάλες εκρήξεις και ισχυρούς συναισθηματισμούς. Το τελευταίο τέταρτο, ωστόσο, ήταν εξαιρετικό, προσφέροντας επιτέλους το αίσθημα της κάθαρσης με ένα περίτεχνο κολάζ προσωπικών ηχογραφήσεων της σκηνοθέτιδας από απαγγελίες της ίδιας της Δημουλά. Το δημιουργικό πάντρεμα αποσπασμάτων του έργου της με αστικά ηχοτοπία, εικόνες και φωνές της αγοραίας καθημερινότητας και στοιχεία animation, ήταν για εμένα ο πραγματικός φόρος τιμής στο έργο της ποιήτριας. Ένας άξιος τρόπος ανάδειξής του στο σήμερα, ο οποίος, σε συνδυασμό με την εκρηκτική ερμηνεία της Φέστα στο “Ελάνθανε” (τη χρειαζόμασταν, νομίζω), άφησε το θέατρο γεμάτο χειροκροτήματα και τη μεγάλη ποιήτρια συγκινημένη. Παρακολουθώντας στην πρώτη σειρά των θέσεων, και γνέφοντας επιδοκιμαστικά και υπερήφανα στην Καμαγιάννη, η Δημουλά σηκώθηκε λίγο αργότερα για να της δώσει μια θερμή αγκαλιά και να δεχτεί φυσικά το ακόμα μεγαλύτερο χειροκρότημα του, όρθιου πλέον, κοινού.
Η βιωματική σχέση της Καμαγιάννη με την ποίηση της Δημουλά, όπως την ξετύλιξε στην πρόσφατη κουβέντα της με τον Χάρη Συμβουλίδη (εδώ) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σύλληψη και στη σύνθεση της εν λόγω παράστασης. Οι πρωτότυπες ηχογραφήσεις, ο δημιουργικός πειραματισμός, το ζιζάνιο του ηλεκτρονικού ήχου, το πάντρεμα μουσικής, υποκριτικής και οπτικοακουστικών εφέ καθιστούν το Πέρασα… μια άξια αναφορά στο σημαντικό έργο της ποιήτριας, το οποίο η Καμαγιάννη απέδειξε πως έχει το ταλέντο και τη συνείδηση να προσεγγίσει με αγάπη και σεβασμό. Ιδιαίτερα ευτυχές θα ήταν ωστόσο εάν στο μέλλον ακούει περισσότερο τις πειραματικές της ανησυχίες. Στην προαναφερθείσα συνέντευξη δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να δισκογραφηθεί το μουσικό υλικό της παράστασης –κι αυτό μόνο χαρούμενους και ανυπόμονους μπορεί να μας αφήσει.
Η παράσταση θα συνεχιστεί για ακόμη 4 βραδιές στο θέατρο Τζένη Καρέζη (23, 24, 30 και 31 Οκτωβρίου), ενώ στις 24 και 25 Νοεμβρίου θα μεταβεί στη Θεσσαλονίκη (στο Μέγαρο Μουσικής).
{youtube}ycUOjq4PFYQ{/youtube}