Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές στα γραφόμενά μας, είναι αδύνατον εν έτει 2016 να μιλήσουμε για μια ζωντανή σύμπραξη του B.D. Foxmoor και του Φίλιππου Πλιάτσικα, αρνούμενοι τη σατυρική τυπολογία που, καλώς ή κακώς, τη συνοδεύει. Όμως, πέρα από τα εύκολα συμπεράσματα και την αποδόμηση δύο πετυχημένων στη δεκαετία του 1990 εγχώριων μουσικών, καλό είναι να εξετάσουμε δίκαια τι συνέβη στην πρεμιέρα τους στο Γυάλινο, αναλογιζόμενοι αν από τούτη τη συνεργασία προέκυψε κάτι γόνιμο και καλλιτεχνικά ουσιαστικό.
Η συνάντηση Πλιάτσικα & Μυτακίδη ονομάστηκε Παραπόρτι. Αλλά, πριν καν συναντήσει το κοινό, εντάχτηκε στα «αστικά ανέκδοτα» της μουσικής μας καθημερινότητας –και μαζί καταδικάστηκε από την αυτόκλητη ελίτ, σαν ένα ρέκβιεμ για παρηκμασμένους εκφραστές δύο διαφορετικών κόσμων, τους οποίους πλέον έχουν αναλάβει να συντηρούν τα άφθονα ψυχοπαίδια τους. Στη χλεύη, βέβαια, βοήθησε και το κάκιστο ντουέτο με τίτλο "Ο Λογαριασμός", το οποίο συνοδεύτηκε επιπλέον από ένα φτωχής αισθητικής βιντεοκλίπ. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ' την αρχή.
Η ιδέα μιας τέτοιας διχοτομημένης συνεύρεσης είχε εξαρχής ενδιαφέρον: κυρίως για το αν θα γεννούσε μια αξιοπρεπή, μεταμοντέρνα διάθεση αναβίωσης του πρωτότυπου υλικού ή, έστω, ένα «εξωγήινο» πάντρεμα προσεκτικού επαγγελματισμού. Πλιάτσικας και Foxmoor βγήκαν στη σκηνή αθόρυβα και χωρίς πόζα, σερβίροντας με στακάτο συγχρονισμό ένα παράλληλο, ατομικό best of, το οποίο εκτεινόταν χρονικά από τις χρυσοφόρες εποχές των Πυξ Λαξ και των Active Member μέχρι τη νεότερη, σόλο δισκογραφία τους. Ο Πλιάτσικας έμπαινε σαν δεύτερη φωνή στα low bap κομμάτια που εξαπέλυε με αξιοσημείωτο πάθος ο Foxmoor, κι εκείνος με τη σειρά του εμπλούτιζε με την ήπια τρεμάμενη ερμηνεία του τα στρογγυλά ρεφρέν των Πυξ Λαξ.
Και η αλήθεια είναι πως ακόμα και τα πιο μονόχνωτα ακόρντα των Πυξ Λαξ ή των σόλο επιλογών του Πλιάτσικα, ακόμα και τα πιο κοινότυπα beat των Active Member λειτουργούσαν καλά όταν έμπλεκαν, πλαισιωμένα από τα keyboards, τα ντραμς και την ηλεκτρική κιθάρα. Από τη μία, δηλαδή, φάνηκε σαν να ρέει ξανά αίμα στις «φλέβες» κομματιών όπως τα "Φύλακας Άγγελος", "Η Μελωδία Της Παρακμής" και "Άκου Μάνα": για λίγο, ακούστηκαν ξανά αποταυτισμένα από στείρες λούπες που μαϊμουδίζουν έφηβοι οι οποίοι το έριξαν στον ψευτολυρισμό. Από την άλλη, τραγούδια σαν τα "Γιατί", "Οι Παλιές Αγάπες Πάνε Στον Παράδεισο", "Νότος" και "Ανόητες Αγάπες" έμοιαζαν να μην είναι γραμμένα για να αντηχούν μονάχα ως φόντο σε ζευγαράκια που κρατούν αναπτηράκι, με ριχτή ζακέτα στους ώμους για να μην πουντιάσουν. Αυτό λοιπόν το ανακάτεμα της τράπουλας ανάμεσα στο ποιητικό rap για τα «αδέλφια» και την ψιθυριστά έντεχνη τραγουδοποιοία για τους «ρομαντικούς», έκανε ανά στιγμές τα τραγούδια να ακουστούν σαν νεοσύστατα.
Αν εξετάσουμε πάντως τη βραδιά στο γεμάτο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο με όρους συγκριτικής, ο B.D. Foxmoor βγαίνει εύκολα νικητής. Έδειξε (τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως) να κάνει μια καλλιτεχνική υπέρβαση για να βρεθεί σε έναν τέτοιον χώρο και, συν τοις άλλοις, αντιμετώπισε με σεβασμό τα σαφώς κατώτερης στιχουργικής αξίας –σε σχέση με τα δικά του– τραγούδια των Πυξ Λαξ. Να σημειώσω επιπλέον ότι ο κόσμος που ήρθε να τον δει ήταν περισσότερος, σχηματίζοντας μάλιστα κι έναν πυρήνα στην άκρη, σε χαλαρό ύφος και με μπύρες στο χέρι. Αντιθέτως, ο κόσμος του Πλιάτσικα ήταν λιγότερος και μάλλον μαζεμένος στα πρώτα τραπέζια, με φιάλες ποτού και τα λοιπά παρελκόμενα. Ο τελευταίος είχε λοιπόν μόνο να κερδίσει από μια τέτοια συνεργασία και θεωρώ έτσι πως έχασε την ευκαιρία να αποδείξει επί σκηνής ότι νοιάζεται να εξερευνήσει τη μουσική του κληρονομιά. Σε όσες στιγμές βρέθηκε μόνος, για παράδειγμα, έβρισκε λύση σε αχρείαστες σιγουράτζες τύπου "Ένας Τούρκος Στο Παρίσι".
Οι δυο τους έδειξαν ωστόσο να έχουν χτίσει μια πραγματική συνθήκη αλληλοεκτίμησης και συνδέσμου, χωρίς να ψευτίζουν στα βλέμματα και στα μεταξύ τους λόγια. Η συνεταιρική εμφάνισή τους ήταν επίσης καλά προβαρισμένη και καθόλου «χύμα», με έξτρα πόντους να καταλήγουν και πάλι στον Μυτακίδη, ο οποίος επέδειξε ελαστικότητα και συναινετικό πνεύμα. Ο Πλιάτσικας εν συγκρίσει έμεινε μάλλον στάσιμος: δεν φάνηκε να έχει την τόλμη ή τη γνώση να ξεπορτίσει από τη ζώνη ασφαλείας του μέσα από κάποιο αληθινό «Παραπόρτι».
Συμπαθητικό λοιπόν το αποτέλεσμα. Όμως, χωρίς σε καμία περίπτωση να είναι μια στείρα χρονοκάψουλα εγκλωβισμένη στο 1996, έλειπε εκείνο το στοιχείο της αμεσότητας του ενεστώτα. Εκτός κι αν σας ακούγεται προχώ η ιδέα μιας ηλεκτρονικής διασκευής στο "Με Σκότωσε Γιατί Την Αγαπούσα", οπότε πάω πάσο.
{youtube}mR4oFp4aVAw{/youtube}