Το βράδυ που μόλις έχεις γυρίσει από τις τραβηγμένες από τα μαλλιά τελευταίες διακοπές του Σεπτέμβρη. Το βράδυ που ήδη μετράς κανάν μήνα στο αρχαίο αστικό καμίνι μετά από το μίζερο αυγουστιάτικο διάλειμμα, που ήδη σου φαίνεται σαν όνειρο πενταετίας. Το βράδυ που είναι σαν όλα τα υπόλοιπα βράδια, σε μια Αθήνα την οποία μισούμε να λατρεύουμε, λατρεύουμε να μισούμε. Σε μια Αθήνα έτοιμη να λιώσει στην υγρή ζέστη του Σεπτέμβρη, αλλά και στη φωτιά του κατακόκκινου νέου δίσκου του Αλέξανδρου Βούλγαρη.
Δεν υπάρχουν πολλά που να μπορείς να γράψεις με αντικειμενική προσέγγιση και τεχνικούς όρους για ένα live του The Boy. Είναι από εκείνες τις εγχώριες καλλιτεχνικές προσωπικότητες που δεν καλουπώνονται σε τυπικές ανταποκρίσεις. Από τις περσόνες αυτές οι οποίες ίσα που χωράνε σε ένα ασφυκτικά γεμάτο Six d.o.g.s., καταφέρνοντας –με έναν μυστηριώδη τρόπο– να σε έχουν σούζα καθόλη τη διάρκεια ενός ημιμαραθώνιου 3ωρου live, που ξεκινά λίγο πριν τις 10 και τελειώνει αρκετά μετά τα μεσάνυχτα.
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης είναι πειραματικός παγανιστής, είναι νταντά, είναι αλλού, σε ένα δικό του σύμπαν· όπου είναι αρχιερέας και διδάσκει τους μύστες του από κάτω στην περίπλοκη αισθητική του. Πιάνει την κλωστή από εκείνο το σπαρακτικά όμορφο "Σ’ Αγαπάω Να Της Λες" του 2009 –τότε που πολλά ξεκίνησαν για τον ίδιο και για τη σχολή που εκπροσωπεί– και την πλέκει ιστό γύρω από την πόλη, με κόμπους τις συνθέσεις του φρέσκου Έτοιμοι Δύο.
"Έτοιμοι", "Γλυκειά Μου Αγάπη", "Αγέννητος", "Με Γάτας Σώμα", "Μπράϊαν Λήθη". Και μετά, φόρος τιμής στους Αισθηματίες, κλείσιμο του ματιού στο ντόπιο nouvelle vague με τη "Συννεφούλα", προσκύνημα στο Μάντσεστερ με μεταδόσεις Joy Division.
Περιηγήσεις στην Αθήνα της γενιάς μας, της γενιάς πριν και της γενιάς μετά. Στην Αθήνα των θαυμάτων του φτωχού, όπου όμως κινδυνεύουμε όλοι από την κατάρα των ζόμπι. Στην Αθήνα που ο μόνος τρόπος να το αποφύγουμε και να γίνουμε ένα, είναι να αφαιρέσουμε με ξυράφι τα σάπια μέλη. Στην Αθήνα, η οποία μοιάζει με γυναίκα που λέει στον ταξιτζή να κάνει γρήγορα γιατί θα χάσει το τρένο ενώ δεν την κυνηγάει κανείς και νανουρίζεται με Τάνια Τσανακλίδου. Στην Αθήνα που ξέρει να λιώνει, που μας κάνει να χορεύουμε ρε, που μας πονάει και μετά κλαίει. Στην πόλη που μας κρατάει μια ζωή εδώ και η οποία τελικά αξίζει να της λέμε εν χορώ «σ’ αγαπάω».
Ακριβώς επειδή ξέρει να λιώνει.
{youtube}BVMTOhwYQnA{/youtube}