Πριβιέτ. Σ' έναν ρωσικό χαιρετισμό πιάσαμε σκόρπιες λέξεις, μεταξύ τους και το σοβιετοποιημένο όνομα του Μιχάλη Σιγανίδη. Μέχρι την Κυριακή, φαινόταν πως πάντα θα τον βλέπω σε φάλτσες συνθήκες, είτε στο θέατρο Πόρτα με εντάσεις και καμμένους ενισχυτές, είτε με τους Χειμερινούς Κολυμβητές και το ψόφιο κοινό του ΙΛΙΟΝ Plus. Και φαινόταν επίσης πως θα έβρισκε τον τρόπο να ξεπερνά πάντα αυτές τις συνθήκες, προσφέροντας μουσική που τρυπώνει βαθιά και συνεχίζει να σκάβει –πολλές φορές επίπονα– μέχρι να βρεθεί στον πυρήνα σου. Παρόλαυτα, στο Six d.o.g.s ο Σιγανίδης βρήκε τα πάντα να λειτουργούν εύρυθμα και προσέφερε μία παράσταση με ουσία και πολύ ψαχνό.
Οι συναυλιές του Μιχάλη Σιγανίδη έχουν κάτι από μία υπερρεαλιστική, θολή βόλτα σε ακαθόριστη ελληνική (ή και μη) πόλη. Είναι μία συνειρμική σύνθεση σκηνών, μία αποθέωση των αισθήσεων που δομείται από θραύσματα διαφορετικών ιστοριών, τις οποίες μπορεί να ακούς από ανοιχτά παράθυρα, ραδιόφωνα σε άδεια σπίτια και κλήσεις on speaker. Περισυλλογή, μοναξιά, συντροφικότητα, λαγνεία και χιούμορ αποτυπώνονται σα μια καταγραφή της ψυχικής πραγματικότητας, αποκτώντας τη δική τους ακριβολογία, με τις λέξεις να στέκουν αυτοδύναμες, σε συνεργασία με την αυτοσχεδιαστική μουσική των Λαγόψαρων, της οικογένειας των Siganidae.
Kαι τι οικογένεια! Η βραδιά κύλησε με απόλυτη συνέργεια μεταξύ των ηχητικών στοιχείων, με τη μπάντα να έχει αυτιά και άκρα σε εγρήγορση και να ακολουθεί τις εφαπτόμενες της μουσικής με δεξιοτεχνία και ευφυία. Τα επιμέρους στοιχεία του κάθε συντελεστή «ανέπνεαν» επί σκηνής, με τις κοφτές εκπνοές του σαξόφωνου του (για άλλη μία φορά) εξαιρετικού James Wylie, το καταιγιστικό φύσημα και ξεφύσημα του αριστοτέχνη Κώστα Αναστασιάδη και το χνότο των πλήκτρων και του νέι του Χάρη Λαμπράκη. Παράλληλα, σε κρουστά και φωνή είχαμε τη Ζωή Πατίνη, μία παρουσία που προσέδιδε ζωντάνια και επαρκή δόση μανίας στις στιγμές που η συνθήκη το ζητούσε, αλλά και «σαβινογιαννατική» γλωσσολαλιά. Ο δε Δημήτρης Λεοντζάκος υπήρξε επίσης highlight της βραδιάς, όντας εξίσου εντυπωσιακός στο κλαρίνο αλλά και στην απαγγελία ποιημάτων.
Η ποίηση υπήρξε σαφώς αναπόσπαστο μέρος της συναυλίας. Ακούστηκαν μεταξύ άλλων λόγια των Αναγνωστάκη και του ίδιου του Λεοντζάκου (σε ένα εξαιρετικό ποίημα μ' εφαλτήριο τη Ρόζα Λούξεμπουργκ), καθώς και του Μίλτου Σαχτούρη, του ποιητή που αποτελεί τεράστιο κομμάτι του κόσμου των παραστάσεων και της μουσικής του Σιγανίδη.
Καθ' όλη τη διάρκεια της βραδιάς, ένα πράγμα έγινε σαφές: οι μουσικοί διασκέδαζαν περισσότερο απ' όλους τους παρευρισκόμενους. Κι αυτό φαίνεται να είναι συνέπεια του χώρου που είχαν για να απλώσουν το διήγημά τους. Οι εκρηκτικές εφαπτόμενες που ακολούθησε ο Αναστασιάδης μετά τους "Νέους Της Σιδώνης" του Αναγνωστάκη και το πέρασμα στην ταχυπαλμία του ηλεκτρικού κοντραμπάσο του Σιγανίδη ήταν μία στιγμή υψηλής αισθητικής, η οποία κράτησε όλα τα αυτιά στο κοινό ορθάνοιχτα.
Σε μία μικροσκοπική σκηνή χώρεσαν 7 μουσικοί και πολύ περισσότερα όργανα. Και φάνταζε θαύμα πώς γινόταν να βολευτεί σε έναν τόσο ελάχιστο χώρο μία συνθήκη που άπλωνε και μεγάλωνε με κάθε λεπτό που περνούσε. Κι αυτό ήρθε να σχηματίσει το συναγόμενο των σκέψεών μου για τη βραδιά: πίσω από τα πυκνά φρύδια του Μιχάλη Σιγανίδη και κάτω από την οριακά λεόντειο φυσιογνωμία του, βρίσκεται ένας διανοητής περί της μουσικής και του λόγου. Ένας άνθρωπος ο οποίος άπτεται των ζητημάτων με ευαισθησία, ευγένεια και κοφτερό μυαλό.
{youtube}UMZ9OwT2st0{/youtube}